Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Δεινοσαυρισμός...

Mediasoup...

Από την Αλκμήνη Ψιλοπούλου

Αίφνης, έπεσε μια παγωμάρα, μια μουγκαμάρα, ένα κενό. Με την έλευση του επόμενου «εθνοσωτήρα» Λουκά Παπαδήμου, με το μειλίχιο ύφος και τον ήπιο «αγοραίο» λόγο. Λέει αυτά που πρέπει να πει σε άπταιστα ελληνικά. Παρόλα αυτά, ποιος καταλαβαίνει ακριβώς τι λέει; Είτε μιλάει αυτός, είτε ο Μπαρόζο, είτε ο Ρομπάϊ, ένα και το αυτό.
Μια παγωμάρα και μια μουγκαμάρα και μια οσμή αποσύνθεσης. Έχω δει πάμπολλα ντοκιμαντέρ με δεινόσαυρους. Φαντάζομαι πώς θα ήταν η γη όταν εκατοντάδες χιλιάδες δεινόσαυροι έπεφταν ξεροί - από μετεωρίτη; Από άλλη οικολογική καταστροφή; Ποιος ξέρει… Σκεφτείτε την οσμή από εκατοντάδες χιλιάδες πτώματα σε αποσύνθεση.
Πάντοτε όταν βλέπω αυτά τα ντοκιμαντέρ, μου έρχεται στο μυαλό το ανθρώπινο είδος. Με τις κατασκευές του, με τις μηχανές του, με τα όσα αφύσικα και παρά φύσιν έχει κάνει πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Με τα μιλιούνια των ανθρώπων που κυκλοφορούν στις μεγαλουπόλεις, με τις πόλεις - τέρατα, με τον πολιτισμό της ηχορύπανσης και των σκουπιδιών.
Μιλάμε για έναν πολιτισμό που έχει φτάσει στα όριά του. Ωραία, οι δεινόσαυροι, αυτά τα πελώρια πλάσματα, στην αρχή την περνούσαν ζωή και κότα. Έτρωγαν ότι έβρισκαν πάνω στη γη με απόλυτη ελευθερία και βουλιμία. Αργά και σταθερά, υπερπολλαπλασιάστηκαν. Πολύ γρήγορα, κάθε κλαράκι και μικρό ζωάκι πάνω στη γη είχε εξολοθρευτεί. Ήτανε άραγε ο μετεωρίτης που τους εξαφάνισε, ή μήπως η δεινοσαυρική τους βουλιμία;
Αφήνω την απάντηση στους επιστήμονες και περνάω στην παρούσα κρίση.
Τι είναι αυτή η κρίση; Ξαφνικά η οικονομία κατέρρευσε. Γιατί κατέρρευσε; Πώς κατέρρευσε; Πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή; Και πού πάμε;
Περιμένω την απάντηση από τους ειδικούς. Ακούω και ξανακούω τα δελτία ειδήσεων, ψάχνω στα μπλόγκς, ακούω αναλύσεις οικονομολόγων, ακούω παρεμβάσεις πολιτικών και δε βγάζω άκρη. Εκατομμύρια πληροφορίες πλημμυρίζουν κάθε μέρα τον εγκέφαλό μου αλλά το τσουνάμι αυτό μου φέρνει μόνο πονοκέφαλο. Οι πληροφορίες που παίρνω μοιάζουν με σωρούς ερειπίων που το τσουνάμι στέλνει κατευθείαν πάνω στο κεφάλι μου, στο σώμα μου, και με διαλύουν. Με ζώνουν φόβοι, κάθε μέρα. Πώς θα πληρώσω το νοίκι, το νερό, τα χαράτσια, πώς θα βρω δουλειά, πώς θα μεγαλώσω τα παιδιά μου, τι θα κάνω με τα λεφτά μου στην τράπεζα, τι να πουλήσω, τι να κόψω, πώς να κυκλοφορήσω χωρίς βενζίνη, πώς να ζεσταθώ χωρίς πετρέλαιο. Πώς θα γλυτώσω από την πείνα.
Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι τελευταίες μέρες των δεινοσαύρων. Οι μεγαλύτεροι είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ, έτρωγαν τόσο πολύ, είχαν γίνει τόσο βουλιμικοί, που δεν μπορούσαν να σκεφτούν, ίσως ο εγκέφαλός τους είχε συρρικνωθεί από το πολύ φαΐ και δεν μπορούσαν να σκεφτούν κάτι καλύτερο από το να τρώνε. Η αέναη αλυσίδα της φύσης και της εξέλιξης είχε σταματήσει. Είχε μπλοκάρει.
Κάπως έτσι είμαστε κι εμείς. Τα έχουμε φάει όλα. Δεν θα αφήσουμε τίποτα πάνω στη γη, ούτε ένα φυλλαράκι.
Μετά την υπερπαραγωγή και την υπερκατανάλωση, μετά τον πολιτισμό και τις κοινωνίες της βουλιμίας, δεν μπορούμε πλέον να παράγουμε τίποτα, ούτε καν σκέψεις…
Έχουμε μείνει με μια σκασμένη φούσκα στο χέρι, τη φούσκα του χρέους, τη φούσκα του χρήματος. Κρατάμε αέρα κοπανιστό. Ένας Ινδιάνος κάποτε είχε πει ότι το χρήμα δεν τρώγεται. Ήταν υπερ-επίκαιρος.
Ακούω εξωφρενικά νούμερα, δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια να πηγαίνουν και να έρχονται, κι εγώ δεν έχω να πληρώσω το φως, το νερό, το τηλέφωνο, δεν έχω ένα πεντακοσάρικο το μήνα. Πώς έγινε αυτό;
Κι αναρωτιέμαι: Είναι στ’ αλήθεια αυτή η κρίση οικονομική; Είναι ένας μετεωρίτης που μου έπεσε ξαφνικά στο κεφάλι, ή είναι κάτι άλλο, κάτι πιο βαθύ και πιο μεγάλο;
Πριν μερικά χρόνια οι μεγάλες καπιταλιστικές χώρες είχαν μεγάλες βιομηχανίες που παρήγαν αυτοκίνητα, μηχανήματα, πλυντήρια, κουζίνες, τηλεοράσεις. Υπήρχαν μικρές χώρες που παρήγαν τρόφιμα ή φάρμακα. Υπήρχε ο τρίτος κόσμος που λεηλατούνταν από τους μεγάλους επειδή είχε χρυσό, και πολύτιμα μεταλλεύματα. Τώρα, τι παράγουμε; Τίποτα. Οι μηχανές σταμάτησαν. Ο κόσμος δεν θέλει άλλα αυτοκίνητα, πλυντήρια, μίξερ, κουζίνες. Ο καθένας έχει ένα σωρό απ’ όλα αυτά.
Μήπως παράγουμε τρόφιμα; Μήπως παράγουμε ενέργεια; Έχουμε κι απ΄αυτά μπόλικα. Κι όμως ο κοσμάκης πεινάει. Και θα πεινάσει κι άλλο.
Δεν μπορούμε πια να παράγουμε τίποτα. Μόνο φούσκες και αέρα κοπανιστό.
Τα φρουφρου και τα αρώματα και τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες που απολαμβάναμε στους καιρούς της ευημερίας, μας τελείωσαν. Κάποτε ήταν η αριστερά. Ήταν ο Μάρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν. Τους έφαγε ο σταλινικός δεινόσαυρος.
Κάποτε ήταν η αριστερά. Με ιδέες, στοχασμούς και οράματα. Την έφαγε ο δεινόσαυρος του «σοσιαλισμού», της «σοσιαλδημοκρατίας».
Ο Καρατζαφέρης είπε το αμίμητο, ότι έτσι όπως πάνε οι ευρωπαίοι και οι τροϊκανοί θα παραδώσουν την εξουσία στον «κομμουνισμό» και στην αριστερά. Μα, ποια αριστερά; Πού είναι τα σημερινά οράματα της αριστεράς;
Ένας φίλος μου έλεγε, «η αριστερά λέει ότι έχω δίκηο Το ότι έχω δίκηο το ξέρω. Δεν ξέρω όμως τι να κάνω για να το βρω Και σ’ αυτό το ερώτημα, η αριστερά δεν μου δίνει απάντηση.»
Ο κόσμος ξεσηκώνεται, σε ολόκληρο τον πλανήτη, κατά των δεινοσαύρων. Αλλάζουν οι κυβερνήσεις, αλλάζουν οι εξουσίες, αλλά πάλι στον ίδιο παρονομαστή βρισκόμαστε. Στην Αίγυπτο, μετά από όλη εκείνη την εξέγερση της πλατείας Ταχρίρ, πάλι στην πλατεία Ταχρίρ το αίμα ρέει.
Οι εξεγέρσεις μας είναι τυφλές. Χωρίς μπούσουλα, χωρίς πυξίδα. Αντιπαλεύουμε τα κύματα με το τιμόνι σπασμένο.
Τι να κάνουμε; Ο Λένιν είχε γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο για να απαντήσει σε αυτό, αλλά η ζωή τον διέψευσε.
Τι να κάνουμε;
Εγώ με το φτωχό μου το μυαλό, μία απάντηση μπορώ να δώσω. Μην περιμένουμε καμία επανάσταση, καμία αριστερά, κανέναν σωτήρα, καμιά κυβέρνηση. Να κάνουμε ότι μπορούμε μόνοι μας.
Αυτενεργώντας στο μικρόκοσμό μας, τον οποίο πρέπει να δημιουργήσουμε, αλώβητο. Να πετάξουμε από τα ντουλάπια και τα μπαούλα μας όλα τα άχρηστα καταναλωτικά προϊόντα με τα οποία μας παραμύθιασαν. Να ανακαλύψουμε την ομορφιά της απλής ζωής. Να ξαναβρούμε τις παρέες που χάσαμε και τα τραγούδια που τραγουδήσαμε. Να ξοφλήσουμε με τις τράπεζες, να μην πάρουμε άλλα δανεικά, να πετάξουμε τις πιστωτικές κάρτες, να πουλήσουμε τα cayen και να πάρουμε ποδήλατα και μηχανάκια. Να ακούσουμε απαλή μουσική ή και τίποτα. Να διαβάσουμε ένα καλό βιβλίο. Να κάνουμε καμιά βόλτα ποδαράτα με τους φίλους μας.
Τόσο δύσκολα είναι όλα αυτά; Τι είναι η φτώχεια που όλοι τόσο φοβόμαστε; Μήπως είναι κι αυτή μια φούσκα;
Και τελειώνοντας, να πετάξουμε όλους αυτούς τους ειδικούς και τους ειδήμονες και τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς στη θάλασσα. Να τους πούμε ότι δεν τους έχουμε πλέον ανάγκη, ούτε αυτούς, ούτε τα δάνειά τους, ούτε την αφασία τους. Να τους γυρίσουμε την πλάτη και να προχωρήσουμε, ξεκαθαρίζοντας απλά τι θέλουμε από τη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων