Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Mama son tanto felice*....

Της Πέπης Ρηγοπούλου, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...

Το τραγούδι αυτό το ξανατραγουδά μετά από χρόνια, μπροστά στον φακό, με το ίδιο πάθος που το τραγούδησε και όταν βρέθηκε μικρός στο στρατόπεδο εξόντωσης των Γερμανών, ένας διασωθείς μάρτυρας στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου «Νεοναζί, το ολοκαύτωμα της μνήμης», που προβλήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας με κεντρική εισηγήτρια τη Νίνα Καρακάλου για την επέτειο του Ολοκαυτώματος.

Και μετά από τόσα χρόνια, κλαίει. Τώρα μπορεί να κλάψει. Τότε, όταν έφτανε από τη Θεσσαλονίκη στο στρατόπεδο μαζί με τους άλλους Εβραίους από τη Θεσσαλονίκη και τις άλλες πόλεις μας, τους κοσμοπολίτες, τους πολύγλωσσους, τους πολιτισμένους και εκλεπτυσμένους Εβραίους μας, που η απουσία τους σήμερα από την Ελλάδα είναι ακόμη μία πληγή. Τότε -όταν έφτανε στο στρατόπεδο του θανάτου ταξιδεύοντας μέσα στα κλειστά βαγόνια που μετέφεραν ανθρώπους αντί για ζώα και εμπορεύματα, όρθιους, στις άθλιες εκείνες συνθήκες- δεν του περίσσευαν τα δάκρυα.

Γι” αυτό είναι συχνά άστοχες οι ταινίες που δείχνουν όλους τους ανθρώπους να φοβούνται και να κλαίνε μπροστά στον θάνατο. Οχι, τότε δεν φοβάσαι. Ο φόβος υπάρχει πριν, όχι τότε. Οσο για τα δάκρυα, αυτά έρχονται μετά. Αν επιζήσεις. Και πάλι όχι από τον φόβο. Αλλά από εκείνο το βαθύ, το αμετάκλητο αίσθημα της απώλειας. Γι” αυτό που ήσουνα, γι” αυτό που πίστευες ότι ήσουνα, γι” αυτό που ήταν οι άλλοι, γι” αυτό που πίστευες ότι ήταν οι άλλοι. Κι έτσι καθαρίζει, καθαίρεται, ο νους και η ψυχή του ανθρώπου.


Τα δάκρυα τρέχουν και από άλλα μάτια στο ντοκιμαντέρ αυτό. Ενας λυγμός από ένα άλλο, μικρό τότε, παιδί από τα Καλάβρυτα, όταν πλησιάζει και πάλι σήμερα τις επώδυνες περιοχές. Δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο της κλασικής ιατρικής για να θεραπεύσει την απώλεια. Ο μόνος δρόμος που γνωρίζει ο ανθρώπινος πολιτισμός, όταν δεν χάνει το πρόσωπό του, είναι η δύσκολη, η επώδυνη αλλά πολύτιμη ανάμνηση. Αυτή που αναδύεται εκεί που δεν την περιμένεις, αυτή που ανθίζει μέσα από την απόφαση να ξαναδείς την πληγή, σωματική και ψυχική, να αντιμετωπίσεις το τραύμα.

Παλινδρομώντας στις περιοχές του άρρητου, του μη μου άπτου, ανθίζουν τα άνθη τού μη με λησμόνει. Αυτός είναι και ο ρόλος των επετείων μνήμης: εντάσσουν τον ιερό χρόνο της πληγής στον φυσικό χρόνο των ανθρώπων μέσα από την τελετή στην οποία συμμετέχει η κοινότητα. Ανανεώνεται έτσι, ξαναγεννιέται θα έλεγα, η ανάμνηση· γίνεται δρώσα, καθώς το παλιό βίωμα γίνεται ρυθμός ζωής και συνύπαρξης. Μήτρα του πολύτιμου πολιτικού, κοινωνικού και επικοινωνιακού δεσμού, χωρίς τον οποίο η κοινωνία καταντά ένας λάκκος αλληλοσπαρασσόμενων τεράτων. Οι τελετές μνήμης είναι πολύτιμες, δεν πρέπει να ευτελίζονται από τις εκάστοτε συγκυρίες, είναι το ανθρώπινο πέρα από τον άνθρωπο αυτό που κάνει τον άνθρωπο να βρίσκει και πάλι το ανθρώπινο στον εαυτό του και στα πράγματα.

Η πράξη και η σκηνοθεσία ενός εγκλήματος γενοκτονίας περνά για τους ναζί μέσα από τη φωτιά. Με αποκορύφωμα τα στρατόπεδά τους, που οι Γερμανοί και Αυστριακοί γείτονές τους δεν είχαν δει, δεν είχαν ακούσει, αλλά συνέχιζαν να ζουν δίπλα, μυρίζοντας τις ανόσιες μυρωδιές των ανθρώπινων σφαγίων. Γι” αυτό και μέχρι σήμερα υπάρχει μία αμηχανία των πολλών στη Γερμανία και την Αυστρία απέναντι στο Ολοκαύτωμα. Και αυτή η αμηχανία τούς κάνει να επαναλαμβάνουν κυριαρχικές και αλαζονικές συμπεριφορές. Σήμερα, στη θέση του αποδιοπομπαίου τράγου -που υπήρξαν οι Εβραίοι- είναι με άλλον αλλά επίσης τυφλό και ναρκισσιστικό τρόπο οι Ελληνες.

Ξαναγυρνώ στην αρχή αυτών των λίγων λόγων που αφιερώνω στην τραγική επέτειο που μας ενώνει. Στο μυαλό μου γυρνά ξανά και ξανά η φωνή του μικρού Ελληνα Εβραίου που τραγουδά ιταλικά αυτό το τραγούδι της αγάπης για να αντιμετωπίσει τον σπαραγμό και την κτηνωδία. Φωνή των δύο πολιτισμών μας που σφράγισαν την πορεία αυτού που αξίζει να ονομάζεται πολιτισμός. Φωνή του κάθε πολιτισμού, του κάθε ανθρώπου που αξίζει να λέγεται άνθρωπος.


*Απόσπασμα από το κείμενο για την επέτειο του Ολοκαυτώματος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων