Τελευταία επανήλθε το ζήτημα του «ρατσισμού των διανουμένων» (βλ. και το άρθρο του Αλέν Μπαντιού, «Le racisme des intellectuels», Le Monde, 5.5. 2012), με αφορμή την εκλογική «επιβεβαίωση» της ανόδου των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη.
Το ζήτημα των σχέσεων «μερών» και «όλου» του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου
καθώς και των διαδοχικών δακτύλιων που το συνθέτουν είναι ευρύτερο. Γενικότερα, πώς αντιμετωπίζεται ο «ξένος» των ημερών μας; Ακριβώς τώρα που στην Ευρωπαϊκή Ένωση δραστηριοποιούνται ρατσιστικά κόμματα ή επιρρεπή στη ρατσιστική δημαγωγία, ψηφίζονται αυστηρότερα μέτρα ελέγχου των «υποψηφίων» μεταναστών, διευκολύνονται πρακτικές ελαστικότητας στην προσφορά εργασίας, με εποχικές και ανθυγιεινές ασχολίες, που επιφέρουν τη φτηνή αναπαραγωγή των εργαζομένων/ απασχολούμενων και ενθαρρύνουν το διαχωρισμό τους με φυλετικά κριτήρια.
O «ρατσισμός» λοιπόν ως σχέση ανισότιμων μερών της ίδιας κοινωνίας μετατρέπει την «ετερότητα» ή απλώς τη «διαφορετικότητα» σε εχθρότητα, με την εμπέδωση «προκαταλήψεων» και «ξενοφοβίας» που συνεπάγεται την αδιάπτωτη εχθρότητα προς τους ξενοφερμένους. Βέβαια, τα «praejudicia», ό,τι δηλαδή είναι πριν από κάθε λογική κρίση και από κάθε θεσμό δικαίου, εκπορεύονται και διαχέονται με το «ζεστό» και με το «κρύο» του ίδιου κρουνού: «εκ των άνω», ως στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας ή ως δραστικό της υποσύνολο, με την επενέργεια «διανοουμένων», γνωστών και μη εξαιρετέων, και «εκ των κάτω», στο πλαίσιο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης.
«Ταυτότητες» και ανισότητες
Ο άνωθεν κατευθυνόμενος ρατσισμός, βέβαια, έχει περιορισθεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω μιας ορισμένης συνταγματικής αποφόρτισης και συνάμα έχει υποστεί μια ορισμένη μεταλλαγή. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο η γενικευμένη αντίθεση προς τις ναζιστικές θηριωδίες, η απόπειρα απώθησης του «Ολοκαυτώματος» και η ευρεία θέσπιση μέτρων για την κατοχύρωση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Γι’ αυτό και έγινε λόγος για «νεορατσισμό», μια και έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη «φυλή», για να προτάξει τις πολιτιστικές διαφορές εθνικών ή εθνοτικών ομάδων που από ιστορικό δημιούργημα αντιμετωπίζονται ως η δεύτερη «φύση» τους. Διαφορές, λόγου χάρη, γλωσσών, εθίμων, θρησκειών, νοοτροπιών κλπ. αποτέλεσαν το εφαλτήριο εκρατσισμού του «δικαιώματος στη διαφορά» και επομένως το προπύργιο της διαφύλαξης των «ταυτοτήτων».
Ο εκ των κάτω φιλτραρισμένος ρατσισμός είναι αείζωος. Και τούτο γιατί διακινείται στο πεδίο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης. Έχει βέβαια ένα ημι-θεσμικό υπόβαθρο και εξακτινώνεται στο σύνολο των διακρίσεων που ενυπάρχουν στη δουλειά, στη στέγαση, στην εκπαίδευση, στην περίθαλψη, στην ασφάλιση. Με δυο λόγια, ό,τι συγκροτεί το αδιαπέραστο πλέγμα των κοινωνικών ανισοτήτων και της ομότροπης καταπίεσης.
Αν λοιπόν οι «μειονότητες» (ο όρος είναι δηλωτικός των μετατροπών της αριθμητικής σε κοινωνική «μειονεξία») οριοθετούνται ως σχέση ανισότιμων μερών της ίδιας κοινωνίας, καθίσταται αναγνωρίσιμο γιατί μετασχηματίζεται η εθνική «διαφορετικότητα» σε εχθρότητα, με την εμπέδωση «προκαταλήψεων» και κλίματος «ξενοφοβίας» που απορρέουν από την κυρίαρχη ιδεολογία, στο πλαίσιο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης όσων έχουν διαφορετική γλώσσα, έθιμα, θρησκεία, συνείδηση της καταγωγής κλπ. Χωρίς ακριβώς να αγνοείται η διαφορά της «φυλής», όπως πριν από λίγο υπογράμμισα, συνυπολογίζονται πολιτιστικές διαφορές των εθνικών ή εθνοτικών ομάδων που από ιστορικό δημιούργημα αντιμετωπίζονται ως η δεύτερη «φύση» τους.
Το όλον και τα μέρη του
Συνολικά, ανάλογα με τη θέση του καθενός μας στον κόσμο των ιδεών, μπορεί κανείς να αποδεχθεί ότι το «όλο» ισούται ή όχι με το άθροισμα των «μερών» του. Επίσης, ανάλογα με την ισχύ του «μεταφυσικού» τρόπου σκέψης μπορεί κανείς να ασπάζεται την οντολογική ακινησία όσων συνθέτουν αυτή τη σχέση, χωρίς καμιά προοπτική μεταβολής. Προφανώς, για τους εξουσιαστές του «πλειοψηφικού εθνικισμού» απλώς μια αντίληψη του «πολιτικώς ορθού» είναι σε ισχύ. Έτσι που το «μέρος» και αντίστοιχα το «όλο» να διατηρούν ανέπαφη τη θέση τους κατά την αμοιβαία αναγνώρισή τους. Για τούτο αισθάνονται να κλονίζεται η κυριαρχία τους, όταν διαφαίνεται μια ασταθής ισορροπία «μερών» και «όλου». Ό,τι ακριβώς θα μπορούσε να οδηγήσει και σε αντιστροφή των ρόλων τους.
Ο «ολισμός» πάντα είχε το ένα πόδι στη βιολογία και στην ιδέα του «οργανισμού» ως απαράβατου συντονισμού «μερών» και «όλου», το οποίο διαθέτει την προτεραιότητα. Και το άλλο πόδι στη δομή του στρατεύματος, με την ιεραρχική υπόταξη των «μερών» στο «όλο». Τώρα έχει προστεθεί, ως νοούμενο της «globalization», η αντίληψη του «δικαιώματος στη διαφορά», που μπορεί να ολισθαίνει σε «περιχαράκωση στη διαφορά». Κοντολογίς, «φυλή» και «πολιτισμός» μέσα από όλες τις μορφές αντιμεταχώρησης και αναγωγής τους αντίστοιχα στο σύνολο του «λαού», με όσα αυταρχικά μέτρα τούτο συνεπάγεται, περιβάλλουν και νομιμοποιούν τους όρους παραγωγής και αναπαραγωγής της υπάρχουσας ταξικής και ετερόνομης κοινωνίας. Κάθε μορφή ταξινόμησης, που φαίνεται να εξαιρεί προς τα «πάνω» τους εξουσιαστές και προς τα «κάτω» να συνωθεί τους εξουσιαζόμενους, προσδιορίζει κοινωνικά κάθε λογής ρατσισμό, «παλαιότερο» και «σύγχρονο».
«Υπεύθυνοι» και «λαϊκιστές»
Συχνά δημοσιολογούντες μεριμνούν και για τον «μελλοντικό ιστορικό της οικονομικής κρίσης», έτους 2050, καταθέτοντας από τώρα «ιστορικό υλικό τεκμηρίωσης των περιγραφών, των ερμηνειών και των αναλύσεων», τις οποίες ο «ιστορικός» αυτός μετά από τέσσερις δεκαετίες θα αναγάγει σε «ιστορικά τεκμήρια». Κυρίως επιμένουν στο πώς οι ίδιοι τώρα «φαντάζονται» την «πυραμίδα» της «παγκοσμιοποίησης», με την «ελίτ ισχύος» στην κορυφή και στη «βάση» της «απλά υποκείμενα» ή «απλούς κατοίκους». Βέβαια, η «ιστορική αφήγηση», όπως κάποτε υποστηρίζουν, «δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει» το «στοιχείο της διαλεκτικής». Τούτο νοείται ως «στοιχείο των αλληλεπιδράσεων» ανάμεσα σε «οντότητες» («ελίτ, οργανισμοί, λαοί») που απλώς «βρίσκονται σε επαφή»…
Με τη σειρά μου, από τώρα, θα κοινοποιήσω την «πυραμιδική» θεώρηση της κοινωνίας («societes dites pyramidales») σε όσους/ες υποψιάζομαι ότι θα εξακολουθήσουν να μελετούν το βαθμό εκμετάλλευσης, δηλαδή το «λόγο της υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης», για να απαντήσουν αν έτσι θα τεθεί σε «τιμητική αποστρατεία» το σχήμα: «Basis»-«άberbau» (σε αρκετά γερμανικής καταγωγής μορφωτικά αγαθά, ιδίως στα κείμενα του Marx, δεν έχω την πρόθεση να κάνω σαμποτάζ) και ιδίως με ποιο τρόπο θα αποδίδεται πληρέστερα το κοινωνικό χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς που παράγουν και σ’ εκείνους που ιδιοποιούνται το πλεόνασμα. Μπορώ, πάντως, να προεξοφλήσω ότι και μετά από σαράντα χρόνια θα έχουν να αντιπαρέλθουν κάθε λογής «συνωμοσιολόγους» και εκλαϊκευτές του «conspiratorial discourse» που επίσης θα επικαλούνται «πυραμιδικές» δομές μασονικών στοών και λεσχών (όπως αυτή του «Bilderberg Club») για να περιγράψουν τη «διεθνή ελίτ ισχύος» της «νέας φάσης» της «παγκοσμιοποίησης».
Μια μορφή εφαρμογής του «πυραμιδικού» σχήματος είναι ό,τι αντιμετωπίζεται ως «λαϊκισμός» με την κάτω πλευρά να προορίζεται για το «λαό» και την κορυφή για τις «ελίτ»; Πρόκειται για το «fantasme des ιlites»; Πάντως, ένα από τα τρέχοντα «βαρόμετρα» κατανόησης του «λαϊκισμού» είναι οι «μεταρρυθμίσεις»: όσοι συνηγορούν για την επιτυχία τους είναι οι «υπεύθυνοι ειδικοί» και όσοι τις αντιμάχονται οι «επιπόλαιοι λαϊκιστές». Από τη μια πλευρά οι «άριστοι» ως νηφάλιοι γνώστες της «αλήθειας» και από την άλλη οι «δημαγωγοί» και οι «ψευδολόγοι αγανακτισμένοι». Επιπλέον, οι «φανατικοί του πανοράματος» υποδιαιρούνται από όσους αισθάνονται ότι βρίσκονται στη «μέση» και συνάμα «πάνω» τους σε «εθνικιστές» και «μαρξιστές»; Εξακολουθώ να οριοθετώ ως «λαϊκισμό» κάθε πολιτική γενίκευση, τόσο «αμυντικά» όσο και «επιθετικά», που έχει ως καμβά και όριο τον «λαό» ή την «κοινή γνώμη» και κινητήρια δύναμη το κόμμα [= κόπ-μα] του.
* Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Το ζήτημα των σχέσεων «μερών» και «όλου» του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου
καθώς και των διαδοχικών δακτύλιων που το συνθέτουν είναι ευρύτερο. Γενικότερα, πώς αντιμετωπίζεται ο «ξένος» των ημερών μας; Ακριβώς τώρα που στην Ευρωπαϊκή Ένωση δραστηριοποιούνται ρατσιστικά κόμματα ή επιρρεπή στη ρατσιστική δημαγωγία, ψηφίζονται αυστηρότερα μέτρα ελέγχου των «υποψηφίων» μεταναστών, διευκολύνονται πρακτικές ελαστικότητας στην προσφορά εργασίας, με εποχικές και ανθυγιεινές ασχολίες, που επιφέρουν τη φτηνή αναπαραγωγή των εργαζομένων/ απασχολούμενων και ενθαρρύνουν το διαχωρισμό τους με φυλετικά κριτήρια.
O «ρατσισμός» λοιπόν ως σχέση ανισότιμων μερών της ίδιας κοινωνίας μετατρέπει την «ετερότητα» ή απλώς τη «διαφορετικότητα» σε εχθρότητα, με την εμπέδωση «προκαταλήψεων» και «ξενοφοβίας» που συνεπάγεται την αδιάπτωτη εχθρότητα προς τους ξενοφερμένους. Βέβαια, τα «praejudicia», ό,τι δηλαδή είναι πριν από κάθε λογική κρίση και από κάθε θεσμό δικαίου, εκπορεύονται και διαχέονται με το «ζεστό» και με το «κρύο» του ίδιου κρουνού: «εκ των άνω», ως στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας ή ως δραστικό της υποσύνολο, με την επενέργεια «διανοουμένων», γνωστών και μη εξαιρετέων, και «εκ των κάτω», στο πλαίσιο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης.
«Ταυτότητες» και ανισότητες
Ο άνωθεν κατευθυνόμενος ρατσισμός, βέβαια, έχει περιορισθεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω μιας ορισμένης συνταγματικής αποφόρτισης και συνάμα έχει υποστεί μια ορισμένη μεταλλαγή. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο η γενικευμένη αντίθεση προς τις ναζιστικές θηριωδίες, η απόπειρα απώθησης του «Ολοκαυτώματος» και η ευρεία θέσπιση μέτρων για την κατοχύρωση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Γι’ αυτό και έγινε λόγος για «νεορατσισμό», μια και έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη «φυλή», για να προτάξει τις πολιτιστικές διαφορές εθνικών ή εθνοτικών ομάδων που από ιστορικό δημιούργημα αντιμετωπίζονται ως η δεύτερη «φύση» τους. Διαφορές, λόγου χάρη, γλωσσών, εθίμων, θρησκειών, νοοτροπιών κλπ. αποτέλεσαν το εφαλτήριο εκρατσισμού του «δικαιώματος στη διαφορά» και επομένως το προπύργιο της διαφύλαξης των «ταυτοτήτων».
Ο εκ των κάτω φιλτραρισμένος ρατσισμός είναι αείζωος. Και τούτο γιατί διακινείται στο πεδίο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης. Έχει βέβαια ένα ημι-θεσμικό υπόβαθρο και εξακτινώνεται στο σύνολο των διακρίσεων που ενυπάρχουν στη δουλειά, στη στέγαση, στην εκπαίδευση, στην περίθαλψη, στην ασφάλιση. Με δυο λόγια, ό,τι συγκροτεί το αδιαπέραστο πλέγμα των κοινωνικών ανισοτήτων και της ομότροπης καταπίεσης.
Αν λοιπόν οι «μειονότητες» (ο όρος είναι δηλωτικός των μετατροπών της αριθμητικής σε κοινωνική «μειονεξία») οριοθετούνται ως σχέση ανισότιμων μερών της ίδιας κοινωνίας, καθίσταται αναγνωρίσιμο γιατί μετασχηματίζεται η εθνική «διαφορετικότητα» σε εχθρότητα, με την εμπέδωση «προκαταλήψεων» και κλίματος «ξενοφοβίας» που απορρέουν από την κυρίαρχη ιδεολογία, στο πλαίσιο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης όσων έχουν διαφορετική γλώσσα, έθιμα, θρησκεία, συνείδηση της καταγωγής κλπ. Χωρίς ακριβώς να αγνοείται η διαφορά της «φυλής», όπως πριν από λίγο υπογράμμισα, συνυπολογίζονται πολιτιστικές διαφορές των εθνικών ή εθνοτικών ομάδων που από ιστορικό δημιούργημα αντιμετωπίζονται ως η δεύτερη «φύση» τους.
Το όλον και τα μέρη του
Συνολικά, ανάλογα με τη θέση του καθενός μας στον κόσμο των ιδεών, μπορεί κανείς να αποδεχθεί ότι το «όλο» ισούται ή όχι με το άθροισμα των «μερών» του. Επίσης, ανάλογα με την ισχύ του «μεταφυσικού» τρόπου σκέψης μπορεί κανείς να ασπάζεται την οντολογική ακινησία όσων συνθέτουν αυτή τη σχέση, χωρίς καμιά προοπτική μεταβολής. Προφανώς, για τους εξουσιαστές του «πλειοψηφικού εθνικισμού» απλώς μια αντίληψη του «πολιτικώς ορθού» είναι σε ισχύ. Έτσι που το «μέρος» και αντίστοιχα το «όλο» να διατηρούν ανέπαφη τη θέση τους κατά την αμοιβαία αναγνώρισή τους. Για τούτο αισθάνονται να κλονίζεται η κυριαρχία τους, όταν διαφαίνεται μια ασταθής ισορροπία «μερών» και «όλου». Ό,τι ακριβώς θα μπορούσε να οδηγήσει και σε αντιστροφή των ρόλων τους.
Ο «ολισμός» πάντα είχε το ένα πόδι στη βιολογία και στην ιδέα του «οργανισμού» ως απαράβατου συντονισμού «μερών» και «όλου», το οποίο διαθέτει την προτεραιότητα. Και το άλλο πόδι στη δομή του στρατεύματος, με την ιεραρχική υπόταξη των «μερών» στο «όλο». Τώρα έχει προστεθεί, ως νοούμενο της «globalization», η αντίληψη του «δικαιώματος στη διαφορά», που μπορεί να ολισθαίνει σε «περιχαράκωση στη διαφορά». Κοντολογίς, «φυλή» και «πολιτισμός» μέσα από όλες τις μορφές αντιμεταχώρησης και αναγωγής τους αντίστοιχα στο σύνολο του «λαού», με όσα αυταρχικά μέτρα τούτο συνεπάγεται, περιβάλλουν και νομιμοποιούν τους όρους παραγωγής και αναπαραγωγής της υπάρχουσας ταξικής και ετερόνομης κοινωνίας. Κάθε μορφή ταξινόμησης, που φαίνεται να εξαιρεί προς τα «πάνω» τους εξουσιαστές και προς τα «κάτω» να συνωθεί τους εξουσιαζόμενους, προσδιορίζει κοινωνικά κάθε λογής ρατσισμό, «παλαιότερο» και «σύγχρονο».
«Υπεύθυνοι» και «λαϊκιστές»
Συχνά δημοσιολογούντες μεριμνούν και για τον «μελλοντικό ιστορικό της οικονομικής κρίσης», έτους 2050, καταθέτοντας από τώρα «ιστορικό υλικό τεκμηρίωσης των περιγραφών, των ερμηνειών και των αναλύσεων», τις οποίες ο «ιστορικός» αυτός μετά από τέσσερις δεκαετίες θα αναγάγει σε «ιστορικά τεκμήρια». Κυρίως επιμένουν στο πώς οι ίδιοι τώρα «φαντάζονται» την «πυραμίδα» της «παγκοσμιοποίησης», με την «ελίτ ισχύος» στην κορυφή και στη «βάση» της «απλά υποκείμενα» ή «απλούς κατοίκους». Βέβαια, η «ιστορική αφήγηση», όπως κάποτε υποστηρίζουν, «δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει» το «στοιχείο της διαλεκτικής». Τούτο νοείται ως «στοιχείο των αλληλεπιδράσεων» ανάμεσα σε «οντότητες» («ελίτ, οργανισμοί, λαοί») που απλώς «βρίσκονται σε επαφή»…
Με τη σειρά μου, από τώρα, θα κοινοποιήσω την «πυραμιδική» θεώρηση της κοινωνίας («societes dites pyramidales») σε όσους/ες υποψιάζομαι ότι θα εξακολουθήσουν να μελετούν το βαθμό εκμετάλλευσης, δηλαδή το «λόγο της υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης», για να απαντήσουν αν έτσι θα τεθεί σε «τιμητική αποστρατεία» το σχήμα: «Basis»-«άberbau» (σε αρκετά γερμανικής καταγωγής μορφωτικά αγαθά, ιδίως στα κείμενα του Marx, δεν έχω την πρόθεση να κάνω σαμποτάζ) και ιδίως με ποιο τρόπο θα αποδίδεται πληρέστερα το κοινωνικό χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς που παράγουν και σ’ εκείνους που ιδιοποιούνται το πλεόνασμα. Μπορώ, πάντως, να προεξοφλήσω ότι και μετά από σαράντα χρόνια θα έχουν να αντιπαρέλθουν κάθε λογής «συνωμοσιολόγους» και εκλαϊκευτές του «conspiratorial discourse» που επίσης θα επικαλούνται «πυραμιδικές» δομές μασονικών στοών και λεσχών (όπως αυτή του «Bilderberg Club») για να περιγράψουν τη «διεθνή ελίτ ισχύος» της «νέας φάσης» της «παγκοσμιοποίησης».
Μια μορφή εφαρμογής του «πυραμιδικού» σχήματος είναι ό,τι αντιμετωπίζεται ως «λαϊκισμός» με την κάτω πλευρά να προορίζεται για το «λαό» και την κορυφή για τις «ελίτ»; Πρόκειται για το «fantasme des ιlites»; Πάντως, ένα από τα τρέχοντα «βαρόμετρα» κατανόησης του «λαϊκισμού» είναι οι «μεταρρυθμίσεις»: όσοι συνηγορούν για την επιτυχία τους είναι οι «υπεύθυνοι ειδικοί» και όσοι τις αντιμάχονται οι «επιπόλαιοι λαϊκιστές». Από τη μια πλευρά οι «άριστοι» ως νηφάλιοι γνώστες της «αλήθειας» και από την άλλη οι «δημαγωγοί» και οι «ψευδολόγοι αγανακτισμένοι». Επιπλέον, οι «φανατικοί του πανοράματος» υποδιαιρούνται από όσους αισθάνονται ότι βρίσκονται στη «μέση» και συνάμα «πάνω» τους σε «εθνικιστές» και «μαρξιστές»; Εξακολουθώ να οριοθετώ ως «λαϊκισμό» κάθε πολιτική γενίκευση, τόσο «αμυντικά» όσο και «επιθετικά», που έχει ως καμβά και όριο τον «λαό» ή την «κοινή γνώμη» και κινητήρια δύναμη το κόμμα [= κόπ-μα] του.
* Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου