Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

μήτε βαθύ στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε...

 του Βασίλη Συμεωνίδη - alfavita www.alfavita.gr...

Η παράφραση του στίχου στον τίτλο αφορά το διασκευασμένο κείμενο της Αρβελέρ που δόθηκε στις πανελλαδικές εξετάσεις της νεοελληνικής γλώσσας. Η κριτική που ασκήθηκε εστιάζει στη διαπίστωση ότι ήταν ένα κείμενο δύσκολο. Δηλαδή, αν αντιστρέψουμε το σκεπτικό, ότι οι δεκαοχτάχρονοι νέοι είναι ανίκανοι να καταλάβουν βαθυστόχαστα κείμενα… Αλλά, φταίνε οι μαθητές που δεν καταλαβαίνουν;

Όμως, το κείμενο μήτε βαθύ στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε. Ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά το περιεχόμενό του. Αρχίζει ως εξής: «Κάθε πολιτισμός έχει τα όρια και το στίγμα του στον ιστορικό χώρο και χρόνο. Μέσα ωστόσο στην ιστορία του κόσμου, το αρχαιοελληνικό αισθητικό επίτευγμα σημαδεύει την καταγωγή μιας τέχνης με πανανθρώπινο μήνυμα και με διαστάσεις παγκόσμιες, θα έλεγα σχεδόν εξωχρονικές». Δηλαδή, απ’ όλες τις περιπτώσεις τέχνης όλων τα λαών ξεχωρίζει η αρχαία ελληνική (γενικά) και τοποθετείται εκτός τόπου και χρόνου, εκτός της κοινωνίας και της ιστορίας. Η λατρευτική προϋπόθεση και η ιεροποίηση έχουν ήδη τεθεί, άμεση συνέπεια είναι η προσκυνηματική σχέση μας με την αρχαία τέχνη.



Όμως, αυτό που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου δεν είναι η αρχαία ελληνική τέχνη, ούτε το συγκεκριμένο κείμενο. Για να γίνω πιο επιθετικός θα πω ότι το κείμενο αποτελεί σύνολο γενικόλογων ελληνολατρικών κρίσεων που αδικούν τόσο την αρχαία ελληνική τέχνη, όσο και εμάς. Δεν έχω τις λεπτομερείς εξειδικευμένες γνώσεις, θα προσπαθήσω να στηρίξω την κρίση μου πρώτα στον λογικό έλεγχο των προτάσεων του κειμένου και μετά με αναφορές σε δύο βιβλία, ένα σχολικό (Θεόδωρος Κατσουλάκος Γεωργία Κοκκόρου-Αλευρά, Βασίλειος Σκουλάτος, Αρχαία Ιστορία, Α΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 2010, στο εξής σχολικό βιβλίο) και ένα του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών (Μ. Βουτυράς & Α. Γουλάκη Βουτυρά, «Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της», ΙΝΣ 2011, στο εξής ΙΝΣ).


Η βασική παρατήρηση έχει να κάνει με την αντίληψη ότι η το «αρχαιοελληνικό αισθητικό επίτευγμα» παρουσιάζεται σαν κάτι ενιαίο και ομοιογενές, πώς αλλιώς; εφόσον είναι εκτός τόπου και χρόνου. Η αντίληψη αυτή συνεπάγεται αντιφάσεις και ερωτήματα.


Διαβάζω το κείμενο. Γράφει στην πρώτη παράγραφο «έκφραση της αποστασιοποίησης του ανθρώπου από την αναγκαιότητα της φύσης» και στην τρίτη «μορφή της εσωτερικής ενατένισης, συνδυασμένη με την ιδεατή πληρότητα της φυσικής ομορφιάς». Δεν καταλαβαίνω αν η ιδεατή πληρότητα της φυσικής ομορφιάς υπόκειται στην αναγκαιότητα της φύσης ή όχι.


Γράφει στην πρώτη παράγραφο «φέρνουν τον άνθρωπο όλο και πιο κοντά στο Θεό» και στην τέταρτη «Το συντροφικό συναπάντημα του ανθρώπου με τους θεούς διδάσκει η αρχαία αισθητική». Δεν καταλαβαίνω ποια σχέση έχει ο Θεός (με κεφαλαίο) τον οποίο πλησιάζει ο αρχαίος άνθρωπος με του θεούς (με μικρό) τους οποίους συναντά σε μια συντροφική σχέση.


Γράφει στην δεύτερη παράγραφο «Διαγράφει ο τεχνίτης τα πλαίσια μιας πάντα ευνομούμενης και ισορροπημένης πολιτείας, έτσι όπως την ονειρευόταν η νεογέννητη δημοκρατία». Δηλαδή, τελικά μιλάμε για την κλασική τέχνη στην αρχαία Αθήνα και σε όσες πόλεις είχαν δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτήν, εφόσον στην τρίτη παράγραφο το κείμενο μιλά ρητά για κούρους και κόρες, δηλαδή για αρχαϊκή τέχνη. Είπαμε το «αρχαιοελληνικό αισθητικό επίτευγμα» είναι ενιαίο και ομοιογενές, είναι εκτός τόπου και χρόνου.


Ίσως θα μπορούσε να υπάρξουν συζητήσεις επί συζητήσεων για τα παραπάνω και για άλλα σημεία του κειμένου. Όμως δεν έχει νόημα να γενικολογούμε• αντίθετα έχει σημασία να τοποθετηθούμε μέσα στον χρόνο και στο χώρο. Θα σταθώ ακολούθως σε δυο-τρία πράγματα που διδάσκονται οι μαθητές στο σχολείο και ορισμένα άλλα. Αντιγράφω κατά λέξη• επιλεκτικά θα μου πείτε• ναι, επιλεκτικά εφόσον σκοπός μου είναι να δείξω την σχέση της αρχαίας τέχνης με τον χρόνο και τον τόπο. Να δείξω αυτό που αποκρύπτει το κείμενο των εξετάσεων.


«Τα κύρια χαρακτηριστικά του αγαλματικού τύπου του κούρου φανερώνουν ότι ήρθε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Το σημαντικότερο είναι ότι η δημιουργία μεγάλων λίθινων αγαλμάτων προϋποθέτει τη χρήση ενός συστήματος αναλογιών. Στην περίπτωση των κούρων το σύστημα αυτό είναι εκείνο που είχαν αναπτύξει από παλιά και χρησιμοποιούσαν με μικρές τροποποιήσεις οι Αιγύπτιοι». (ΙΝΣ σ. 88) και «Αξιοσημείωτη είναι επίσης η επίδραση της τέχνης της Ανατολής και της Αιγύπτου στην ελληνική αρχαϊκή τέχνη». (σχολικό βιβλίο σ. 65)


Συνεπώς «το αρχαιοελληνικό αισθητικό επίτευγμα» δεν γεννήθηκε από το μηδέν όπως αφήνει να εννοηθεί το κείμενο των εξετάσεων.


«Ήδη από τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. οι Έλληνες εφάρμοζαν και την κοίλη χύτευση, που ήταν από παλιά γνωστή στην Ανατολή». (ΙΝΣ σ. 121) και «Τα εμπορικά ταξίδια στην Αίγυπτο και η αφθονία του μαρμάρου στη Νάξο έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη γέννηση της μεγάλης γλυπτικής στα κέντρα αυτά». (σχολικό βιβλίο σ. 65)


Συνεπώς, ακόμη και σε γνώσεις τεχνικής διδάχτηκαν από άλλους λαούς, επίσης και η ύπαρξη πρώτης ύλης καθόρισε τη γέννηση της γλυπτικής. Η αρχαία ελληνική τέχνη είναι μέσα στον ιστορικό χρόνο, όπως φαίνεται και από το παρακάτω.


«Τους κούρους της αρχαϊκής περιόδου αντικαθιστούν τώρα τα αγάλματα των γυμνών αθλητών σε ποικίλες στάσεις – δισκοβόλοι και δορυφόροι κυρίως –, πολύ συχνά παριστάνονται πολεμιστές, κυρίως όμως ήρωες, ντυμένοι και άλλοτε γυμνοί». (σχολικό βιβλίο σ. 113-114),  «Πάντως στην ύστερη κλασική περίοδο αρχίζουν ολοένα και περισσότερο να στήνονται σε δημόσιους χώρους πορτρέτα σημαντικών πολιτών, πολιτικών και πνευματικών ανθρώπων» (σχολικό βιβλίο σ. 109) και «Το θέμα του άνδρα που κουβαλάει στην πλάτη ένα ζώο το συναντούμε στην ελληνική τέχνη ήδη από τη δαιδαλική περίοδο και έχει πιθανότατα ανατολικά πρότυπα». (ΙΝΣ σ. 100)


Βέβαια, η τέχνη, και η αρχαία ελληνική δεν μπορεί να εξαιρεθεί, είναι και μέσα στον κοινωνικό χώρο. Θα φανεί από τις παρακάτω αντιγραφές μου.


«Η κλασική τέχνη του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. παρίστανε θέματα κυρίως από τη μυθολογία – Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία, Κενταυρομαχία, κ.ά. – που πολλές φορές συμβόλιζαν με αλληγορικό τρόπο τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά και θέματα από τη δημόσια θρησκευτική ζωή». (σχολικό βιβλίο σ. 109)


«Για τα λατρευτικά αγάλματα των θεών όμως που κάποτε είχαν κολοσσιαίο μέγεθος, χρησιμοποιούνταν το ελεφαντοστό για τα γυμνά μέρη των μορφών και τα φύλλα από χρυσάφι για τα ενδύματά τους» (σχολικό βιβλίο σ. 113)


«Προβλεπόταν επίσης η κατασκευή μεγάλων και πολυδάπανων αγαλμάτων των θεών, την πρώτη θέση ανάμεσα στα οποία είχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, έργο του Φειδία, που στήθηκε μέσα στον Παρθενώνα. Σκοπός του σχεδίου αυτού δεν ήταν μόνο να στολίσει την Αθήνα και να προβάλει τη δύναμή της κάνοντας την τη λαμπρότερη πόλη της Ελλάδας, αλλά να δώσει δουλειά στους τεχνίτες, τους επαγγελματίες και τους εργάτες της πόλης και να την καταστήσει κέντρο των τεχνών». (ΙΝΣ σ. 184-185)


«Ο Παρθενώνας ήταν επομένως από την αρχή όχι μόνο ιερό κτήριο αφιερωμένο στην Αθηνά, αλλά και το θησαυροφυλάκιο της πόλης». (ΙΝΣ σ. 189)


Φαντάζομαι ότι τίποτα δεν είναι δυσνόητο μέσα στον κοινωνικό και ιστορικό χώρο και χρόνο. Δεν είναι δυσνόητο, εφόσον δεν πρόκειται για δικαιολόγηση της μυθοποίησης. Επιμένω ότι η μυθοποίηση αδικεί και την αρχαιότητα και εμάς, εφόσον εμποδίζει να τη γνωρίσουμε. Όμως ποια ανάγκη γεννά τη μυθοποίηση της αρχαιότητας γενικά και της αρχαίας τέχνης ειδικότερα; Δεν λέω κάτι καινούριο: η απαξίωση του παρόντος, η αίσθηση του αδικημένου, η ανασφαλής συνείδηση βρίσκει καταφύγιο στο ένδοξο παρελθόν. Αυτός είναι ο ρόλος του συγκεκριμένου εξεταστικού κειμένου, αυτή είναι μία εξήγηση της επιλογής του ως κειμένου για τις πανελλαδικές. Οπότε, χιλιάδες νέοι τρίφτηκαν με τον μύθο της άχρονης λαμπρής αρχαιότητας που δεν επηρεάστηκε από πουθενά, αλλά επηρέασε τα πάντα. Ένας μύθος που θα σταματήσει ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων