Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες-ζόμπι...

του Ντανιέλ Γκρο, απο την Προδευτικη Πολιτικη...

©Project Syndicate
Τι πάει στραβά στις ευρωπαϊκές τράπεζες; Η σύντομη απάντηση είναι πως ο κλάδος είναι πολύ εκτεταμένος, διαθέτει πολύ λίγα κεφάλαια και περιλαμβάνει πολλούς παίκτες χωρίς βιώσιμη μακροπρόθεσμη στρατηγική. Αλλά είναι ο συνδυασμός των τελευταίων δύο παραγόντων -υπεραφθονία τραπεζών χωρίς δυνατότητα κερδοφορίας- που είναι το σοβαρότερο και πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα. Το μέγεθος του τομέα είναι επίσης παράγων ανησυχίας, καθώς με ενεργητικό ίσο με το 250% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, κάθε μείζον πρόβλημα στις τράπεζες θα μπορούσε να κλυδωνίσει σοβαρά τα δημόσια οικονομικά. Κοντολογίς, ο τραπεζικός τομέας στην Ευρώπη ίσως να είναι... πολύ μεγάλος για να διασωθεί.

Η υστέρηση στην κεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών θα μπορούσε να θεραπευτεί με διεύρυνση του μετοχικού τους κεφαλαίου. Αλλά όσο μεγαλύτερος είναι ο τραπεζικός τομέας, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνει αυτό. Εξάλλου δεν είναι πολύ λογικό να επενδύεις κεφάλαια σε τράπεζες που δεν είναι δυνατό να έχουν κερδοφορία στο ορατό μέλλον.

Οι δυσκολίες της νοτίου Ευρώπης είναι πασίγνωστες, αλλά διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα.

Στην Ισπανία, οι τράπεζες εξέδωσαν τριακονταετή ενυπόθηκα δάνεια με επιτόκιο ίσο με διατραπεζικούς δείκτες σαν το «γιούριμπορ», με μικρή δυνατότητα διακύμανσης (συχνά λιγότερο από 100 μονάδες βάσης) για ολόκληρη την περίοδο εξόφλησης του δανείου. Αυτό το μοντέλο απέδιδε κέρδη για όσο καιρό οι ισπανικές τράπεζες μπορούσαν να κεφαλαιοποιούνται εξ ιδίων με σπρεντ μικρότερο των 100 μονάδων. Αλλά σήμερα οι ισπανικές τράπεζες -ιδίως οι πιο εκτεθειμένες στον εσωτερικό ενυπόθηκο δανεισμό- καλούνται να καταβάλλουν πολύ ψηλότερα επιτόκια για να βρουν νέα κεφάλαια. Πολλές ισπανικές τράπεζες ως εκ τούτου εξακολουθούν να επιβιώνουν λόγω της κεφαλαιοποίησής τους με χαριστικούς όρους από την «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ). Αλλά η εξάρτηση από την συμπαράσταση μιας φτηνής κεντρικής τράπεζας δεν αποτελεί βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο.
Στην Ιταλία, τα προβλήματα προέρχονται από το συνεχιζόμενο δανεισμό των εγχωρίων επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων (ΜΜΕ), ενώ το ΑΕΠ έχει βαλτώσει. Ακόμα και πριν το ξέσπασμα της κρίσης της ευρωζώνης το 2010, η κερδοφορία των κεφαλαιακών επενδύσεων στην Ιταλία ήταν σχεδόν μηδενικό. Η πρόσφατη ύφεση έφερε στο φως αυτή τη χαμηλή παραγωγικότητα, ενώ η χρεοκοπία πολλών ΜΜΕ προκαλούσε μεγάλες απώλειες στις τράπεζες, την ώρα ακριβώς που το κόστος χρηματοδότησής τους αύξαινε δραματικά. Είναι άρα δύσκολο να δει κανείς τις ιταλικές τράπεζες να επιστρέφουν στην κερδοφορία (και τη χώρα στην ανάπτυξη) -εκτός αν αλλάξει δραστικά η τοποθέτηση των κεφαλαίων.

Αλλά προβλήματα υπάρχουν και βορείως των 'Αλπεων. Στη Γερμανία, οι τράπεζες ουσιαστικά έχουν εκμηδενίσει  τις αποδόσεις των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων που έχουν καταθέσει στην ΕΚΤ. Από την άλλη όμως, το κόστος της κεφαλαιοποίησής τους δεν είναι μηδενικό. Οι γερμανικές τράπεζες μπορεί να εκδίδουν ομόλογα με πολύ μικρά επιτόκιά, που πάντως είναι ψηλότερα από όσα εισπράττουν από την ΕΚΤ. Επιπλέον, είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ένα εκτεταμένο -άρα δαπανηρό- εσωτερικό δίκτυο υποκαταστημάτων, προκειμένου να συλλέγουν καταθέσεις από τις οποίες δεν κερδίζουν.

Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα, ορισμένες τράπεζες είναι υγιέστερες από άλλες, ακριβώς όπως κάποιες θα αντεπεξέρθουν καλύτερα από άλλες στις αρνητικές εξελίξεις. Είναι άρα σημαντικό να αναλύουμε τις δυσκολίες της κάθε τράπεζας ξεχωριστά. Αλλά είναι σαφές πως σε ένα περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης, χαμηλών επιτοκίων και υψηλού ρίσκου ασφάλιστρα, πολλές τράπεζες θα κληθούν να δώσουν μάχη για την επιβίωσή τους.

Δυστυχώς, η λύση του προβλήματος δεν μπορεί να αφεθεί στις αγορές. Μια μη βιώσιμη τράπεζα δεν βουλιάζει σταδιακά, ως ότου εξαφανιστεί. Η χρηματιστηριακή αξία της μπορεί να εκμηδενίζεται την ίδια ώρα που οι πελάτες της θα παραμένουν εντελώς αδαείς για τις δυσκολίες της. 'Αλλοι δανειστές της μπορεί να συνεχίζουν να τη δανειοδοτούν διότι προεξοφλούν πως ό,τι κι αν γίνει στο τέλος, πριν χρεοκοπήσει θα επέμβουν οι αρχές, είτε δίδοντάς της έκτακτη βοήθεια, είτε κανονίζοντας τη συγχώνευσή της με έναν άλλο υγιέστερο οργανισμό. Οι πρόσφατοι λεονταρισμοί των αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) περί «κουρέματος» των καταθέσεων δεν εντυπωσίασαν ιδιαίτερα τις αγορές, αν μη τι άλλο διότι οι υποτιθέμενοι νέοι κανονισμοί που θα επιτρέπουν την επιβάρυνση των επενδυτών δεν θα τεθούν σε λειτουργία πριν το... 2018.

Όσον αφορά την επίβλεψη των τραπεζών, από του χρόνου η ΕΚΤ θα αξιολογήσει τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Αλλά δεν θα μπορεί να αξιολογήσει τη βιωσιμότητα των μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών τους σχεδίων. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες τους θα αντισταθούν ως εσχάτων σε κάθε απόπειρα μείωσης της εξουσίας τους· και οι κρατικές αρχές δεν πρόκειται να παραδεχθούν δημοσίως πως οι «εθνικοί πρωταθλητές» τους δεν είναι καν βιώσιμοι οικονομικά.

Η διατήρηση ενός αδύναμου τραπεζικού συστήματος στη ζωή έχει μεγάλο οικονομικό κόστος. Οι τράπεζες με μικρή κεφαλαιοποίηση και χωρίς βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο, τείνουν να συνεχίζουν να δανείζουν τους υφιστάμενους πελάτες τους ακόμα και με επισφαλή δάνεια, ενώ περικόπτουν το δανεισμό σε νέες επιχειρήσεις ή σε καινοτόμα σχέδια. Η κακή τοποθέτηση του κεφαλαίου υπονομεύει τις προοπτικές ανάκαμψης και θολώνει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές.

Το δέον γενέσθαι είναι αρκετά σαφές: το μεγαλύτερο μέρος του κλάδου χρειάζεται να ανακεφαλαιοποιηθεί, με παράλληλη αναδιάρθρωση εκείνων των τμημάτων του που δεν διαθέτουν βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί στο προσεχές μέλλον. Ατυχώς, μέχρι να αποφασίσει να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση, η Ευρώπη δεν προβλέπεται να ανακάμψει πλήρως από τη σημερινή της βουτιά.


Ο Daniel Gros είναι διευθυντής του «κέντρου σπουδών ευρωπαϊκής πολιτικής» (CEPS)

'Αλλα άρθρα του Daniel Gros:  

Η Ευρώπη επιμένει να προτιμά τα κρατικά χρέη από την ανάπτυξη (7/6/2011)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων