Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

«Ρατσισμός» και «λαϊκισμός»...

Τε­λευ­ταία ε­πα­νήλ­θε το ζή­τη­μα του «ρα­τσι­σμού των δια­νου­μέ­νων» (βλ. και το άρ­θρο του Αλέν Μπα­ντιού, «Le racisme des intellectuels», Le Monde, 5.5. 2012), με α­φορ­μή την ε­κλο­γι­κή «ε­πι­βε­βαίω­ση» της α­νό­δου των α­κρο­δε­ξιών κομ­μά­των στην Ευ­ρώ­πη.
Το ζή­τη­μα των σχέ­σεων «με­ρών» και «ό­λου» του κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού πε­δίου
κα­θώς και των δια­δο­χι­κών δα­κτύ­λιων που το συν­θέ­τουν εί­ναι ευ­ρύ­τε­ρο. Γε­νι­κό­τε­ρα, πώς α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται ο «ξέ­νος» των η­με­ρών μας; Ακρι­βώς τώ­ρα που στην Ευ­ρω­παϊκή Ένω­ση δρα­στη­ριο­ποιού­νται ρα­τσι­στι­κά κόμ­μα­τα ή ε­πιρ­ρε­πή στη ρα­τσι­στι­κή δη­μα­γω­γία, ψη­φί­ζο­νται αυ­στη­ρό­τε­ρα μέ­τρα ε­λέγ­χου των «υ­πο­ψη­φίων» με­τα­να­στών, διευ­κο­λύ­νο­νται πρα­κτι­κές ε­λα­στι­κό­τη­τας στην προ­σφο­ρά ερ­γα­σίας, με ε­πο­χι­κές και αν­θυ­γιει­νές α­σχο­λίες, που ε­πι­φέ­ρουν τη φτη­νή α­να­πα­ρα­γω­γή των ερ­γα­ζο­μέ­νω­ν/ α­πα­σχο­λού­με­νων και εν­θαρ­ρύ­νουν το δια­χω­ρι­σμό τους με φυ­λε­τι­κά κρι­τή­ρια.
O «ρα­τσι­σμός» λοι­πόν ως σχέ­ση α­νι­σό­τι­μων με­ρών της ί­διας κοι­νω­νίας με­τα­τρέ­πει την «ε­τε­ρό­τη­τα» ή α­πλώς τη «δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα» σε εχ­θρό­τη­τα, με την ε­μπέ­δω­ση «προ­κα­τα­λή­ψεων» και «ξε­νο­φο­βίας» που συ­νε­πά­γε­ται την α­διά­πτω­τη εχ­θρό­τη­τα προς τους ξε­νο­φερ­μέ­νους. Βέ­βαια, τα «praejudicia», ό,τι δη­λα­δή εί­ναι πριν α­πό κά­θε λο­γι­κή κρί­ση και α­πό κά­θε θε­σμό δι­καίου, εκ­πο­ρεύο­νται και δια­χέ­ο­νται με το «ζε­στό» και με το «κρύο» του ί­διου κρου­νού: «εκ των ά­νω», ως στοι­χεία της κυ­ρίαρ­χης ι­δε­ο­λο­γίας ή ως δρα­στι­κό της υ­πο­σύ­νο­λο, με την ε­πε­νέρ­γεια «δια­νοου­μέ­νων», γνω­στών και μη ε­ξαι­ρε­τέων, και «εκ των κά­τω», στο πλαί­σιο των πιε­στι­κών κα­θη­με­ρι­νών α­να­γκών ε­πι­βίω­σης και συμ­βίω­σης.

«Ταυ­τό­τη­τες» και α­νι­σό­τη­τες

Ο ά­νω­θεν κα­τευ­θυ­νό­με­νος ρα­τσι­σμός, βέ­βαια, έ­χει πε­ριο­ρι­σθεί, κα­τά τις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες, λό­γω μιας ο­ρι­σμέ­νης συ­νταγ­μα­τι­κής α­πο­φόρ­τι­σης και συ­νά­μα έ­χει υ­πο­στεί μια ο­ρι­σμέ­νη με­ταλ­λα­γή. Σ’ αυ­τό έ­παι­ξε ρό­λο η γε­νι­κευ­μέ­νη α­ντί­θε­ση προς τις να­ζι­στι­κές θη­ριω­δίες, η α­πό­πει­ρα α­πώ­θη­σης του «Ολο­καυ­τώ­μα­τος» και η ευ­ρεία θέ­σπι­ση μέ­τρων για την κα­το­χύ­ρω­ση των «αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των». Γι’ αυ­τό και έ­γι­νε λό­γος για «νε­ο­ρα­τσι­σμό», μια και έ­θε­σε σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα τη «φυ­λή», για να προ­τά­ξει τις πο­λι­τι­στι­κές δια­φο­ρές ε­θνι­κών ή ε­θνο­τι­κών ο­μά­δων που α­πό ι­στο­ρι­κό δη­μιούρ­γη­μα α­ντι­με­τω­πί­ζο­νται ως η δεύ­τε­ρη «φύ­ση» τους. Δια­φο­ρές, λό­γου χά­ρη, γλωσ­σών, ε­θί­μων, θρη­σκειών, νοο­τρο­πιών κλπ. α­πο­τέ­λε­σαν το ε­φαλ­τή­ριο ε­κρα­τσι­σμού του «δι­καιώ­μα­τος στη δια­φο­ρά» και ε­πο­μέ­νως το προ­πύρ­γιο της δια­φύ­λα­ξης των «ταυ­το­τή­των».
Ο εκ των κά­τω φιλ­τρα­ρι­σμέ­νος ρα­τσι­σμός εί­ναι α­εί­ζωος. Και τού­το για­τί δια­κι­νεί­ται στο πε­δίο των πιε­στι­κών κα­θη­με­ρι­νών α­να­γκών ε­πι­βίω­σης και συμ­βίω­σης. Έχει βέ­βαια έ­να η­μι-θε­σμι­κό υ­πό­βα­θρο και ε­ξα­κτι­νώ­νε­ται στο σύ­νο­λο των δια­κρί­σεων που ε­νυ­πάρ­χουν στη δου­λειά, στη στέ­γα­ση, στην εκ­παί­δευ­ση, στην πε­ρί­θαλ­ψη, στην α­σφά­λι­ση. Με δυο λό­για, ό,τι συ­γκρο­τεί το α­δια­πέ­ρα­στο πλέγ­μα των κοι­νω­νι­κών α­νι­σο­τή­των και της ο­μό­τρο­πης κα­τα­πίε­σης.
Αν λοι­πόν οι «μειο­νό­τη­τες» (ο ό­ρος εί­ναι δη­λω­τι­κός των με­τα­τρο­πών της α­ριθ­μη­τι­κής σε κοι­νω­νι­κή «μειο­νε­ξία») ο­ριο­θε­τού­νται ως σχέ­ση α­νι­σό­τι­μων με­ρών της ί­διας κοι­νω­νίας, κα­θί­στα­ται α­να­γνω­ρί­σι­μο για­τί με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται η ε­θνι­κή «δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα» σε εχ­θρό­τη­τα, με την ε­μπέ­δω­ση «προ­κα­τα­λή­ψεων» και κλί­μα­τος «ξε­νο­φο­βίας» που α­πορ­ρέ­ουν α­πό την κυ­ρίαρ­χη ι­δε­ο­λο­γία, στο πλαί­σιο των πιε­στι­κών κα­θη­με­ρι­νών α­να­γκών ε­πι­βίω­σης και συμ­βίω­σης ό­σων έ­χουν δια­φο­ρε­τι­κή γλώσ­σα, έ­θι­μα, θρη­σκεία, συ­νεί­δη­ση της κα­τα­γω­γής κλπ. Χω­ρίς α­κρι­βώς να α­γνο­εί­ται η δια­φο­ρά της «φυ­λής», ό­πως πριν α­πό λί­γο υ­πο­γράμ­μι­σα, συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­νται πο­λι­τι­στι­κές δια­φο­ρές των ε­θνι­κών ή ε­θνο­τι­κών ο­μά­δων που α­πό ι­στο­ρι­κό δη­μιούρ­γη­μα α­ντι­με­τω­πί­ζο­νται ως η δεύ­τε­ρη «φύ­ση» τους.

Το ό­λον και τα μέ­ρη του

Συ­νο­λι­κά, α­νά­λο­γα με τη θέ­ση του κα­θε­νός μας στον κό­σμο των ι­δεών, μπο­ρεί κα­νείς να α­πο­δεχ­θεί ό­τι το «ό­λο» ι­σού­ται ή ό­χι με το ά­θροι­σμα των «με­ρών» του. Επί­σης, α­νά­λο­γα με την ι­σχύ του «με­τα­φυ­σι­κού» τρό­που σκέ­ψης μπο­ρεί κα­νείς να α­σπά­ζε­ται την ο­ντο­λο­γι­κή α­κι­νη­σία ό­σων συν­θέ­τουν αυ­τή τη σχέ­ση, χω­ρίς κα­μιά προο­πτι­κή με­τα­βο­λής. Προ­φα­νώς, για τους ε­ξου­σια­στές του «πλειο­ψη­φι­κού ε­θνι­κι­σμού» α­πλώς μια α­ντί­λη­ψη του «πο­λι­τι­κώς ορ­θού» εί­ναι σε ι­σχύ. Έτσι που το «μέ­ρος» και α­ντί­στοι­χα το «ό­λο» να δια­τη­ρούν α­νέ­πα­φη τη θέ­ση τους κα­τά την α­μοι­βαία α­να­γνώ­ρι­σή τους. Για τού­το αι­σθά­νο­νται να κλο­νί­ζε­ται η κυ­ριαρ­χία τους, ό­ταν δια­φαί­νε­ται μια α­στα­θής ι­σορ­ρο­πία «με­ρών» και «ό­λου». Ό,τι α­κρι­βώς θα μπο­ρού­σε να ο­δη­γή­σει και σε α­ντι­στρο­φή των ρό­λων τους.
Ο «ο­λι­σμός» πά­ντα εί­χε το έ­να πό­δι στη βιο­λο­γία και στην ι­δέα του «ορ­γα­νι­σμού» ως α­πα­ρά­βα­του συ­ντο­νι­σμού «με­ρών» και «ό­λου», το ο­ποίο δια­θέ­τει την προ­τε­ραιό­τη­τα. Και το άλ­λο πό­δι στη δο­μή του στρα­τεύ­μα­τος, με την ιε­ραρ­χι­κή υ­πό­τα­ξη των «με­ρών» στο «ό­λο». Τώ­ρα έ­χει προ­στε­θεί, ως νοού­με­νο της «globalization», η α­ντί­λη­ψη του «δι­καιώ­μα­τος στη δια­φο­ρά», που μπο­ρεί να ο­λι­σθαί­νει σε «πε­ρι­χα­ρά­κω­ση στη δια­φο­ρά». Κο­ντο­λο­γίς, «φυ­λή» και «πο­λι­τι­σμός» μέ­σα α­πό ό­λες τις μορ­φές α­ντι­με­τα­χώ­ρη­σης και α­να­γω­γής τους α­ντί­στοι­χα στο σύ­νο­λο του «λα­ού», με ό­σα αυ­ταρ­χι­κά μέ­τρα τού­το συ­νε­πά­γε­ται, πε­ρι­βάλ­λουν και νο­μι­μο­ποιούν τους ό­ρους πα­ρα­γω­γής και α­να­πα­ρα­γω­γής της υ­πάρ­χου­σας τα­ξι­κής και ε­τε­ρό­νο­μης κοι­νω­νίας. Κά­θε μορ­φή τα­ξι­νό­μη­σης, που φαί­νε­ται να ε­ξαι­ρεί προς τα «πά­νω» τους ε­ξου­σια­στές και προς τα «κά­τω» να συ­νω­θεί τους ε­ξου­σια­ζό­με­νους, προσ­διο­ρί­ζει κοι­νω­νι­κά κά­θε λο­γής ρα­τσι­σμό, «πα­λαιό­τε­ρο» και «σύγ­χρο­νο».

«Υπεύ­θυ­νοι» και «λαϊκι­στές»

Συ­χνά δη­μο­σιο­λο­γού­ντες με­ρι­μνούν και για τον «μελ­λο­ντι­κό ι­στο­ρι­κό της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης», έ­τους 2050, κα­τα­θέ­το­ντας α­πό τώ­ρα «ι­στο­ρι­κό υ­λι­κό τεκ­μη­ρίω­σης των πε­ρι­γρα­φών, των ερ­μη­νειών και των α­να­λύ­σεων», τις ο­ποίες ο «ι­στο­ρι­κός» αυ­τός με­τά α­πό τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τίες θα α­να­γά­γει σε «ι­στο­ρι­κά τεκ­μή­ρια». Κυ­ρίως ε­πι­μέ­νουν στο πώς οι ί­διοι τώ­ρα «φα­ντά­ζο­νται» την «πυ­ρα­μί­δα» της «πα­γκο­σμιο­ποίη­σης», με την «ε­λίτ ι­σχύος» στην κο­ρυ­φή και στη «βά­ση» της «α­πλά υ­πο­κεί­με­να» ή «α­πλούς κα­τοί­κους». Βέ­βαια, η «ι­στο­ρι­κή α­φή­γη­ση», ό­πως κά­πο­τε υ­πο­στη­ρί­ζουν, «δεν μπο­ρεί πα­ρά να πε­ρι­λαμ­βά­νει» το «στοι­χείο της δια­λε­κτι­κής». Τού­το νο­εί­ται ως «στοι­χείο των αλ­λη­λε­πι­δρά­σεων» α­νά­με­σα σε «ο­ντό­τη­τες» («ε­λί­τ, ορ­γα­νι­σμοί, λα­οί») που α­πλώς «βρί­σκο­νται σε ε­πα­φή»…
Με τη σει­ρά μου, α­πό τώ­ρα, θα κοι­νο­ποιή­σω την «πυ­ρα­μι­δι­κή» θεώ­ρη­ση της κοι­νω­νίας («societes dites pyramidales») σε ό­σους/ες υ­πο­ψιά­ζο­μαι ό­τι θα ε­ξα­κο­λου­θή­σουν να με­λε­τούν το βαθ­μό εκ­με­τάλ­λευ­σης, δη­λα­δή το «λό­γο της υ­πε­ρα­ξίας προς την α­ξία της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης», για να α­πα­ντή­σουν αν έ­τσι θα τε­θεί σε «τι­μη­τι­κή α­πο­στρα­τεία» το σχή­μα: «Basis»-«άberbau» (σε αρ­κε­τά γερ­μα­νι­κής κα­τα­γω­γής μορ­φω­τι­κά α­γα­θά, ι­δίως στα κεί­με­να του Marx, δεν έ­χω την πρό­θε­ση να κά­νω σα­μπο­τάζ) και ι­δίως με ποιο τρό­πο θα α­πο­δί­δε­ται πλη­ρέ­στε­ρα το κοι­νω­νι­κό χά­σμα α­νά­με­σα σ’ αυ­τούς που πα­ρά­γουν και σ’ ε­κεί­νους που ι­διο­ποιού­νται το πλεό­να­σμα. Μπο­ρώ, πά­ντως, να προ­ε­ξο­φλή­σω ό­τι και με­τά α­πό σα­ρά­ντα χρό­νια θα έ­χουν να α­ντι­πα­ρέλ­θουν κά­θε λο­γής «συ­νω­μο­σιο­λό­γους» και ε­κλαϊκευ­τές του «conspiratorial discourse» που ε­πί­σης θα ε­πι­κα­λού­νται «πυ­ρα­μι­δι­κές» δο­μές μα­σο­νι­κών στοών και λε­σχών (ό­πως αυ­τή του «Bilderberg Club») για να πε­ρι­γρά­ψουν τη «διε­θνή ε­λίτ ι­σχύος» της «νέ­ας φά­σης» της «πα­γκο­σμιο­ποίη­σης».
Μια μορ­φή ε­φαρ­μο­γής του «πυ­ρα­μι­δι­κού» σχή­μα­τος εί­ναι ό,τι α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται ως «λαϊκι­σμός» με την κά­τω πλευ­ρά να προο­ρί­ζε­ται για το «λαό» και την κο­ρυ­φή για τις «ε­λίτ»; Πρό­κει­ται για το «fantasme des ιlites»; Πά­ντως, έ­να α­πό τα τρέ­χο­ντα «βα­ρό­με­τρα» κα­τα­νό­η­σης του «λαϊκι­σμού» εί­ναι οι «με­ταρ­ρυθ­μί­σεις»: ό­σοι συ­νη­γο­ρούν για την ε­πι­τυ­χία τους εί­ναι οι «υ­πεύ­θυ­νοι ει­δι­κοί» και ό­σοι τις α­ντι­μά­χο­νται οι «ε­πι­πό­λαιοι λαϊκι­στές». Από τη μια πλευ­ρά οι «ά­ρι­στοι» ως νη­φά­λιοι γνώ­στες της «α­λή­θειας» και α­πό την άλ­λη οι «δη­μα­γω­γοί» και οι «ψευ­δο­λό­γοι α­γα­να­κτι­σμέ­νοι». Επι­πλέ­ον, οι «φα­να­τι­κοί του πα­νο­ρά­μα­τος» υ­πο­διαι­ρού­νται α­πό ό­σους αι­σθά­νο­νται ό­τι βρί­σκο­νται στη «μέ­ση» και συ­νά­μα «πά­νω» τους σε «ε­θνι­κι­στές» και «μαρ­ξι­στές»; Εξα­κο­λου­θώ να ο­ριο­θε­τώ ως «λαϊκι­σμό» κά­θε πο­λι­τι­κή γε­νί­κευ­ση, τό­σο «α­μυ­ντι­κά» ό­σο και «ε­πι­θε­τι­κά», που έ­χει ως καμ­βά και ό­ριο τον «λαό» ή την «κοι­νή γνώ­μη» και κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη το κόμ­μα [= κό­π-μα] του.



* Ο Πα­να­γιώ­της Νού­τσος δι­δά­σκει Κοι­νω­νι­κή και Πο­λι­τι­κή Φι­λο­σο­φία στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων