Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Όταν ο Γ. Παπανδρέου καταδίωκε … το “Αντί”...


Του Κώστα Καραβίδα, από το ΜΟΝΟ #5...

Στο ΜΟΝΟ σκεφτήκαμε ότι θα έπρεπε να τιμήσουμε την αποχώρηση του Γιώργου Παπανδρέου από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ανατρέχοντας στο παρελθόν και δίνοντας υλικό στον ιστορικό του μέλλοντος που θα ασχοληθεί με την περίπτωσή του. Μια ιστορία διδακτική και διασκεδαστική είναι αυτή που θα διαβάσετε στις παρακάτω γραμμές. Μια ιστορία εξόχως διαφωτιστική για το ποιόν του ανδρός, οι χειρισμοί του οποίου, στα δυο χρόνια της πρωθυπουργίας του, οδήγησαν τη χώρα στο Μνημόνιο και την απώλεια εθνικής κυριαρχίας.

Μια φορά κι έναν καιρό, ο μέχρι πρότινος πρωθυπουργός της χώρας Γιώργος Παπανδρέου (ΓΑΠ) είχε βαλθεί να υπερασπιστεί την οικογενειακή τιμή του καταδιώκοντας ένα σοβαρό αριστερό πολιτικό περιοδικό, το Αντί, που είχε τολμήσει να δημοσιεύσει αποκαλυπτικά ρεπορτάζ με κατηγορίες περί χρηματισμού του ίδιου αλλά και του στενού περιβάλλοντος του τότε πρωθυπουργού από τον μεγαλοαπατεώνα της μακρινής εκείνης εποχής, δρ. Γεώργιο Κοσκωτά.
Θυμηθήκαμε λοιπόν και σας παρουσιάζουμε στις επόμενες γραμμές, μια ιστορία στην οποία ο τέως πρωθυπουργός κατείχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του μηνυτή και του τιμητή των ηθών απέναντι σ’ ένα μικρό πολιτικό περιοδικό, που είχε μεγάλη απήχηση, κυρίως τη δεκαετία του ‘80, και είχε συχνά το θράσος να βγάζει γλώσσα. Η υπόθεση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθότι αποδεικνύει περίτρανα και από πολύ νωρίς το ήθος και τις πολιτικές πρακτικές του μετέπειτα πρωθυπουργού, που συστηματικά φρόντιζε να καλλιεργεί την εικόνα του καλού παιδιού, χωρίς ωστόσο οι μέθοδοί του να χαρακτηρίζονται πάντα από ανάλογη καθαρότητα. Το μουστάκι του ΓΑΠ εκείνη τη μακρινή εποχή, όπως μαρτυρούν οι φωτογραφίες, ήταν πιο παχύ, η κόμη του κάπως πλουσιότερη, ενώ παρέμενε σταθερά το ίδιο ευθυτενής και λυγερόκορμος με σήμερα.
Ένα σκληρό πρωτοσέλιδο: «Κυβέρνηση απατεώνων»
Στις 11 Νοεμβρίου 1988 το Αντί κυκλοφόρησε έκτακτη έκδοση με προκλητικό εξώφυλλο και αιχμηρές αναφορές για ευθύνες του πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου και του περιβάλλοντος του στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της περιόδου το Αντί φιλοδόξησε από πλευράς του τύπου να έχει κι αυτό ένα μερίδιο συμβολής στην αποκάλυψη κάποιων από τις πολλαπλές πτυχές του σκανδάλου Κοσκωτά που απλωνόταν τότε στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Τα ρεπορτάζ του περιοδικού στηρίζονταν σε μαρτυρίες στενών συνεργατών του Κοσκωτά αλλά και διάφορων πολιτικών παραγόντων που αργότερα, την ώρα του Ειδικού Δικαστηρίου και όταν το κλίμα είχε μεταστραφεί μεταθέτοντας την Κάθαρση στις ελληνικές καλένδες, ξαφνικά θα δήλωναν ότι «δεν τον ξέρουμε τον κύριο Παπουτσάκη, είναι τρελός»…
Το τεύχος 387 της 11.11.88 ήταν πάντως η κορύφωση της ρητορικής του Αντί απέναντι στον Παπανδρέου και την κυβέρνησή του. Η στροφή του Αντί σε αντιπολιτευτικό προς το ΠΑΣΟΚ έντυπο είχε ήδη ολοκληρωθεί μετά τις εκλογές του 1985, οπότε και εγκατέλειψε τη γραμμή της κριτικής υποστήριξης της Αλλαγής. Το αίτημα της Κάθαρσης είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται στο
δύσοσμο πολιτικό σκηνικό που σπαρασσόταν από τις φοβερές αποκαλύψεις του τύπου για την εμπλοκή κυβερνητικών παραγόντων στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Το Αντί είχε αναλάβει τον δυσβάσταχτο για το μέγεθος του ρόλο υποστήριξης του αιτήματος της Κάθαρσης με κάθε τρόπο, ακόμα και όταν άλλοι εκδοτικοί οργανισμοί άλλαξαν στάση και συντάχτηκαν με τη λογική του «περασμένα-ξεχασμένα». Στα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του περιοδικού αφήνονταν σαφείς υπαινιγμοί εναντίον στελεχών της κυβέρνησης για πλάτες, στραβά μάτια, προκλητική απάτη εις βάρος του δημοσίου, ακόμη και για χρηματισμό. Η κυκλοφορία αυτού του αποκαλυπτικού έκτακτου τεύχους του Αντί υπήρξε περιπετειώδης.
Την επομένη κιόλας άρχισε να εκτυλίσσεται μια πρωτοφανής για τα μεταπολιτευτικά χρονικά κρατική πρακτική κατάπνιξης της ελευθεροτυπίας. Υπηρεσιακοί παράγοντες της κυβέρνησης προέβησαν σε άτυπη κατάσχεση του εντύπου αγοράζοντας μαζικά από τα περίπτερα τα τεύχη του Αντί. Η κατάσχεση αυτή δεν έγινε βέβαια επίσημα, όμως σειρά επώνυμων και ανώνυμων καταγγελιών που έφταναν στο περιοδικό επιβεβαίωναν τη χρήση αυτής της πρακτικής, που παρέπεμπε στις σκοτεινές εποχές της δικτατορίας. Το Αντί αναγκαστικά τυπώθηκε και δεύτερη φορά, για να φτάσει σε περισσότερα χέρια το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του για τα σκάνδαλα. Το περιοδικό έφτασε να κυκλοφορεί σε φωτοαντίγραφα από χέρι σε χέρι ή να διανέμεται προστατευόμενο, διπλωμένο μέσα σε εφημερίδες, από τους περιπτερούχους.
Την επόμενη μέρα της έκτακτης έκδοσης, το Σάββατο 12 Νοεμβρίου 1988, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Μένιος Κουτσόγιωργας, βαλλόμενος πανταχόθεν εκείνη την περίοδο και που λίγο αργότερα απεβίωσε μέσα στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου (1991), κατέθεσε μήνυση σε βάρος του περιοδικού για «συκοφαντική δυσφήμηση». Παράλληλα, ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Πρωτοδικών Ι. Γαβρίλης άσκησε αυτεπάγγελτη δίωξη στο Αντί για «περιύβριση αρχής». Και ενώ τη Δευτέρα 14 Νοεμβρίου το Έθνος δημοσίευε συνέντευξη του περιβόητου Παν. Βακάλη, στενού συνεργάτη του Κοσκωτά, στην οποία αναφερόταν ότι ο ΓΑΠ είχε τις πιο συχνές επαφές με τον Κοσκωτά και ήταν αυτός που ξεκίνησε την κίνηση για τους «νέους επιχειρηματίες» κι έφερε σε επαφή τον Κοσκωτά με τον Μαργέλο, εντούτοις ο ΓΑΠ δεν άσκησε δίωξη στο Έθνος αλλά μόνο στο Αντί. Και ενώ η μήνυση του Κουτσόγιωργα αφορούσε προσωπικά τον εκδότη Παπουτσάκη, ο ΓΑΠ μήνυσε παράλληλα όλη τη συντακτική επιτροπή (Β. Ζήσης, Π. Καφετζής, Γ. Φλώρος), αλλά και τον «Αντήνορα», τον σεβάσμιο και λόγιο δημοσιογράφο και συνεργάτη του Αντί και της Αυγής, Σοφιανό Χρυσοστομίδη!
Προβαίνοντας σε ένα κακόγουστο σόου δηλώσεων ο ΓΑΠ επικαλέστηκε μάλιστα και την παρουσία 24 μαρτύρων υπεράσπισης που όρισε ο ίδιος, μεταξύ των οποίων ο Κύρκος, ο Ανδρουλάκης, ο Σημίτης, ο Γεννηματάς, ο Λαλιώτης, ο Κακλαμάνης, ο Αλευράς, ο Αρσένης, ο Μαγκάκης, ο Φυντανίδης και ο Καραπαναγιώτης! Φυσικά, οι περισσότεροι από τους μάρτυρες δεν ρωτήθηκαν ποτέ αν επιθυμούν να καταθέσουν εναντίον του Αντί και τελικά στον ανακριτή προσήλθαν μόνο οι Τσούρας, Λεβογιάννης, Καζακλάρης και ο δημοσιογράφος Σπ. Λιναρδάτος, ο οποίος μετετράπη όμως σε συνήγορο υπεράσπισης. Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου που είχε κυκλοφορήσει το επίμαχο τεύχος και ενώ οι φήμες έδιναν και έπαιρναν για ενδεχόμενη σύλληψη του Παπουτσάκη, τα γραφεία του περιοδικού πλημμύρισαν με κόσμο και πολιτικούς που ήρθαν για συμπαράσταση, ανάμεσά τους και στελέχη του ΠΑΣΟΚ που διατηρούσαν ακόμα καλές σχέσεις με το περιοδικό, όπως ο Γεννηματάς, ο Μαγκάκης, ο Λαλιώτης, ο Πάγκαλος κ.ά.
Μια δίκη που συνεχώς αναβαλλόταν
Στη δίκη που ορίστηκε μετά από σκόπιμες αναβολές στις 14.9.89 ο ΓΑΠ δεν προσήλθε. Την προηγούμενη μέρα έκανε βέβαια τη θεαματική εμφάνισή του στο Φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ μιλώντας για την παιδεία του μέλλοντος, αλλά τη μέρα της δίκης επικαλέστηκε ανειλημμένες υποχρεώσεις. Εν τω μεταξύ η προεκλογική περίοδος της δεύτερης από τις τρείς τελικά αναμετρήσεις του ‘89-’90 βρισκόταν σε εξέλιξη και η κυκλοφορία του περιοδικού είχε φτάσει στα ύψη με πωλήσεις κατά μέσο όρο 30.000 τευχών, έναντι 12.000 το 1988! Ο συνήγορος του ΓΑΠ ζήτησε αναβολή της δίκης. Πράγματι η δίκη ορίστηκε για τις 14 Νοέμβρη, δηλαδή μία εβδομάδα μετά τις εκλογές. Έτσι, ο ΓΑΠ κέρδισε πολύτιμο χρόνο ενώ μέχρι τις εκλογές θα μπορούσε να επικαλείται το επιχείρημα ότι μήνυσε τους συκοφάντες του και άρα είναι καθαρός. Παράλληλα επιδίωκε να στιγματίσει το ενοχλητικό Αντί με
τη ρετσινιά του υπόδικου. Να σημειωθεί ότι τις μέρες εκείνες, το Σάββατο 16.9.1989 ο ΓΑΠ παντρευόταν τη δεύτερη σύζυγό του Άντα Παπαπάνου στο Καλέντζι της Αχαΐας. Φυσικά στο δικαστήριο που προκάλεσε ο ίδιος δεν μπήκε στον κόπο να εμφανισθεί. Την ίδια τακτική-κρυφτούλι κράτησε και ο Μένιος Κουτσόγιωργας.
Η επόμενη δικάσιμος ορίστηκε για τις 13 Νοεμβρίου, οχτώ μέρες μετά τις νέες εκλογές, στο Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Ο ΓΑΠ ζήτησε αυτή τη φορά να μην συνεκδικασθούν οι δυο υποθέσεις για να μην ταυτιστεί ο ίδιος με τον Μένιο Κουτσόγιωργα. Οι κατηγορίες εις βάρος του Μένιου είχαν αρχίσει να γίνονται συντριπτικές, ενώ είχε απομονωθεί μέσα στο ΠΑΣΟΚ που ανα- κάλυψε τότε στο πρόσωπό του τον αποδιοπομπαίο τράγο που θα φορτωνόταν με τραγικό τρόπο όλες τις αμαρτίες της πασοκικής διακυβέρνησης. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στις 14 Νοέμβρη βούιζαν ότι ο ΓΑΠ αποκηρύσσει τον Μένιο, σημειώνοντας εμφατικά την οπορτουνιστική μεταλλαγή της στάσης του.
Στο τέλος ο ΓΑΠ αποσύρει τη μήνυση
Τελικά, οι μηνύσεις των ΓΑΠ και Μένιου κατά του Αντί εκδικάστηκαν στις 25.4.1990, πάλι λίγες μέρες μετά τις νέες εκλογές. Την
ημέρα εκείνη των εκλογών (9/4/1990) η ΝΔ του Μητσοτάκη κατήγαγε μεγάλη νίκη και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση (με
τη συνδρομή του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Κατσίκη), ενώ την ίδια μέρα γεννιόταν και η κόρη του ΓΑΠ Μαργαρίτα-Έλενα.
Ο ΓΑΠ, φρέσκος πατέρας, λίγες μέρες μετά εμφανίστηκε αεράτος στο δικαστήριο. Εκεί όμως γρήγορα στριμώχτηκε έχοντας απέναντί του τον Νίκο Κωνσταντόπουλο ως συνήγορο υπεράσπισης του Αντί. Επί 6 ώρες εξεταζόταν από τους συνηγόρους και τους δικαστές. Η βασική του προσπάθεια ήταν να διαχωρίσει τη θέση του από τον Κουτσόγιωργα. Στο ρεπορτάζ του Αντί της 11.11.88 αναφερόταν ότι ο ΓΑΠ όταν έλαβε από τον Μένιο Κουτσόγιωργα ένα έγγραφο της Μέριλ Λήντς με δήλωση λογαριασμού της Τράπεζας Κρήτης στο τέλος του οποίου αναγραφόταν το όνομά του και το ποσό των 2.300.000 δολαρίων, αμέσως δήλωσε ότι είναι πλαστογραφημένο και κατηγόρησε τον Κοσκωτά ως εκβιαστή της κυβέρνησης.
Η δύσκολη στιγμή του ΓΑΠ στο δικαστήριο ήταν όταν δεν μπόρεσε να εξηγήσει με τεκμηριωμένο τρόπο γιατί δεν αντέδρασε αμέσως όταν του δόθηκε η επιστολή της Μέριλ Λήντς, αλλά ανέθεσε σε δικηγόρο του στη Νέα Υόρκη να ερευνήσει αν έχει λογαριασμούς στις ΗΠΑ. Φυσικά οι κατηγορίες αυτές αργότερα, όπως και πολλές άλλες, δεν τεκμηριώθηκαν επαρκώς και χάθηκαν σαν έπεα πτερόεντα. Στην κατάθεσή του ο ΓΑΠ δεν εξήγησε επίσης γιατί δεν μήνυσε και άλλα έντυπα, όπως το Έθνος, που επίσης άφηναν σαφείς υπαινιγμούς εις βάρος του. Συστηματικά αρνήθηκε τις όποιες επαφές με τον Κοσκωτά, τον οποίο όπως είπε τον συνάντησε μόνο δυο-τρείς φορές «υπηρεσιακά».
Η υπεράσπιση του Αντί διά στόματος Κωνσταντόπουλου εξέφρασε τη θέση ότι το περιοδικό άσκησε τη δημοσιογραφική του υποχρέωση, κάνοντας αυστηρή κριτική και έλεγχο σε μια υπόθεση που μόλις τότε είχε αρχίσει να ταλαιπωρεί την πολιτική ζωή του τόπου. Η αναφορά στο όνομα ΓΑΠ δεν έγινε για να θιγεί η τιμή και η υπόληψή του, αλλά ενείχε, σύμφωνα με την υπεράσπιση, πρόθεση πολιτικής κριτικής. Τότε ξαφνικά, με μια θεαματική κωλοτούμπα, ο ΓΑΠ, αρπάχτηκε από αυτή την αποστροφή της ομιλίας του συνηγόρου και δήλωσε ότι αρκείται στη διευκρίνιση και ανακαλεί την έγκλησή του, πράγμα που δέχτηκαν ασμένως οι κατηγορούμενοι και το Δικαστήριο αποφάσισε την παύση της ποινικής δίωξης.
Λίγο πριν ολοκληρωθεί όμως η διαδικασία ο ΓΑΠ ζήτησε να εκφραστεί η λύπη των κατηγορουμένων προς τον μηνυτή τους, γεγονός που θα σήμαινε έμπρακτη ανάκληση του δημοσιεύματος και του ρεπορτάζ. Ο εκδότης του Αντί Χρήστος Παπουτσάκης δήλωσε απερίφραστα ότι «καμιά λύπη δεν εκφράζω όταν κάνω τη δουλειά μου για να ασκήσω κριτική και έλεγχο». Ο εισαγγελέας της έδρας αρκέστηκε απευθυνόμενος στον Παπουτσάκη να δηλώσει: «κύριε κατηγορούμενε σας τιμά η παρρησία σας»!
Ο ΓΑΠ αποχώρησε σκεφτικός και λυπημένος για το ατυχές αλλά ασήμαντο πια περιστατικό. Οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις είχαν παρέλθει, η ΝΔ είχε ήδη ανάψει φώτα ότι δεν σκοπεύει να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο, ο τύπος είχε ήδη μεταστραφεί πάλι σε υπερασπιστή του Ανδρέα Παπανδρέου. Το Αντί έμεινε πιστό μέχρι τέλους και εμμονικά στη γραμμή της Κάθαρσης και της αποκάλυψης σκανδάλων, απώλεσε 20.000 αναγνώστες μέσα σε λίγους μήνες και έκτοτε παρέμεινε ένα μικρό ζιζάνιο στα μάτια του συστήματος εξουσίας.
Σήμερα που το Αντί και ο εκδότης του δεν υπάρχουν στη ζωή, ο ΓΑΠ ολοκληρώνει μια πολιτική σταδιοδρομία, για την οποία ο ιστορικός του μέλλοντος μάλλον θα πρέπει να αναζητήσει πολλαπλές πηγές και σίγουρα θα δυσκολευτεί πολύ στην ερμηνεία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων