Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Η αντεγκληματική πολιτική της Χρυσής Αυγής...

Δεν περνάει μέρα που να μη μάθουμε για μια επίθεση με χαρακτηριστικά ρατσιστικής βίας. Και αν δε μπορούμε σε κάθε περίπτωση να αποδείξουμε ότι πίσω τους βρίσκονται μέλη της Χρυσής Αυγής, μπορούμε ωστόσο να αντιληφθούμε τη σχέση ανάμεσα στη ραγδαία αύξηση των επιθέσεων και την εκλογική της άνοδο, τις φασιστικές της επιθέσεις σε βουλευτές, την οργάνωση ταγμάτων εφόδου.
Από τους πυρήνες της που δρουν στα σχολεία, τις οργανωμένες περιπολίες της, ως τους βουλευτές της που ακολουθούν δίνοντας στηρίγματα νομιμότητας σε συγκεντρώσεις όπως αυτή της Κορίνθου, παρατηρούμε πως μία ολόκληρη οργάνωση, ένα πολιτικό κόμμα που καθημερινά κερδίζει χώρο, έχει στηθεί (κυρίως) χάρη στην πολεμική του απέναντι σε ένα υποκείμενο - το μετανάστη. Η πρακτική αυτή, ωστόσο, ξεπερνά τα όρια της μισαλλόδοξης βίας: μοιάζει περισσότερο με μια διαδικασία τιμωρίας. Εγκληματοποίησης δηλαδή της ιθαγένειας, κατά κύριο λόγο, αλλά και της ομοφυλοφιλίας, του φεμινισμού και της συμμετοχής στα κοινωνικά κινήματα.
Παράλληλα, όμως, με την τιμωρητική δράση της Χρυσής Αυγής διαμορφώνονται και τα έννομα αγαθά που οφείλουν να προστατευθούν. Ως έρεισμα για τις επιθέσεις των χρυσαυγιτών έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί η σχέση των θυμάτων με την παρανομία, η παράβαση ενός νόμου ακόμα πιο ιερού, του νόμου του αίματος, η προσβολή του ανδρισμού του ελληνικού γένους, ο κίνδυνος για την εθνική οικονομία αλλά και ο κίνδυνος διακοπής της ιστορικής συνέχειας της χώρας.
Θέλοντας να πάρει το νόμο στα χέρια της, να αποκαταστήσει την αδικία, η Χρυσή Αυγή στην ουσία αντικαθιστά το νόμο με το δικό της σύστημα αξιών, το οποίο μάλιστα συχνά βρίσκεται εκτός νόμου. Το δίκαιο που έχει διαμορφώσει επικαλείται την υπεράσπιση της νομιμότητας και ταυτόχρονα την παραβιάζει. Και η παραβατικότητα αυτή (των ίδιων των αγαθών που δικαιολογούν τη χρυσαυγήτικη τιμωρία) καλύπτεται πίσω από την επίκληση μιας αόριστης νομιμότητας και την πιθανή παραβατικότητα όσων υφίστανται τη βία: των «λάθρο»-μεταναστών, των μικροπωλητών του «παρά»-εμπορίου.
Τα αυτο-αναιρούμενα έννομα αγαθά που η Χρυσή Αυγή έχει αναλάβει να υπερασπιστεί είναι προσδιοριστικά της εικόνας της πατρίδας που η ίδια θέλει να διαμορφώσει. Είναι η αυτάρκεια, η ομοιογένεια, η αποκλειστικότητα, η καθαρότητα, η γενναιότητα μίας πειθαρχημένης Ελλάδας. Την ίδια μάλιστα στιγμή που η προσβολή των αγαθών αυτών τοποθετεί κάποιον στη θέση του κατηγορούμενου, η υπεράσπισή τους (με οποιοδήποτε κόστος) χαρίζει αμνηστία. Παραδείγματα μπορούν να ληφθούν ακόμη και από την κοινοβουλευτική της ομάδα με τη Θέμιδα Σκορδέλη και τον Ηλία Κασιδιάρη να αποτελούν περιπτώσεις δικαιολογημένης βίας, άρσης δηλαδή του αδίκου.
Ως προς τον κατασταλτικό της μηχανισμό, η Χρυσή Αυγή φαίνεται να έχει διδαχθεί από εκείνον που τη συντήρησε όσα χρόνια ήταν απονομιμοποιημένη στη συνείδηση της κοινωνίας, από το κράτος. Η σχέση αυτή αποκρυσταλλώνεται στη μίμηση αστυνομικών και στρατιωτικών πρακτικών για τις ανάγκες της υπεράσπισης των αγαθών του συνδέσμου, όπως στις οργανωμένες μοτοπορείες, στις ομάδες κρούσεις που περιπολούν τον Άγιο Παντελεήμονα, ακόμα και στην πειθαρχία και τον εξοπλισμό των μελών του κόμματος. Η σύνδεση όμως αυτή πρέπει να παραμείνει κρυφή για να μην αλλοιωθεί η φυσιογνωμία του χώρου και αμφισβητηθεί η αποτελεσματικότητα της τιμωρίας που έχει αναλάβει.
Αναγκαία είναι λοιπόν η δημιουργία μία εικόνας σύγκρουσης με τη μέχρι πρότινος τροφό, και αυτό απαιτεί τη «μάχη» των χρυσαυγιτών με τα ΜΑΤ στην Κόρινθο, τη διαβεβαίωση ότι τα κοντάρια τους θα είναι απέναντι στην αστυνομία στην ψήφιση του τρίτου μνημονίου, αλλά και τη διαρκή υπενθύμιση των διωκόμενων από τις αρχές ηρώων του συνδέσμου. Εντός και εκτός κράτους, τιμωρός και θύμα της τιμωρίας, η υβριδική μορφή της Χρυσής Αυγής αποτελεί έναν από τους λόγους αμηχανίας της αριστεράς.
Η τελευταία μάλιστα παραμένει εγκλωβισμένη μέσα στη ρητορική της ακροδεξιάς. Επιμένει σε μία υπερασπιστική αντίληψη που κινείται γύρω από τα παραβατικά πρόσωπα, μπαίνοντας έτσι στο χώρο που ο λόγος της Χρυσής Αυγής είναι ηγεμονικός, περιοριζόμενη ταυτόχρονα σε ανθρωπιστική ηττοπάθεια. Επιπλέον, η αμυντική επίκληση θεμελιωδών (και αόριστων) αξιών της αριστεράς, που δεν μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτές χωρίς υλικό παράδειγμα «ηττάται» όταν βρίσκει απέναντι της μία αντεγκληματική πολιτική εφαρμοσμένη στο δρόμο.
Γι’ αυτούς τους λόγους ίσως η πιο αποτελεσματική απάντηση να είναι η μεταφορά της συζήτησης από τα εγκληματικά υποκείμενα στην εγκληματογόνο συνθήκη. Με άλλα λόγια, αντί η αριστερά να μιλάει από θέση άμυνας για το μετανάστη, ίσως να πρέπει να κάνει λόγο για τη φτώχεια, την ανεργία, τη διαρκώς αυξανόμενη εξαθλίωση, που οδηγεί ντόπιους και ξένους εκτός νόμου, για μία κοινωνία που οδηγείται στα όριά της. Με τον τρόπο αυτό, ο υπερασπιστικός λόγος εστιάζει σε μία κοινωνική πραγματικότητα που όλοι βιώνουν. Η κοινωνική αποδιοργάνωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο της αριστεράς ακριβώς χάρη στα χειροπιαστά της αποτελέσματα. Ξεπερνώντας έτσι για μια στιγμή το λόγο που στρέφεται γύρω από τον εγκληματία και θέτοντας το ερώτημα ποιος κάνει τον εγκληματία, η αριστερά μπορεί να αποκρούσει τη φασιστική ρητορεία.
Όσον αφορά τη «δισυπόστατη» φύση της Χρυσής Αυγής, η απαίτηση να τεθεί εκτός νόμου δεν αρκεί πλέον. Την ίδια στιγμή που αυτή είναι στο μεταίχμιο της νομιμότητας, ο Ξένιος Δίας, ένα πογκρόμ που ξεπερνάει κατά πολύ τις οργανωτικές δυνατότητές της ακροδεξιάς, είναι κυρίαρχη κρατική πολιτική. Το ίδιο και οι μαζικές απελάσεις, ο φράχτης στον Έβρο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα όρια, λοιπόν, της δραστικότητας του συνθήματος «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα» φαίνονται από την ίδια τη νομιμότητα. Γιατί η ικανότητα της Χρυσής Αυγής να παίζει σε δύο ταμπλό δείχνει ότι τα ταμπλό έχουν αρχίσει να μοιάζουν επικίνδυνα μεταξύ τους και ότι η ελληνική κοινωνία έχει πλέον να αντιμετωπίσει μία διπλή απειλή: Την Ελλάδα των νοσταλγών και το όραμα των τεχνοκρατών, το φασισμό με το μαίανδρο και τον αυταρχισμό με το εθνόσημο, το ζυγό και το στάχυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων