Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

ποια δημόσια τηλεόραση θέλουμε, για ποιους πολίτες;

 Κουλτούρα και ιδεολογία στην Ε.Ρ.Τ.:  υποκριτικές γενικεύσεις και λαϊκή Δεξιά
Δεν κοιτάζουμε την τηλεόραση. Η τηλεόραση μας κοιτάζει.  Το βλέμμα της, «ποιοτικό» ή μη, έχει αναλάβει να μας ακινητοποιήσει.
Χρήστος Βακαλόπουλος
Η δημόσια συζήτηση για την Ε.Ρ.Τ. κινείται αποπροσανατολιστικά στον αστερισμό της γενίκευσης. Η διελκυστίνδα ανάμεσα στην «αμαρτωλή» και την «ποιοτική» Ε.Ρ.Τ. θολώνει τα νερά και μεταφέρει τον διάλογο σε άγονες περιοχές.
Το αυταρχικό κλείσιμο της δημόσιας τηλεόρασης, του κατεξοχήν δηλαδή εικονοποιητικού, και άρα φορτισμένου με ειδικό συμβολικό βάρος, μοχλού αναπαραγωγής των κυρίαρχων ιδεολογικών μορφών και των επίσημων αφηγήσεων για το εθνικό παρόν και το παρελθόν, παραπέμπει σε ιδιοκτησιακή αντίληψη για το κράτος και τον πολιτισμό. Η κυβέρνηση, υποτιμώντας τον υψηλό βαθμό πίστης της ελληνικής κοινωνίας στις συμβολικές μορφές του πραγματικού, στάση που απελευθέρωσε τη δυναμική του κινήματος υπεράσπισης της Ε.Ρ.Τ., επιχειρεί να αξιοποιήσει τη δημόσια τηλεόραση ως μηχανισμό ιδεολογικής επιτήρησης της κουλτούρας και ελέγχου της εξουσίας, αφού αδυνατεί λόγω άγνοιας και ανικανότητας να τη διαχειριστεί ως μηχανισμό αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Η κοινοτοπία της «ποιοτικής» Ε.Ρ.Τ.
Απέναντι σε αυτή τη βιοπολιτική πραγματικότητα, όσοι αντιστρατεύονται τις αυταρχικές μεθόδους δεν κατάφεραν να κρύψουν την αμηχανία τους στην προσπάθεια να συγκροτήσουν λόγο εναντίον της αντιδημοκρατικής εκτροπής των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Το κίνημα υπεράσπισης της ανοιχτής και δημοκρατικής δημόσιας τηλεόρασης που αναπτύχθηκε τις τελευταίες μέρες έθεσε στο επίκεντρο την ποιότητα των πολιτιστικών προγραμμάτων και γενικότερα των πολιτιστικών πολιτικών και των δημόσιων φορέων που λειτουργούν υπό την εποπτεία της Ε.Ρ.Τ. Έτσι, ακούσαμε συχνά, τόσο από τον καλλιτεχνικό όσο και από τον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο, θερμούς και συναισθηματικούς λόγους υπεράσπισης των εκπομπών λόγου, τέχνης και ιστορίας, των ντοκιμαντέρ, του Β΄ και του Γ΄ Προγράμματος Ραδιοφωνίας, του κοσμοπολίτικου KOSMOS, του οπτικοακουστικού Αρχείου, της Φωνής της Ελλάδας αλλά και των Ορχηστρών της Ε.Ρ.Τ., του καναλιού της Βουλής κ.λπ. Ενός πολύπλευρου δηλαδή θύλακου συλλογής και διαφύλαξης της πολιτιστικής μνήμης που αποτελεί ταυτόχρονα ιδεολογική κιβωτό του νεότερου ελληνισμού.
Ο κοινότοπος όμως λόγος των επιχειρημάτων γύρω από την υποστήριξη της υψηλής ποιοτικής στάθμης της Ε.Ρ.Τ. φαίνεται να αγνοεί τη συνολικά θολή εικόνα που αυτή εκπέμπει στο πεδίο της κουλτούρας και της ιδεολογίας. Έτσι, η αυτονόητη υπεράσπιση μιας ανοιχτής, δημόσιας, δημοκρατικής, αξιοκρατικής και πλουραλιστικής δημόσιας τηλεόρασης γίνεται ασθενέστερη όταν αναπαράγεται άκριτα στην επιχειρηματολογία το ανεπαρκές κλισέ της πολιτιστικής υπεροχής της Ε.Ρ.Τ. στο πέλαγος της τηλεοπτικής κακογουστιάς.
Το βασικό επιχείρημα όσων υπεραμύνονται του πολιτιστικού προσώπου της Ε.Ρ.Τ είναι ότι ο ρόλος της δημόσιας τηλεόρασης έχει τον εθνικό χαρακτήρα της διάσωσης και διάδοσης της συλλογικής μνήμης, όπως ακριβώς συμβαίνει με την Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο, την Εθνική Λυρική Σκηνή, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης κ.λπ. Όμως η Ε.Ρ.Τ. δεν είναι ένας οποιοσδήποτε δημόσιος πολιτιστικός οργανισμός, πόσο μάλλον Δ.Ε.Κ.Ο. Η θεμελιώδης διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι, σε σύγκριση με τους άλλους εθνικούς φορείς, η Ε.Ρ.Τ. βρίσκεται να μονοπωλεί, όσον αφορά τον πολιτισμό, τη διαμεσολαβητική σχέση της τηλεόρασης με το κοινό, αφού στα ιδιωτικά κανάλια, τις σπάνιες φορές που γίνεται ευδιάκριτος, ο πολιτισμός ταυτίζεται με δράσεις σωματείων και ιδρυμάτων που ανήκουν στον όμιλο του καναλάρχη. Συνεπώς, οφείλουμε με την Ε.Ρ.Τ. να είμαστε απαιτητικότεροι, αυστηρότεροι και να περιμένουμε μεγαλύτερη τόλμη.

Ιδεολογικό συνονθύλευμα χωρίς αιχμή και στίγμα
Το γεγονός ότι η ιδιωτική τηλεόραση εκφράζει όλο το άθλιο και κακόγουστο σκουπιδολόι δεν καθιστά αυτομάτως την Ε.Ρ.Τ. καλύτερη ή τουλάχιστον δεν της εξασφαλίζει εχέγγυα ποιότητας. Η βασικότερη αδυναμία της πολιτιστικής Ε.Ρ.Τ. βρισκόταν στο ότι, παρά τις επιμέρους καλές εκπομπές της, τη χαρακτήριζε μια διαλυτική ιδεολογική ετερογένεια χωρίς στίγμα, καθώς συνυπήρχαν στο εσωτερικό της όχι απλώς ανομοιογενή προγράμματα αλλά μια «αισθητική» των δημοσίων σχέσεων με μια «ποιοτική» σοβαροφάνεια που δεν ερέθιζε, δεν εξέπληττε, δεν ξεσήκωνε, δεν ενθουσίαζε, δεν προκαλούσε ούτε καν ερμήνευε. Αντιθέτως, το πρόγραμμά της, από συνολική σκοπιά ιδωμένο, δεν κατόρθωσε ποτέ να αποτελέσει μια συνολική πρόταση πολιτισμού. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, η «ποιοτική» Ε.Ρ.Τ. ήταν πάντα ένα συνονθύλευμα χωρίς αιχμή και άποψη, όπου το Αρχονταρίκι συνυπήρχε με το Παρασκήνιο, οι στρατιωτικές παρελάσεις με τα σοβαρά ντοκιμαντέρ, η Γιουροβίζιον με τον Γιώργο Μυλωνά και τη Δόμνα Σαμίου, το Στην Υγειά μας με το Ριμέικ και το Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα, τα Προσωπικά της Έλενας Κατρίτση με τα Βιβλία στο κουτί, η Τόλμη και γοητεία με τον Πύργο του Ντάουντον, η Βίκυ Φλέσσα και η Μπήλιω Τσουκαλά με τον Εξάντα και τη Μηχανή του χρόνου, οι Βοσκοί του Παπατάκη με τον Παπαφλέσσα του Τζέιμς Πάρις.
Το μείγμα πάντα έβγαζε ισχυρές δόσεις παράδοσης, θρησκείας, ελληνοκεντρικής αυταρέσκειας, εθνικής αρετής και τόλμης. Η Ε.Ρ.Τ. σπανίως, στις πολιτιστικές της εκπομπές, αναμετριόταν με το παρόν. Η αντίληψή της για την κουλτούρα έβαζε τον πολιτισμό σε θέση μουσειακού εκθέματος, μετατρέποντας την «ποιότητα» σε νεκρό γράμμα, καθώς συχνά συνοδευόταν από ακαδημαϊσμό και προκαλούσε ανία και βαθιά χασμουρητά, θυμίζοντας τη σχολική αντίληψη περί πολιτισμού. Η Ε.Ρ.Τ. δεν δημιούργησε το κοινό της ούτε διαμόρφωσε γούστο. Παρήγαγε συχνά μια εγκυκλοπαιδική κουλτούρα εκπαιδευτικής τηλεόρασης, όπου η ποιότητα ταυτιζόταν με τη σοβαροφάνεια και απ’ όπου εξέλιπε η αμεσότητα και η επικοινωνιακότητα. Παρότι έμεινε σχετικά αμόλυντη από την κουλτούρα του λάιφσταϊλ, υπήρξε εξίσου εχθρική απέναντι λ.χ. σε όλες τις ζωντανές και καλόγουστες εκδοχές του ποπ. Οι ποιοτικές εκπομπές, παρά την αναμφισβήτητη αξιοσύνη των συντελεστών τους και τη συνεισφορά τους στον πολιτισμό, αποτέλεσαν εντέλει το άλλοθι που μπορούσε να σκεπάζει συντηρητικές δομές δεκαετιών, που ακουμπούσαν τους ιδρυτικούς στόχους της τηλεόρασης της επταετίας (1967-1974). Το τηλεοπτικό κιτς που εγκαινίασε η χούντα διαχύθηκε ως περιεχόμενο στα ιδιωτικά κανάλια και διατηρήθηκε ως δομή στην Ε.Ρ.Τ. Οι όποιες, αρκετές και σοβαρές, ανανεωτικές απόπειρες, όπου δεν πνίγονταν, φιλτράρονταν στην ανέγγιχτη από τις κυβερνήσεις γραφειοκρατική κρησάρα.

Πέρα από την πολιτική της ντουντούκας
Και ο Σαμαράς τι καταλαβαίνει απ’ όλα αυτά; Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι δεν είναι τώρα η ώρα για μια συνολικότερη και συστηματικότερη κριτική των κακώς κειμένων της Ε.Ρ.Τ. Δεν συμφωνώ. Από την ποιότητα και τις επεξεργασίες που θα περιέχει ο υπερασπιστικός λόγος της Ε.Ρ.Τ. ως δημόσιου αγαθού θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η αντοχή του κινήματος υποστήριξής της. Κατά τ’ άλλα, ο Σίμος Κεδίκογλου, ως πολιτικός προϊστάμενος, αποτελεί ο ίδιος, με το κίτρινο βιογραφικό του, εγγύηση για τις κατευθύνσεις που θα έχει το όποιο νέο σχήμα θα εισηγηθεί η κυβέρνηση Σαμαρά. Ο ίδιος συμβολίζει την παραδοσιακή υποκρισία της λαϊκής Δεξιάς, που δεν μπορεί να σταθεί άξια κληρονόμος ούτε των καλών στιγμών της συντηρητικής ή φιλελεύθερης αντίληψης για τον πολιτισμό.
Η δεδηλωμένη πρωθυπουργική πρόθεση για επαναλειτουργία της Ε.Ρ.Τ. με νέους όρους και προφανώς με νέο περιεχόμενο, επιβάλλει μεγαλύτερη ετοιμότητα θέσεων και αναλύσεων από αυτή που μέχρι σήμερα έχουν επιδείξει όλοι οι κομματικοί φορείς. Πέρα από το άμεσο της ανάγκης να μείνει ανοιχτή η Ε.Ρ.Τ., υπάρχει και το μακροπρόθεσμο ερώτημα που θα γίνει επείγον: Ποια δημόσια τηλεόραση θέλουμε, για ποιους πολίτες; Οι δυνατότητες διοχέτευσης του πολιτισμού στη δημόσια σφαίρα μέσω της Ε.Ρ.Τ. είναι μοναδικές, αλλά προϋποθέτουν σκέψη, όραμα, τόλμη και ευαισθησία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων