Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

69 ευ­ρώ οι 100 τρί­χες...

Κώ­στας Κρεμ­μύ­δας, απο την Εποχη...
wrong ring / wrong guy
(α­τά­κα α­πό το Sex in the city)

Η ση­μα­σιο­λο­γία της έκ­φρα­σης ε­πι­τρέ­πει, προϋπο­θέ­τει, δια­κιν­δυ­νεύει, ή ε­πι­φυ­λάσ­σει, α­πό ε­γκώ­μια έως πα­ρε­ξη­γή­σεις, α­πό υ­πο­νοού­με­να μέ­χρι κοι­νο­το­πίες, α­πό συμ­βα­τι­κές ρη­το­ρείες μέ­χρι λι­βα­νω­τούς. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη κο­στο­λό­γη­ση εμ­φύ­τευ­σης μαλ­λιών, για πα­ρά­δειγ­μα, που ε­πι­λέ­γω ως ση­με­ρι­νό τίτ­λο μπο­ρεί να ε­μπε­ριέ­χει σε­ξουα­λι­κά υ­πο­νοού­με­να, αν ταυ­τί­σει κά­ποιος την πε­ριώ­νυ­μη στά­ση με το κό­στος της θε­ρα­πείας, να συ­νο­ψί­ζει τη θέ­ση μου για τις συ­νέ­πειες των μνη­μο­νίων, να δια­τυ­μπα­νί­ζει την κα­τ’ ε­ξα­κο­λού­θη­ση α­σέλ­γεια εις βά­ρος του λα­ού, ή να α­ξιο­λο­γεί, με το συ­να­κό­λου­θο ου­σια­στι­κό «τρί­χες» το κυ­βερ­νη­τι­κό έρ­γο. Αφή­στε που δί­νει λα­βή και στην τρόι­κα: Στις τρί­χες ξό­δευαν τα ευ­ρώ μας οι Έλλη­νες.

Ως «τρί­χες» μπο­ρεί να α­πο­τι­μη­θούν οι προ­ε­δρι­κές πα­ρο­τρύν­σεις η­θι­κο­πλα­στι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, η φι­λο­πα­τρία των κυ­βερ­νώ­ντων, το μά­τω­μα, η εν γέ­νει πά­λη υ­πέρ του λα­ού άλ­λο­τε ως ρή­μα («πα­λεύω») κι άλ­λο­τε ως ου­σια­στι­κό («ο πα­λαι­στής»), το α­ντάλ­λαγ­μα που θα κα­τα­βλη­θεί για έ­ναν θώ­κο. (Εδώ οι «τρί­χες» προσ­διο­ρί­ζο­νται στο α­ντι­κεί­με­νο του πό­θου). Τρί­χες και οι δη­λώ­σεις Κε­δί­κο­γλου πριν καν α­νοί­ξει το στό­μα του, η η­γε­τι­κή δη­μο­σιο­γρα­φι­κή ο­μά­δα του Σκάι, οι α­θλη­τι­κές ει­δή­σεις στο ί­διο κα­νά­λι, τα στοι­χεία των τη­λε­φω­νι­κών υ­πο­κλο­πών α­πό τον ε­πί­ση­μο –ό­πως δια­τεί­νο­νται– κο­ριό της ΕΥ­Π, η ΕΥΠ γε­νι­κώς, οι κο­ριοί με ό­λο το σέ­βας στον ε­παγ­γελ­μα­τι­σμό των χα­φιέ­δων.
Τρί­χες, και Το μα­χαί­ρι στο κόκ­κα­λο», η ά­δο­ξη κα­τά­λη­ξη μιας πα­νε­πι­στη­μια­κής κα­ριέ­ρας, η κα­τά­ντια ε­νός συ­νταγ­μα­το­λό­γου, έ­να βι­βλίο του Μί­μη Ανδρου­λά­κη (σ.σ. τα γρά­φω τώ­ρα για­τί πού να τολ­μή­σω ό­ταν θά ’ναι στα η­γε­τι­κά μας κλι­μά­κια), τα τη­λε­ο­πτι­κά πά­νε­λ, οι μα­γκιές των κου­μπου­ρο­φό­ρων, οι ξε­νό­γλωσ­σες α­με­ρι­κα­νιές τύ­που deputy manager με στα γκι­σέ τρα­πε­ζών, οι γιά­πις που α­πο­λύουν συ­να­δέλ­φους μέ­χρι νά ’ρθει η σει­ρά τους, οι «θέ­σεις ευ­θύ­νης» Οργα­νι­σμών που συ­νή­θως υ­πέ­κρυ­πταν (ή μάλ­λον το δια­τυ­μπά­νι­ζαν) υ­πο­τα­γή στον πρά­σι­νο ή­λιο, και στα «πρά­σι­να ά­λο­γα» κα­τά ο­μόρ­ρι­ζη προ­φη­τι­κή έκ­φρα­ση του παπ­πού μου.

Από την άλ­λη, το δα­χτυ­λί­δι συμ­βο­λί­ζει, του­λά­χι­στον για τις Αμε­ρι­κα­νί­δες, την ο­λο­κλή­ρω­ση ε­νός ο­νεί­ρου και τη δι­καίω­ση της γυ­ναι­κείας φύ­σης: η πρό­τα­ση γά­μου και οι υ­πο­σχέ­σεις αιώ­νιας πί­στης. Αλλά και ε­ρω­τι­κό σύμ­βο­λο, α­ντα­μοι­βή μιας πα­ρά­νο­μης σχέ­σης, ε­ξα­γο­ρά συ­γνώ­μης για α­πι­στία –τό­σο ε­ρω­τι­κή ό­σο και πο­λι­τι­κή. Για­τί το δα­χτυ­λί­δι λει­τουρ­γεί και ως όρ­γα­νο με­τα­βί­βα­σης της ε­ξου­σίας, ως σφρα­γί­δα και πι­στο­ποίη­ση η­γε­σίας, αλ­λά και ως φο­νι­κό ό­πλο, α­κό­μα και μέ­σον πα­τρο­κτο­νίας. Από τα ρω­μαϊκά χρό­νια εί­χαν ε­ξε­λιχ­θεί σε κρύ­πτες δη­λη­τη­ρίων. (Με­τά τ’ α­ξιο­ποίη­σε ο Τζέι­μς Μπο­ντ).

Δυο πράγ­μα­τα α­πό την παι­δι­κή μου η­λι­κία δεν ά­ντε­χα: την προ­σφώ­νη­ση «το α­φε­ντι­κό μου» που δι­καιο­λο­γού­σα στη φτω­χι­κή Ελλά­δα του ’60 ως δη­λω­τι­κό αυ­το­νό­η­της υ­πο­τα­γής του α­νί­σχυ­ρου έ­να­ντι του πα­ντο­δύ­να­μου ι­διο­κτή­τη των μέ­σων πα­ρα­γω­γής. Και δεύ­τε­ρον «τους α­πό πί­σω» που πλή­θαι­ναν μα­ζί με την ε­ξέ­λι­ξη των ΜΜΕ. Όλοι αυ­τοί που κου­νού­σαν πέ­ρα δώ­θε το κε­φά­λι πί­σω α­πό το ίν­δαλ­μα/η­γέ­τη ώ­στε σε κά­ποια ά­κρη του φα­κού και της κά­με­ρας ν’ α­πα­θα­να­τι­στούν.
Έστω ως κου­κί­δα, κα­ρι­κα­τού­ρα, γλά­στρα, μπού­γιο, χει­ρο­κρο­τη­τές, συ­νο­δοί, ο­πα­δοί, ε­φα­ψίες της πα­ρο­δι­κής ει­κό­νας. Τους βλέ­πα­με στις ε­φη­με­ρί­δες να πα­ρα­λη­ρούν δί­πλα στο «γέ­ρο της δη­μο­κρα­τίας», στις πα­ρε­λά­σεις πί­σω α­πό τους ση­μαιο­στο­λι­σμέ­νους α­ξιω­μα­τού­χους, στα Επί­και­ρα να ε­πευ­φη­μούν τους λό­γους του Πα­πα­δό­που­λου, να χει­ρο­κρο­τούν το μυ­στρί του Πατ­τα­κού, ξυ­πό­λη­τη μα­ρί­δα γύ­ρω α­π’ το κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό συ­νερ­γείο, να σπρώ­χνο­νται α­πό τους χω­ρο­φύ­λα­κες στο Φε­στι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης ί­σα για ν’ αγ­γί­ξουν τον Μπάρ­κου­λη, και το φου­ρό της Βου­γιου­κλά­κη.
Στα νεό­τε­ρα χρό­νια α­πέ­κτη­σαν με­γα­λύ­τε­ρα ε­ρεί­σμα­τα λό­γω τη­λεό­ρα­σης. Έτσι τους «α­πό πί­σω» τους βλέ­που­με να συ­νω­στί­ζο­νται στη διάρ­κεια συ­νέ­ντευ­ξης του Κον­στά­ντζο, στο Κα­στε­λό­ρι­ζο με τον Γιωρ­γά­κη, ε­ξα­φα­νι­σμέ­νοι α­πό τον ό­γκο του Βε­νι­ζέ­λου, στους λό­γους του Τσί­πρα, ή στη φι­γού­ρα του Χατ­ζη­σω­κρά­τη δια­κρι­τι­κά δυο βή­μα­τα πί­σω και πλα­γιο­με­τω­πι­κά του Κου­βέ­λη. Μοιά­ζει α­νε­ξή­γη­το αλ­λά εί­ναι σω­στή η πα­ρα­τή­ρη­ση του Στέ­φα­νου πως αυ­τή η κα­τη­γο­ρία, οι «α­πό πί­σω» δη­λα­δή, υ­πάρ­χουν α­κό­μα και στους πο­λι­τι­κούς ορ­γα­νι­σμούς, κι ό­χι μο­νά­χα των α­στι­κών κομ­μά­των.
Ψη­φί­ζουν πά­ντα την πρό­τα­ση του αρ­χη­γού, α­κό­μα και του συγ­γε­νι­κού τους πε­ρι­βάλ­λο­ντος (ας πού­με του α­δελ­φού του προέ­δρου στον Άγιο Στέ­φα­νο, ή της για­γιάς του στο Μπρα­χά­μι, κ.ο.κ.). Η συγ­γέ­νεια, α­κό­μα κι η εξ αγ­χι­στείας, α­πο­κτά πο­λι­τι­κή υ­πό­στα­ση στα μά­τια του α­πλού ο­πα­δού, που ψη­φί­ζει ό­χι την ου­σία της πρό­τα­σης αλ­λά τον φο­ρέα της. Μια βε­ντά­λια που ξε­κι­νά α­πό τον Κύρ­κο και κα­τα­λή­γει στο σή­με­ρα.
Οι ί­διοι που διορ­γα­νώ­νουν συ­γκε­ντρώ­σεις να με­τα­πεί­σουν τον έ­ναν η­γέ­τη και με­τά ε­ξυ­μνούν την πο­λι­τι­κή διο­ρα­τι­κό­τη­τα του άλ­λου. Που νε­κρα­να­σταί­νουν τις πα­λιο­μο­δί­τι­κες πο­σο­στώ­σεις, α­ντί ν’ α­να­ζη­τή­σουν την αι­σθη­τι­κή στην Πο­λι­τι­κή Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή: πο­σό­στω­ση στο χρώ­μα μαλ­λιών, το ύ­ψος, τα μά­τια, την πλη­θυ­ντι­κή (κι ό­χι δυα­δι­κή) α­ντι­με­τώ­πι­ση των φύ­λων, ή το πιο πρό­σφα­το, τις σε­ξουα­λι­κές ε­πι­δό­σεις του υ­πο­ψη­φίου.

Τα πα­λιά τέ­λειω­σαν –το ξέ­ρουν α­κό­μα κι οι βρι­κό­λα­κες που το πρωί πί­νουν αί­μα στα υ­πουρ­γεία και κά­θε βρά­δυ τρέ­χου­νε στις τη­λε­ο­ρά­σεις, ε­νώ α­πό τις κα­ρέ­κλες τους στά­ζουν αρ­γά στα­γό­νες αί­μα­τος που α­πο­τυ­πώ­νουν οι φρι­κα­ρι­σμέ­νοι κά­με­ρα­μαν. Ανή­συ­χοι για­τί α­κρι­βώς εί­ναι οι μό­νοι που ε­στιά­ζουν. Οι υ­πό­λοι­ποι κι­νού­μα­στε με­τα­ξύ α­χρω­μα­το­ψίας/κα­ταρ­ρά­χτη/στρα­βι­σμού και πρε­σβυω­πίας που υ­πο­δη­λώ­σει γή­ρας και αι­τιο­λο­γεί στοι­χί­σεις.

Από το 1917 η Αρι­στε­ρά με­τρά α­πώ­λειες ί­σως γι’ αυ­τό μά­θα­με να κι­νού­μα­στε α­νά­με­σα στη Χα­μέ­νη ά­νοι­ξη, στο Ανα­ζη­τώ­ντας τον χα­μέ­νο χρό­νο, το Χά­νο­μαι χά­νο­μαι/ μί­κρυ­ναν τα ρού­χα μου ή/ έ­τσι αι­σθά­νο­μαι του Νό­τη Σφα­κια­νά­κη και τους Χά­νο­μαι για­τί ρεμ­βά­ζω.
Θα ξε­πε­ρά­σου­με ά­ρα­γε το σύν­δρο­μο αυ­τή τη φο­ρά;

Κώ­στας Κρεμ­μύ­δας
mandragoras_magazine@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων