του Κωστα Κρεμμυδα απο την Εποχη...
Ο Κωστάκης, που κατά δήλωσή του «τα μόνα γράμματα τα ’μαθε στο δημοτικό» –απ’ όπου παρεμπιπτόντως είχε αποφοιτήσει με πέντε!– αναγκάστηκε, όπως και πολλοί αδύνατοι μαθητές στα χρόνια μου, να καταφύγει σε ιδιωτικό για να πάρει απολυτήριο 6ταξίου γυμνασίου. Κάποια μέρα η μάνα του, μπακάλισσα στον Κολωνό που πέθανε σε βαθιά γηρατειά, (και παρά το αλτσχάιμερ μέχρι τέλους έκανε προσθέσεις από μνήμης, μαθημένη άλλωστε από τα βερεσέδια και τις δόσεις της γειτονιάς με τη γνωστή επωδό σε προστακτική ή ευκτική απόκλιση: «Κυρα-Κούλα γράψτα»), σκέφτηκε να επισκεφθεί το σχολείο για να εκφράσει τις ανησυχίες της για την πρόοδο του κανακάρη. – Με τα μυαλά που έχει φοβάμαι μήπως μείνει στην ίδια τάξη, κλάφτηκε στον διευθυντή. – Τι λέτε κυρία μου, στο χέρι του είναι να μείνει;, την καθησύχασε ο έμπορας.
Αυτήν την ατάκα μου θύμισε προχτές ο Χατζησωκράτης –επαγγελματίας διευθυντής κοινοβουλευτικών ομάδων (προφανώς λόγω εξειδίκευσης απ’ τον ΟΑΕΔ)–, όταν διατύπωνε από ραδιοφώνου εναλλακτικά αιτήματα προς την τρόικα. Τουλάχιστον το μπακάλικο της κυρά-Κούλας ήταν σοβαρότερο. Και δεν διατεινόταν πως έκανε πολιτική. Χαλβά πούλαγε.
Πετώντας (μας) ιδέες (έτσι χωρίς πρόγραμμα) ο πολιτικός άνδρας έσπευδε να ξεκαθαρίσει πως δεν τίθεται θέμα κυβερνητικής συνοχής (στη συνενοχή τους): «Στο χέρι μας είναι να φύγουμε;» Μη και γίνει καμιά στραβή κατά λάθος. Χάσανε τον Παπαδήμο και βγήκανε με τις πλερέζες οι απόφοιτες της αγγλικής, που το παίζουν ιστορικοί στη Νομική, μη χάσουν και τον Σαμαρά, τώρα, που σκληραίνει και το πετσί τους. Με επιστημονική τεκμηρίωση καθηγητών πολιτικής επιστήμης μάλιστα, αφού διαμόρφωσαν αρχικά το θεωρητικό πλαίσιο προσχώρησης στο εκσυγχρονιστικό μπλοκ Τσουκάτου, Πανταγιά, Πάχτα, Βερελή, Παπαντωνίου και δεν συμμαζεύεται, τώρα αναζητούν εργαλεία για τον αμοιβαίο εκπεσμό τους. (Ένα βήμα ο Δένδιας από ’δώ, άλλα δυόμιση ο Τσούκαλης και βρέθηκε το έδαφος «πώς από χώμα να γίνουν Λάσπη»). Καλά που υπάρχουν και οι πασοκογενείς συνεργαζόμενοι να σώσουν τη χαμένη τιμή του Κουβέλη. Που προφανώς ζήλωσε την Προεδρία της δημοκρατίας, ιδιαίτερα μετά την αίγλη που προσέδωσε στο θεσμό ο Παπούλιας. Αλλά πόσες απολύσεις, αυτοκτονίες, χρεωκοπίες, πόσες μειώσεις μισθών αξίζει ένας θώκος; Ή έστω ένα χοντρά στημένο παιχνίδι;
Προσωπικά βαρέθηκα ν’ αμύνομαι διαρκώς, να τρέχω πίσω από μέτρα, καταστροφές, καταστρατηγήσεις ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, να υφίσταμαι εξευτελισμούς, φασισμούς, παραποιήσεις, διαστρεβλώσεις, αποσιωπήσεις, να μελετάω ήττες, καρφίτσες, δολοφονίες, δολοπλοκίες, να καταθέτω τα όπλα, τις ιδέες, τα χρόνια, τη ζωή μου. Ακόμα και ισοβίως έγκλειστος στο Άουσβιτς, στο Γκουαντάναμο, στις φυλακές Μπαγκράμ του Αφγανιστάν, όταν τελειώνανε τα κρεματόρια της ημέρας, οι συνήθεις βιασμοί, το ξεγύμνωμα των κολασμένων στα κολαστήρια του δυτικού πολιτισμού, οι ξεγραμμένοι, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα βλέπανε μια δύση, θ’ άγγιζαν ένα χέρι, θα αντάλλασσαν ένα έστω σφιγμένο χαμόγελο με το διπλανό τους. Γιατί καμιά καταδίκη δεν αντέχεται αιώνια.
Όχι σαν τον δικό μας εφιάλτη. Τον ανελέητο βομβαρδισμό ψεύδους, το αίμα που ρέει στα βραδινά δελτία ειδήσεων, τις δημοσιοϋπαλληλικές σάρκες που καταβροχθίζουν οι Ευμενίδες της πρωινής ραδιοφωνικής ζώνης.
Φτάνει η περί δόσεων φιλολογία: τι θα πάρουμε, πόσο, πότε, με ποια αναλογία και ποιο τίμημα; Φτάνουν οι δόσεις της Στουρνάρα, οι δόσεις και στην Τοσίτσα με τα σκουπίδια και τους ανθρώπους να γίνονται ένα –βλέπετε μέχρι Ομόνοια επιθεωρεί τα αγήματά του ο Σαμαράς. Πιστή στην ακριβή δοσολογία πριν το τέλος, κι η μάνα μου, φρόντιζε για τις δόσεις του αδιάφορου πατέρα που συνειδητοποιώντας το μάταιο της διαφυγής είχε εγκαίρως αποφασίσει την έξοδο από την άνευ λόγου παράταση της ήττας. (Μόνο εμείς οι χρεωκοπημένοι δεν θέλουμε να πειστούμε και δεν μας αφήνουν να ξεφύγουμε. Γιατί σε καταστολή είμαστε περισσότερο ευάλωτοι απ’ ότι σε απόγνωση). Αγωνία για τις άλλες δόσεις η μάνα μου, μήνα τον μήνα ότι ξέκλεβε απ’ το φαΐ πήγαιναν στον κύριο Συντέτα, αργότερα και στον υιό που κληρονόμησε την «επιχείρηση». Τρέχαμε στην Αγίου Μάρκου, σε συγκεκριμένο μαγαζί και σε συγκεκριμένο υπάλληλο. Υποτακτικοί και υποταγμένοι. Αποδεχόμενοι τους όρους του εμπόρου. Και την άκριτη κοστολόγηση. Δόσεις στα δεκαοχτώ μου για το πρώτο μου σπίτι, δόσεις για μια ελληνική ηλεκτρική κουζίνα (με το ελληνοπρεπές «σκέψου πριν αγοράσεις»), δόσεις ακόμα και μετά θάνατον ασφαλισμένες. Σε δόσεις ληξιπρόθεσμες η ζωή μας περιμένει το τέλος ως λύτρωση από τον κόσμο που τελικά δεν μας ανήκει.
Μια προσωρινή διαφυγή και μια παράταση της μιζέριας μας σχεδίαζα με τον τίτλο της περασμένης Κυριακής «βελόνες, βεντούζες, τραβήγματα» που γεννήθηκε μέσα στις εναλλακτικές αναζητήσεις των εναλλακτικών παραθεριστών της Γαύδου, που συνδυάζουν τη γαστρεντερίτιδα με το αυχενικό, την τενοντίτιδα με τις βεντούζες και την απουσία στατικού ηλεκτρισμού με το ενδεχόμενο τεκνοποιίας. (Με το ερώτημα για τις αυξανόμενες επισκέψεις στο αγροτικό ιατρείο να μένει αναπάντητο: βάρυνε η πρωτοποριακή μέθοδος θεραπείας, το μεστά ώριμο προφίλ του ιατρού, ή η προχωρημένη πλέον ηλικία μας;)
Για το κίνημα πατάτας ήθελα να μιλήσω, (πριν με καταπιεί ο Χατζησωκράτης), που εξακολουθεί να προσελκύει τους αριστερούς παραθεριστές από κοινού με το κίνημα βλίτων. Για τα ψήγματα μυζήθρας στη χωριάτικη, καθώς από χρόνια στις ταβέρνες της Γαύδου η μυζήθρα είναι συνδεδεμένη με επιτόκιο euribor. Για το σημαδιακό πανηγύρι του Άι Γιάννη –πολιούχου της ομώνυμης παραλίας, των σκηνιτών, όλων μας, καθώς στις 29 Αυγούστου γιορτάζουμε την αποτομή (αποκεφαλισμό) του. Θύμα του άκρατου ηδονισμού ενός άρχοντος. Κι ενός συστήματος.
Αυτήν την ατάκα μου θύμισε προχτές ο Χατζησωκράτης –επαγγελματίας διευθυντής κοινοβουλευτικών ομάδων (προφανώς λόγω εξειδίκευσης απ’ τον ΟΑΕΔ)–, όταν διατύπωνε από ραδιοφώνου εναλλακτικά αιτήματα προς την τρόικα. Τουλάχιστον το μπακάλικο της κυρά-Κούλας ήταν σοβαρότερο. Και δεν διατεινόταν πως έκανε πολιτική. Χαλβά πούλαγε.
Πετώντας (μας) ιδέες (έτσι χωρίς πρόγραμμα) ο πολιτικός άνδρας έσπευδε να ξεκαθαρίσει πως δεν τίθεται θέμα κυβερνητικής συνοχής (στη συνενοχή τους): «Στο χέρι μας είναι να φύγουμε;» Μη και γίνει καμιά στραβή κατά λάθος. Χάσανε τον Παπαδήμο και βγήκανε με τις πλερέζες οι απόφοιτες της αγγλικής, που το παίζουν ιστορικοί στη Νομική, μη χάσουν και τον Σαμαρά, τώρα, που σκληραίνει και το πετσί τους. Με επιστημονική τεκμηρίωση καθηγητών πολιτικής επιστήμης μάλιστα, αφού διαμόρφωσαν αρχικά το θεωρητικό πλαίσιο προσχώρησης στο εκσυγχρονιστικό μπλοκ Τσουκάτου, Πανταγιά, Πάχτα, Βερελή, Παπαντωνίου και δεν συμμαζεύεται, τώρα αναζητούν εργαλεία για τον αμοιβαίο εκπεσμό τους. (Ένα βήμα ο Δένδιας από ’δώ, άλλα δυόμιση ο Τσούκαλης και βρέθηκε το έδαφος «πώς από χώμα να γίνουν Λάσπη»). Καλά που υπάρχουν και οι πασοκογενείς συνεργαζόμενοι να σώσουν τη χαμένη τιμή του Κουβέλη. Που προφανώς ζήλωσε την Προεδρία της δημοκρατίας, ιδιαίτερα μετά την αίγλη που προσέδωσε στο θεσμό ο Παπούλιας. Αλλά πόσες απολύσεις, αυτοκτονίες, χρεωκοπίες, πόσες μειώσεις μισθών αξίζει ένας θώκος; Ή έστω ένα χοντρά στημένο παιχνίδι;
Προσωπικά βαρέθηκα ν’ αμύνομαι διαρκώς, να τρέχω πίσω από μέτρα, καταστροφές, καταστρατηγήσεις ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, να υφίσταμαι εξευτελισμούς, φασισμούς, παραποιήσεις, διαστρεβλώσεις, αποσιωπήσεις, να μελετάω ήττες, καρφίτσες, δολοφονίες, δολοπλοκίες, να καταθέτω τα όπλα, τις ιδέες, τα χρόνια, τη ζωή μου. Ακόμα και ισοβίως έγκλειστος στο Άουσβιτς, στο Γκουαντάναμο, στις φυλακές Μπαγκράμ του Αφγανιστάν, όταν τελειώνανε τα κρεματόρια της ημέρας, οι συνήθεις βιασμοί, το ξεγύμνωμα των κολασμένων στα κολαστήρια του δυτικού πολιτισμού, οι ξεγραμμένοι, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα βλέπανε μια δύση, θ’ άγγιζαν ένα χέρι, θα αντάλλασσαν ένα έστω σφιγμένο χαμόγελο με το διπλανό τους. Γιατί καμιά καταδίκη δεν αντέχεται αιώνια.
Όχι σαν τον δικό μας εφιάλτη. Τον ανελέητο βομβαρδισμό ψεύδους, το αίμα που ρέει στα βραδινά δελτία ειδήσεων, τις δημοσιοϋπαλληλικές σάρκες που καταβροχθίζουν οι Ευμενίδες της πρωινής ραδιοφωνικής ζώνης.
Φτάνει η περί δόσεων φιλολογία: τι θα πάρουμε, πόσο, πότε, με ποια αναλογία και ποιο τίμημα; Φτάνουν οι δόσεις της Στουρνάρα, οι δόσεις και στην Τοσίτσα με τα σκουπίδια και τους ανθρώπους να γίνονται ένα –βλέπετε μέχρι Ομόνοια επιθεωρεί τα αγήματά του ο Σαμαράς. Πιστή στην ακριβή δοσολογία πριν το τέλος, κι η μάνα μου, φρόντιζε για τις δόσεις του αδιάφορου πατέρα που συνειδητοποιώντας το μάταιο της διαφυγής είχε εγκαίρως αποφασίσει την έξοδο από την άνευ λόγου παράταση της ήττας. (Μόνο εμείς οι χρεωκοπημένοι δεν θέλουμε να πειστούμε και δεν μας αφήνουν να ξεφύγουμε. Γιατί σε καταστολή είμαστε περισσότερο ευάλωτοι απ’ ότι σε απόγνωση). Αγωνία για τις άλλες δόσεις η μάνα μου, μήνα τον μήνα ότι ξέκλεβε απ’ το φαΐ πήγαιναν στον κύριο Συντέτα, αργότερα και στον υιό που κληρονόμησε την «επιχείρηση». Τρέχαμε στην Αγίου Μάρκου, σε συγκεκριμένο μαγαζί και σε συγκεκριμένο υπάλληλο. Υποτακτικοί και υποταγμένοι. Αποδεχόμενοι τους όρους του εμπόρου. Και την άκριτη κοστολόγηση. Δόσεις στα δεκαοχτώ μου για το πρώτο μου σπίτι, δόσεις για μια ελληνική ηλεκτρική κουζίνα (με το ελληνοπρεπές «σκέψου πριν αγοράσεις»), δόσεις ακόμα και μετά θάνατον ασφαλισμένες. Σε δόσεις ληξιπρόθεσμες η ζωή μας περιμένει το τέλος ως λύτρωση από τον κόσμο που τελικά δεν μας ανήκει.
Μια προσωρινή διαφυγή και μια παράταση της μιζέριας μας σχεδίαζα με τον τίτλο της περασμένης Κυριακής «βελόνες, βεντούζες, τραβήγματα» που γεννήθηκε μέσα στις εναλλακτικές αναζητήσεις των εναλλακτικών παραθεριστών της Γαύδου, που συνδυάζουν τη γαστρεντερίτιδα με το αυχενικό, την τενοντίτιδα με τις βεντούζες και την απουσία στατικού ηλεκτρισμού με το ενδεχόμενο τεκνοποιίας. (Με το ερώτημα για τις αυξανόμενες επισκέψεις στο αγροτικό ιατρείο να μένει αναπάντητο: βάρυνε η πρωτοποριακή μέθοδος θεραπείας, το μεστά ώριμο προφίλ του ιατρού, ή η προχωρημένη πλέον ηλικία μας;)
Για το κίνημα πατάτας ήθελα να μιλήσω, (πριν με καταπιεί ο Χατζησωκράτης), που εξακολουθεί να προσελκύει τους αριστερούς παραθεριστές από κοινού με το κίνημα βλίτων. Για τα ψήγματα μυζήθρας στη χωριάτικη, καθώς από χρόνια στις ταβέρνες της Γαύδου η μυζήθρα είναι συνδεδεμένη με επιτόκιο euribor. Για το σημαδιακό πανηγύρι του Άι Γιάννη –πολιούχου της ομώνυμης παραλίας, των σκηνιτών, όλων μας, καθώς στις 29 Αυγούστου γιορτάζουμε την αποτομή (αποκεφαλισμό) του. Θύμα του άκρατου ηδονισμού ενός άρχοντος. Κι ενός συστήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου