Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Κυριακές...

'Ανθρωπος στον Πλανήτη...

Πηγαίνω πίσω σε Κυριακές παλιές...
Ήτανε κάποτε Κυριακές που η Ελπίδα, επίσημη προσκεκλημένη, καθόταν στο τραπέζι μαζί με όλη την οικογένεια και τσούγκριζε μαζί μας ένα ποτήρι κρασί και μας έδινε κουράγιο να περιμένουμε μια μέρα ακόμα, κάτι μήνες, μερικά χρόνια... Κι εμείς πάντα με χαμόγελο και μάτι λαμπερό που μπορούσε να κοιτάζει μακριά, ερωτευμένοι με το Αύριο, το παιδί της Ελπίδας, που περιμέναμε να γεννηθεί, δίναμε τα χέρια και συνεχίζαμε με δύναμη να συναντήσουμε τη Δευτέρα που μας περίμενε το επόμενο πρωί. Στο ράδιο ακούγαμε Ενόλπων που επειδή ήτανε Κυριακή έπαιζε Βιολάρη, Χωματά, Ρένα Κουμιώτη, τέτοια... Ο παπούς στην οικοδομή, η γιαγιά καθαρίστρια σε κάτι γραφεία, οι γονείς στα βαπόρια - μήνες να τους δούμε - κι εμείς μικρά μικρά, πρωινά στο σχολείο. Πρώτες τάξεις Δημοτικού με την κυρία Πατακού (μακρινή συγγένισσα του χουντικού) να με τρομάζει με κείνη την Πατριδογνωσία. Περίμενα το Αύριο όμως να δω την μάνα μου και τον πατέρα μου, να τελειώσω το σχολείο, να γίνω μεγάλος, να πάρω τα πράγματα στα χέρια μου, να μην κουράζονται αυτοί που αγαπώ, να πάψει ο αστυφύλακας να τρομάζει τους δικούς μου γιατί κάποτε παλιά κάποια αδέρφια τους "είχανε βγει στο βουνό"... Αυτό το τελευταίο με το βουνό τότε δεν  το καταλάβαινα. Ήτανε τόσο τρομερό να πάει κανείς στο βουνό βρε αδερφέ; Φαίνεται αυτοί οι αστυφύλακες θα ήτανε καμπίσιοι ή θαλασσινοί και πολύ τους χαλούσε που η οικογένεια μου προτιμούσε το βουνό. Δε μου εξηγούσανε κι οι μεγάλοι να καταλάβω, έβαζα κι εγώ με το νου μου ό,τι να' ναι. Η Ελπίδα όμως εκεί. Φιλοξενούμενη να κοιμάται στρωματσάδα δίπλα μου, να με ξυπνάει κάθε πρωί και να μου δίνει το γάλα μου.

Αργότερα ήτανε Κυριακές που η Σιγουριά ξενυχτούσε μαζί μας από το Σαββατόβραδο. Χαράματα έπαιρνε τις κυριακάτικες εφημερίδες από το κέντρο. Κι όταν ξυπνούσαμε, μεσημεριάτικα, τις ξεφύλλιζε μαζί μας αγκαλιά στο κρεβάτι. Ήμασταν δύο τότε, ερωτευμένοι. Και το μεσημεριανό μας ήτανε έξω σε κάποιο εστιατόριο. Μετά καφέ με φίλους. Βόλτες. Και μετά πίσω στο σπίτι να λιώνουμε στις αγκαλιές και τα φιλιά. Με τη Σιγουριά ότι όλα θα είναι πάντα έτσι. Δεν θ' αλλάξει τίποτε. Έτσι για Πάντα. Κι εγώ είχα βρει αυτό που έψαχνα. Ποτέ δεν θα έμενα μόνος. Ποτέ ξανά δεν θα τρόμαζα. Ήμουν σίγουρος για όλα. Δουλεύαμε και μας άρεσε. Βγάζαμε όσα χρειαζόμασταν κι ίσως κάποιες φορές και περισσότερα. Αγοράζαμε βιβλία, δίσκους, ρούχα, κάναμε δώρα ο ένας στον άλλον, στους δικούς μας, στους φίλους. Ήταν όλα εκεί. Στη θέση τους. Όπως τα είχαμε ονειρευτεί. Και τα δύσκολα που συναντούσαμε τα πολεμούσε ο Έρωτας. Τίποτε δεν ήταν ικανό να ανατρέψει όσα είχαμε καταφέρει. Τίποτε δε μας είχε χαριστεί αλλά είχαμε δικαίωμα κι εμείς να ζήσουμε "σαν Άνθρωποι" βρε αδερφέ. Κοπιάσαμε γι αυτό. Οι Κυριακές εκείνες περνούσαν γρήγορα κι αν το βράδυ φιλιόμασταν στο δρόμο για να πάει ο καθένας σπίτι του χαμογελούσαμε με τη Σιγουριά ότι και την επόμενη Κυριακή θα την περάσουμε πάλι μαζι.

Σήμερα Κυριακή, είμαι μόνος στο σπίτι με μια Αγωνία. Βλέπεις τώρα όλοι "λείπουνε", άλλος εδώ άλλος "εκεί". Μου λείπουνε. Περασμένα σαράντα, ξύπνησα στον καναπέ του σαλονιού μόνος, με την τηλεόραση ανοιχτή γιατί έβλεπα μια ταινία χθες βράδυ και με πήρε ο ύπνος. Ούτε θυμάμαι τι ακριβώς έβλεπα, καμιά παπάρα θα ήτανε, είχα πιει και κάτι μπύρες, ήμουνα και κουρασμένος, ποιος χέστηκε... Κάτι στο STAR ήτανε απ' αυτά που είναι τέλεια για να αποκοιμηθείς πριν τους τίτλους τέλους. Η αλήθεια είναι πως χθες βράδυ έλεγα να δω καμιά τσόντα στο ίντερνετ, έτσι να ξεχαστώ και να "διασκεδάσω" λίγο με τον εαυτό μου, αλλά μετά σκέφτηκα "όρεξη που την έχεις ρε μαλάκα..." και δεν το άνοιξα το ρημάδι. Μετά τον καφέ ανοίγω μια μπύρα. Δε θα μαγειρέψω, ένας άνθρωπος μόνος. Θα κάνω κανένα τοστ με σαλάμι που μου έφερε ο πατέρας, γιατί το βρήκε φτηνό στα Lidl κι εγώ του έβαλα και κατσάδα γιατί πάει και ψωνίζει από το κωλογερμανικό. Τέλος πάντων μια χαρά θα το ντερλικώσω τώρα, μια που το βρήκα στο ψυγείο, μη πάει και χαμένο. Κοιτάζω γύρω, αύριο να βάλω κάνα πλυντήριο και να ρίξω κι ένα σουγγάρισμα, θα βγάλουμε σκουλήκια εδώ μέσα... Βαριέμαι όμως κι είναι κι αυτή η Αγωνία που δε λέει να μ' αφήσει ήσυχο. Οι δίπλα έχουνε ανοιχτά παράθυρα και στήνω αυτί να τους ακούσω που μιλάνε για τις εκλογές και στακώνονται για την αριστερά και την δεξιά γενικώς. Άλλη Αγωνία κι αυτή... Ο Έρωτας απουσιάζει κάτι χιλιόμετρα μακριά αλλά όποτε το θυμάται μου στέλνει κάνα sms, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε. Ας είναι. Κάτι είναι κι αυτό...  Ανοίγω τηλεόραση, δείχνει κάτι ειδήσεις με στατιστικές για τους ανέργους και με προβλέψεις μάλλον δυσοίωνες για το κοντινό μέλλον. Κοιτάζω κάτι λογαριασμούς πάνω στο τραπέζι που δεν τους έχω ανοίξει εδώ και μέρες. Έτσι κι αλλιώς καθυστερημένοι θα πληρωθούν καθώς κι εμένα μου καθυστερούν την πληρωμή μου... Δε γαμιούνται λοιπόν... Ο μπάτσος της ΔΙΑΣ, που μάλλον είναι εγγονός εκείνου του παλιού αστυφύλακα, κόβει συνέχεια βόλτες στη γειτονιά μου και είμαι σίγουρος πως ξέρει ότι ξεποδαριάζομαι στις πορείες. Και μια και είπα πορείες, σκέφτομαι  να κατέβω με τα πόδια στη δουλειά απόψε (ναι, δουλεύουμε Κυριακάτικα) να γλιτώσω και κάνα ευρώ. Μήπως να πάρω τηλέφωνο την Ηλιάνα που έχω μέρες να τη δω, να πιούμε κάνα ποτό το βράδυ μετά τη δουλειά... Καλά, θα δώ... Έξω άρχισε να μπουμπουνίζει. "Στον καταραμένο τόπο Μάη μήνα βρέχει" που έλεγε κι η συχωρεμένη η γιαγιά η Μαρίκα. Αν τελικά βρέξει θα πάρω ταξί...

Τώρα τι φωτό να βάλω σ' αυτό; Δε βαριέσαι... χωρίς φωτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων