Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

To μέλ­λον με πό­σα δά­κρυα γρά­φε­ται;

του Κωστα Κρεμμυδα απο την Εποχη...
Ο Κω­στά­κης, που κα­τά δή­λω­σή του «τα μό­να γράμ­μα­τα τα ’μα­θε στο δη­μο­τι­κό» –α­π’ ό­που πα­ρε­μπι­πτό­ντως εί­χε α­πο­φοι­τή­σει με πέ­ντε!– α­να­γκά­στη­κε, ό­πως και πολ­λοί α­δύ­να­τοι μα­θη­τές στα χρό­νια μου, να κα­τα­φύ­γει σε ι­διω­τι­κό για να πά­ρει α­πο­λυ­τή­ριο 6τα­ξίου γυ­μνα­σίου. Κά­ποια μέ­ρα η μά­να του, μπα­κά­λισ­σα στον Κο­λω­νό που πέ­θα­νε σε βα­θιά γη­ρα­τειά, (και πα­ρά το αλ­τσχάι­μερ μέ­χρι τέ­λους έ­κα­νε προ­σθέ­σεις α­πό μνή­μης, μα­θη­μέ­νη άλ­λω­στε α­πό τα βε­ρε­σέ­δια και τις δό­σεις της γει­το­νιάς με τη γνω­στή ε­πω­δό σε προ­στα­κτι­κή ή ευ­κτι­κή α­πό­κλι­ση: «Κυ­ρα-Κού­λα γράψ­τα»), σκέ­φτη­κε να ε­πι­σκε­φθεί το σχο­λείο για να εκ­φρά­σει τις α­νη­συ­χίες της για την πρόο­δο του κα­να­κά­ρη. – Με τα μυα­λά που έ­χει φο­βά­μαι μή­πως μεί­νει στην ί­δια τά­ξη, κλά­φτη­κε στον διευ­θυ­ντή. – Τι λέ­τε κυ­ρία μου, στο χέ­ρι του εί­ναι να μεί­νει;, την κα­θη­σύ­χα­σε ο έ­μπο­ρας.
Αυ­τήν την α­τά­κα μου θύ­μι­σε προ­χτές ο Χατ­ζη­σω­κρά­της –ε­παγ­γελ­μα­τίας διευ­θυ­ντής κοι­νο­βου­λευ­τι­κών ο­μά­δων (προ­φα­νώς λό­γω ε­ξει­δί­κευ­σης α­π’ τον Ο­Α­ΕΔ)–, ό­ταν δια­τύ­πω­νε α­πό ρα­διο­φώ­νου ε­ναλ­λα­κτι­κά αι­τή­μα­τα προς την τρόι­κα. Του­λά­χι­στον το μπα­κά­λι­κο της κυ­ρά-Κού­λας ή­ταν σο­βα­ρό­τε­ρο. Και δεν δια­τει­νό­ταν πως έ­κα­νε πο­λι­τι­κή. Χαλ­βά πού­λα­γε.
Πε­τώ­ντας (μας) ι­δέες (έ­τσι χω­ρίς πρό­γραμ­μα) ο πο­λι­τι­κός άν­δρας έ­σπευ­δε να ξε­κα­θα­ρί­σει πως δεν τί­θε­ται θέ­μα κυ­βερ­νη­τι­κής συ­νο­χής (στη συ­νε­νο­χή τους): «Στο χέ­ρι μας εί­ναι να φύ­γου­με;» Μη και γί­νει κα­μιά στρα­βή κα­τά λά­θος. Χά­σα­νε τον Πα­πα­δή­μο και βγή­κα­νε με τις πλε­ρέ­ζες οι α­πό­φοι­τες της αγ­γλι­κής, που το παί­ζουν ι­στο­ρι­κοί στη Νο­μι­κή, μη χά­σουν και τον Σα­μα­ρά, τώ­ρα, που σκλη­ραί­νει και το πε­τσί τους. Με ε­πι­στη­μο­νι­κή τεκ­μη­ρίω­ση κα­θη­γη­τών πο­λι­τι­κής ε­πι­στή­μης μά­λι­στα, α­φού δια­μόρ­φω­σαν αρ­χι­κά το θεω­ρη­τι­κό πλαί­σιο προ­σχώ­ρη­σης στο εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό μπλοκ Τσου­κά­του, Πα­ντα­γιά, Πά­χτα, Βε­ρε­λή, Πα­πα­ντω­νίου και δεν συμ­μα­ζεύε­ται, τώ­ρα α­να­ζη­τούν ερ­γα­λεία για τον α­μοι­βαίο εκ­πε­σμό τους. (Ένα βή­μα ο Δέν­διας α­πό ’δώ, άλ­λα δυό­μι­ση ο Τσού­κα­λης και βρέ­θη­κε το έ­δα­φος «πώς α­πό χώ­μα να γί­νουν Λά­σπη»). Κα­λά που υ­πάρ­χουν και οι πα­σο­κο­γε­νείς συ­νερ­γα­ζό­με­νοι να σώ­σουν τη χα­μέ­νη τι­μή του Κου­βέ­λη. Που προ­φα­νώς ζή­λω­σε την Προ­ε­δρία της δη­μο­κρα­τίας, ι­διαί­τε­ρα με­τά την αί­γλη που προ­σέ­δω­σε στο θε­σμό ο Πα­πού­λιας. Αλλά πό­σες α­πο­λύ­σεις, αυ­το­κτο­νίες, χρεω­κο­πίες, πό­σες μειώ­σεις μι­σθών α­ξί­ζει έ­νας θώ­κος; Ή έ­στω έ­να χο­ντρά στη­μέ­νο παι­χνί­δι;
Προ­σω­πι­κά βα­ρέ­θη­κα ν’ α­μύ­νο­μαι διαρ­κώς, να τρέ­χω πί­σω α­πό μέ­τρα, κα­τα­στρο­φές, κα­τα­στρα­τη­γή­σεις α­το­μι­κών και κοι­νω­νι­κών δι­καιω­μά­των, να υ­φί­στα­μαι ε­ξευ­τε­λι­σμούς, φα­σι­σμούς, πα­ρα­ποιή­σεις, δια­στρε­βλώ­σεις, α­πο­σιω­πή­σεις, να με­λε­τάω ήτ­τες, καρ­φί­τσες, δο­λο­φο­νίες, δο­λο­πλο­κίες, να κα­τα­θέ­τω τα ό­πλα, τις ι­δέες, τα χρό­νια, τη ζωή μου. Ακό­μα και ι­σο­βίως έ­γκλει­στος στο Άου­σβι­τς, στο Γκουα­ντά­να­μο, στις φυ­λα­κές Μπα­γκράμ του Αφγα­νι­στάν, ό­ταν τε­λειώ­να­νε τα κρε­μα­τό­ρια της η­μέ­ρας, οι συ­νή­θεις βια­σμοί, το ξε­γύ­μνω­μα των κο­λα­σμέ­νων στα κο­λα­στή­ρια του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού, οι ξε­γραμ­μέ­νοι, δεν μπο­ρεί, κά­ποια στιγ­μή θα βλέ­πα­νε μια δύ­ση, θ’ άγ­γι­ζαν έ­να χέ­ρι, θα α­ντάλ­λασ­σαν έ­να έ­στω σφιγ­μέ­νο χα­μό­γε­λο με το δι­πλα­νό τους. Για­τί κα­μιά κα­τα­δί­κη δεν α­ντέ­χε­ται αιώ­νια.
Όχι σαν τον δι­κό μας ε­φιάλ­τη. Τον α­νε­λέ­η­το βομ­βαρ­δι­σμό ψεύ­δους, το αί­μα που ρέει στα βρα­δι­νά δελ­τία ει­δή­σεων, τις δη­μο­σιοϋπαλ­λη­λι­κές σάρ­κες που κα­τα­βροχ­θί­ζουν οι Ευ­με­νί­δες της πρωι­νής ρα­διο­φω­νι­κής ζώ­νης.
Φτά­νει η πε­ρί δό­σεων φι­λο­λο­γία: τι θα πά­ρου­με, πό­σο, πό­τε, με ποια α­να­λο­γία και ποιο τί­μη­μα; Φτά­νουν οι δό­σεις της Στουρ­νά­ρα, οι δό­σεις και στην Το­σί­τσα με τα σκου­πί­δια και τους αν­θρώ­πους να γί­νο­νται έ­να –βλέ­πε­τε μέ­χρι Ομό­νοια ε­πι­θεω­ρεί τα α­γή­μα­τά του ο Σα­μα­ράς. Πι­στή στην α­κρι­βή δο­σο­λο­γία πριν το τέ­λος, κι η μά­να μου, φρό­ντι­ζε για τις δό­σεις του α­διά­φο­ρου πα­τέ­ρα που συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας το μά­ταιο της δια­φυ­γής εί­χε ε­γκαί­ρως α­πο­φα­σί­σει την έ­ξο­δο α­πό την ά­νευ λό­γου πα­ρά­τα­ση της ήτ­τας. (Μό­νο ε­μείς οι χρεω­κο­πη­μέ­νοι δεν θέ­λου­με να πει­στού­με και δεν μας α­φή­νουν να ξε­φύ­γου­με. Για­τί σε κα­τα­στο­λή εί­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο ευά­λω­τοι α­π’ ό­τι σε α­πό­γνω­ση). Αγω­νία για τις άλ­λες δό­σεις η μά­να μου, μή­να τον μή­να ό­τι ξέ­κλε­βε α­π’ το φαΐ πή­γαι­ναν στον κύ­ριο Συ­ντέ­τα, αρ­γό­τε­ρα και στον υιό που κλη­ρο­νό­μη­σε την «ε­πι­χεί­ρη­ση». Τρέ­χα­με στην Αγίου Μάρ­κου, σε συ­γκε­κρι­μέ­νο μα­γα­ζί και σε συ­γκε­κρι­μέ­νο υ­πάλ­λη­λο. Υπο­τα­κτι­κοί και υ­πο­ταγ­μέ­νοι. Απο­δε­χό­με­νοι τους ό­ρους του ε­μπό­ρου. Και την ά­κρι­τη κο­στο­λό­γη­ση. Δό­σεις στα δε­κα­ο­χτώ μου για το πρώ­το μου σπί­τι, δό­σεις για μια ελ­λη­νι­κή η­λεκ­τρι­κή κου­ζί­να (με το ελ­λη­νο­πρε­πές «σκέ­ψου πριν α­γο­ρά­σεις»), δό­σεις α­κό­μα και με­τά θά­να­τον α­σφα­λι­σμέ­νες. Σε δό­σεις λη­ξι­πρό­θε­σμες η ζωή μας πε­ρι­μέ­νει το τέ­λος ως λύ­τρω­ση α­πό τον κό­σμο που τε­λι­κά δεν μας α­νή­κει.
Μια προ­σω­ρι­νή δια­φυ­γή και μια πα­ρά­τα­ση της μι­ζέ­ριας μας σχε­δία­ζα με τον τίτ­λο της πε­ρα­σμέ­νης Κυ­ρια­κής «βε­λό­νες, βε­ντού­ζες, τρα­βήγ­μα­τα» που γεν­νή­θη­κε μέ­σα στις ε­ναλ­λα­κτι­κές α­να­ζη­τή­σεις των ε­ναλ­λα­κτι­κών πα­ρα­θε­ρι­στών της Γαύ­δου, που συν­δυά­ζουν τη γα­στρε­ντε­ρί­τι­δα με το αυ­χε­νι­κό, την τε­νο­ντί­τι­δα με τις βε­ντού­ζες και την α­που­σία στα­τι­κού η­λεκ­τρι­σμού με το εν­δε­χό­με­νο τε­κνο­ποιίας. (Με το ε­ρώ­τη­μα για τις αυ­ξα­νό­με­νες ε­πι­σκέ­ψεις στο α­γρο­τι­κό ια­τρείο να μέ­νει α­να­πά­ντη­το: βά­ρυ­νε η πρω­το­πο­ρια­κή μέ­θο­δος θε­ρα­πείας, το με­στά ώ­ρι­μο προ­φίλ του ια­τρού, ή η προ­χω­ρη­μέ­νη πλέ­ον η­λι­κία μας;)
Για το κί­νη­μα πα­τά­τας ή­θε­λα να μι­λή­σω, (πριν με κα­τα­πιεί ο Χατ­ζη­σω­κρά­της), που ε­ξα­κο­λου­θεί να προ­σελ­κύει τους α­ρι­στε­ρούς πα­ρα­θε­ρι­στές α­πό κοι­νού με το κί­νη­μα βλί­των. Για τα ψήγ­μα­τα μυ­ζή­θρας στη χω­ριά­τι­κη, κα­θώς α­πό χρό­νια στις τα­βέρ­νες της Γαύ­δου η μυ­ζή­θρα εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νη με ε­πι­τό­κιο euribor. Για το ση­μα­δια­κό πα­νη­γύ­ρι του Άι Γιάν­νη –πο­λιού­χου της ο­μώ­νυ­μης πα­ρα­λίας, των σκη­νι­τών, ό­λων μας, κα­θώς στις 29 Αυ­γού­στου γιορ­τά­ζου­με την α­πο­το­μή (α­πο­κε­φα­λι­σμό) του. Θύ­μα του ά­κρα­του η­δο­νι­σμού ε­νός άρ­χο­ντος. Κι ε­νός συ­στή­μα­τος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων