Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

VitaMini C

Του κανενός το ρόδο

Τεμαχίζοντας στα δυο το εσπεριδοειδές, συνειδητοποίησα ξαφνικά, πως αρκετά διαδοχικά πρωινά του Σαββάτου στύβω πορτοκάλια προσφέροντας στην μικρή μου οικογένεια τους χυμούς τους. Με την μυρωδιά των πορτοκαλιών στη μύτη και τις φωνές του εργάτη στ' αυτιά, με την εικόνα μιας ήρεμης οικογενειακής στιγμής στα μάτια, καταλαβαίνω πως η ζωή μας πλαισιώνεται μέρα τη μέρα από πράξεις ρουτίνας, υγιεινής, φρέσκιας αλλά και τετριμμένης σαν φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα, έτσι ώστε σε ένα ορίζοντα δέκα χρόνων να έχουμε αποκτήσει κι εμείς τις πολύτιμες αγκυλώσεις μας. Να έχουμε ανάγει το πρόγραμμα σε μια μικρή θεότητα που διαφεντεύει σοφά τις ζωές μας, μια προστάτιδα από την τρέλα. Η θεότητα όμως δέχεται κλυδωνισμούς. Κανείς δε ξέρει για το αύριο, κανείς ποτέ δεν ήξερε, αλλά πολύ περισσότερες οι αβεβαιότητες σωρεύονται στο σήμερα.

Έξω στο δρόμο οι εργάτες. Στο δρόμο όχι για να διαμαρτυρηθούν αλλά για να δουλέψουν. Πότε θεσπίστηκε το 8ωρο και το 5θήμερο, με όσο θόρυβο μπορεί να παράξει "το σίδερο και το αίμα", που έλεγε και ο Βίσμαρκ από διαμετρικά αντίθετη θέση, και πότε αθόρυβα καταργήθηκε. Έτσι ώστε να μη με ενοχλεί που τρεις άνδρες δουλεύουν στο δρόμο του σπιτιού μου, Σάββατο πρωί, αλλά να με ενοχλούν οι φωνές τους. Ο ένας βαστάει το ηλεκτρικό πριόνι και κλαδεύει τα δέντρα, ο άλλος δίνει ουρλιάζοντας εντολές και φορτώνει τα κλαδιά κι ο τρίτος, ο οδηγός, περιμένει στο φορτηγάκι. Θα με αναστατώνουν όσο ζω οι πολύ δυνατές ανδρικές φωνές, θα γίνω γιαγιά κι ακόμη θα ζαρώνω από φόβο στην τραχύτητά τους. Έχω συμφιλιωθεί όχι μ' αυτές αλλά με την αντίδραση που μου προκαλούν. Τα επιτεύγματα της ψυχανάλυσης. Στην πραγματικότητα τα εργατικά ντεσιμπέλ θα' ναι ένα τραύμα που με βοηθάει να πάω παρακάτω.

Βρίσκω παρηγοριά πια μόνο στην Ιστορία και τα ντοκιμαντέρ. Διαβάζω νεότερη ευρωπαϊκή Ιστορία και βλέπω ντοκιμαντέρ με εξεγέρσεις και έντομα. Στο ραδιόφωνο δεν ανέχομαι ούτε ειδησεογραφικές εκπομπές, ούτε την παθητικοεπιθετική εντεχνίλα, ούτε το απαρχαιωμένο ροκ. Ακούω Τρίτο Πρόγραμμα με τέτοια εξοικείωση σα να μεγάλωσα σε αστικό περιβάλλον που η κλασσική μουσική ήταν μέρος του ενδιαιτήματος. Στο σπίτι δεν ανέχομαι την τηλεόραση, μου προκαλεί ναυτία, όταν την παρακολουθώ για περισσότερο από μία εκπομπή, μου προκαλεί ταχυκαρδία, όταν την ακούω για αρκετή ώρα να είναι άσκοπα ανοιχτή. Κι ούτε που με νοιάζει αν νομίζεις πως γράφοντας αυτά κομπάζω.

Και παράλληλα μεγαλώνει ένα παιδί που βλέπει μόνο ένα-δύο παιδικά προγράμματα την ημέρα, έχει συνηθίσει το αυτάκι του στην καλή μουσική, ζωγραφίζει στα τρία της ανθρώπινες φιγούρες με μάτια που έχουν κόρες και βολβούς, αυτιά, μαλλιά, μύτη, στόμα, καπέλο και καμιά φορά μάγουλα. Έχουν κορμό και άκρα. Είναι ένα παιδάκι που έχει πλούσιο λεξιλόγιο, καθαρή άρθρωση, ξέρει απέξω ένα κάρο παιδικά και "μεγαλίστικα" τραγούδια. Είναι ένα παιδάκι που έχει φίλους, αγκαλιάζεται και φιλιέται κάθε πρωί με κάποιον που' ναι το ταίρι της στον παιδικό σταθμό. Είναι ένα ευφυές και χαρούμενο παιδάκι, όπως είχε παρατηρήσει ένας αυστηρός φίλος. Κι ούτε που με νοιάζει αν νομίζεις πως γράφοντάς αυτά κομπάζω.

Δεν κομπάζω. Δεν είναι αυτός ο σκοπός όσων γράφω σήμερα σαν ανοιχτό ημερολόγιο. Πάλι. Θέλω μονάχα να πω πως αν διέσχισα τη διαδρομή από την επαρχία στο εξωτερικό, κι από την εργατική-αγροτική καταγωγή στη μεσοαστική καθημερινότητα των βορείων προαστίων, χωρίς να απαρνηθώ μετά βδελυγμίας το πριν για να προσκυνήσω αμνήμων το μετά, είναι γιατί είχα την ευκαιρία. Είναι γιατί πρόφτασα να επιβιβαστώ στο όχημα της κοινωνικής κινητικότητας στις τελευταίες του διαδρομές. Τώρα, τις μέρες της οπισθοδρόμησης, θα με στοιχειώνουν όλο και περισσότερο οι Πατατοφάγοι του Βαν Γκογκ που' δα στο Μουσείο του στο Άμστερνταμ, γιατί είχα την ευκαιρία, όπως και τη ΜΟΜΑ φιλοξενούμενη στο Βερολίνο, όπως το αυστριακό μουσείο μοντέρνας τέχνης στη Βιέννη, το Κομμουνιστικό Μουσείο στην Πράγα, και τ' άλλα μουσεία στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μαδρίτη, το Δουβλίνο, την Ελβετία, κι όλα τα μέρη που ταξίδεψα. Γιατί είχα την ευκαιρία.

Όμως η τέχνη, τα ταξίδια, οι αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, γαμώτο, δεν είναι πολυτέλειες. Δεν έπρεπε να' ναι καν μια ευκαιρία που μπορεί να τύχει να αξιοποιηθεί, μπορεί και να χαθεί. Έπρεπε να είναι κοινό κτήμα όλων. Κι η έγκλιση που χρησιμοποιώ είναι βαθιά ανιστόρητη. Πότε ο αγρότης και ο εργάτης περιδιάβαινε ανάμεσα στα έργα τέχνης σα να' ταν το δικό του habitat για να το κάνει τώρα; Μα τώρα ο εργάτης που έχει δουλειά, ακόμη κι αν δουλεύει Σάββατα, αργίες, ακόμη κι αν δουλεύει ημιαπασχόληση ή απλήρωτες υπερωρίες είναι ευλογημένος. "Έχει δουλίτσα". Αυτή η υπόρρητη υπενθύμιση της υποταγής στις συνθήκες που σου διασφαλίζουν προς το παρόν, εντελώς προσωρινά, το δικαίωμα στην εργασία σε υποκοριστικό, αυτή σε συνδυασμό με την ανιστόρητη πραγματικά και πολιτικά αφελή ατάκα "καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται" συνοψίζει το θάνατο του εργατικού κινήματος, που την ώρα που το γράφω φαντάζει ήδη σαν ανέκδοτο. Οι αρχισυνδικαλιστές μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι να μεθοδεύουν την ανάδειξή τους σε βουλευτικά αξιώματα. Οι ευκαιρίες τελειώσανε. Το όχημα της κοινωνικής κοινωνικότητας φράκαρε και ξέμεινε από καύσιμα.

Όμως εμείς θα συνεχίσουμε να εξασκούμαστε στη χρήση μιας οικονομίστικης γλώσσας, με όρους δυσνόητους, σχεδόν ανόητους, όπως δείχνει η πράξη, θα συνεχίσουμε να ρουφάμε την υπερπληροφόρηση ακόρεστα, χωρίς να μπορούμε να την επεξεργαστούμε, την ώρα που θα εκχωρούμε άπραγοι την ιστορικότητα των ημερών στους σκιώδεις Άλλους. VitaMini C. Μικρή ζωή τρίτης κατηγορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων