Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Γιατί φοβούνται τον ΣΥΡΙΖΑ;

του Κύρκου Δοξιάδη, απο τα Ενθεματα...

Πάουλ Κλε, «Τυμπανιστής», 1940
Για καιρό, η διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς, στη διάχυτη αντίληψη περί πολιτικής, στην επικρατούσα πολιτική κουλτούρα, στα μυαλά πάρα πολλών ανθρώπων, αλλά ακόμη και σε κείμενα πολιτικής θεωρίας, συνοδευόταν από ένα δίλημμα που παρουσιαζόταν ως λίγο-πολύ αδυσώπητα αναπόφευκτο: Ότι στο γνωστό τρίπτυχο της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης οφείλει κανείς να επιλέξει αν δίνει προτεραιότητα στον πρώτο όρο ή στους άλλους δύο. Και ανάλογα με αυτή του την επιλογή, αυτομάτως, ούτως ειπείν, τοποθετούσε κανείς τον εαυτό του προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος αντίστοιχα.
Όσο και αν ακούγεται υπερβολικά σχηματικό –και είναι–, το παραπάνω δίλημμα μαζί με την επίλυσή του ως κριτήριο διάκρισης Δεξιάς και Αριστεράς ήταν διάχυτο στην πολιτική ρητορεία, πρώτιστα της Δεξιάς. Ως επιχείρημα εναντίον της Αριστεράς ήταν πανίσχυρο. Και αυτό για δύο κυρίως λόγους, σε δύο διαφορετικά επίπεδα.
Στο πραγματολογικό-ιστορικό επίπεδο, είναι γεγονός ότι τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με όλες τις λιγότερο ή περισσότερο σταλινικές παραλλαγές τους, αποτελούσαν ολοζώντανο παράδειγμα ότι τουλάχιστον για την Αριστερά το δίλημμα είχε όντως επιλυθεί εις βάρος της ελευθερίας. Για καιρό, όσο κι αν διαρρήγνυε τα ιμάτιά της η ανανεωτική Αριστερά ότι πιστεύει στην ελευθερία και στη δημοκρατία, λίγο ήταν πιστευτή, ακόμη και σε καλοπροαίρετους μη αριστερούς.
Η ειρωνεία είναι ότι και στο εννοιολογικό-θεωρητικό επίπεδο η Δεξιά επίσης έβρισκε ερείσματα στην Αριστερά. Αναφέρομαι στον οικονομικό αναγωγισμό που χαρακτήριζε κατά μέγα μέρος τον θεωρητικό λόγο της Αριστεράς, και που οδηγούσε, μεταξύ άλλων, σε μια ουσιώδη υποβάθμιση της αξίας της πολιτικής ελευθερίας — ήτοι, της ελευθερίας ως άρρηκτα συνδεδεμένης με την ιδιότητα του πολίτη καθώς και με την αξιακή στήριξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εφόσον η Αριστερά δεν ενδιαφερόταν και τόσο για αυτήν ακριβώς την έννοια της ελευθερίας –έστω στον θεωρητικό της λόγο, αλλά η θεωρητική υποβάθμιση είχε και πρακτικές συνέπειες–, η Δεξιά βρήκε ελεύθερο το πεδίο να την υποβαθμίσει με τον δικό της τρόπο. Αρχικά επίσης στη θεωρία, κατόπιν και στην πράξη διαμέσου της εφαρμογής της πρώτης.
Μια κρίσιμη –και με ολέθριες για τη δημοκρατία συνέπειες– συμβολή του νεοφιλελευθερισμού, τόσο στη σφαίρα της πολιτικής θεωρίας όσο και σε εκείνην της πολιτικής πρακτικής, συνίσταται ακριβώς σε μια ιδιόμορφη αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική υποβάθμιση της ιδέας της πολιτικής ελευθερίας. Η νεοφιλελεύθερη θεωρητική και πολιτική παρέμβαση κατά κύριο λόγο έγκειται στη συρρίκνωση της έννοιας της ελευθερίας ως αξιακού προτάγματος σε μία και μοναδική εκδοχή της: στην ελευθερία της αύξησης του προσωπικού εισοδήματος, δηλαδή του πλουτισμού, διαμέσου του ανταγωνισμού. Τα δικαιώματα και οι ελευθεριακές αξίες που δεν έχουν να κάνουν με τούτη τη νεοφιλελεύθερη «ελευθερία» περνάνε σε δεύτερη μοίρα, αν όχι στην πλήρη απαξίωση. Αρχικά, και μέχρι πρότινος, τούτη η συρρίκνωση της ελευθερίας δεν ήταν τόσο άμεσα εμφανής. Απλώς, με αυτή την ατομοκεντρική και ανταγωνιστική ανασημασιοδότηση της αξίας της ελευθερίας, η ιδεολογική διάσταση που ήδη υπήρχε μεταξύ αυτής και των αξιών της ισότητας και της αλληλεγγύης προσέλαβε μορφή οριστικού ιδεολογικού διαζυγίου.
Με την κρίση όμως, η εν λόγω υποβάθμιση-συρρίκνωση κατέστη κραυγαλέα. Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι στις μέρες μας, ιδίως στην Ελλάδα αλλά όχι μόνο, το «ευγενές» νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της ελευθερίας της επιδίωξης του ατομικού οφέλους μέσα σε συνθήκες «θεμιτού» ανταγωνισμού έχει μετατραπεί σε μια παραλλαγή του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ακόμη και η ήδη κουτσουρεμένη νεοφιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας απογυμνώνεται πλέον από το «αξιοκρατικό» της περίβλημα και παρουσιάζεται ως αυτό που στην ουσία της ήταν ανέκαθεν: ελευθερία του ισχυρότερου. Σε μια κατεύθυνση περίπου αντίστροφη προς τον χομπσιανό ηγεμόνα που εκαλείτο να περιστείλει την αυθαιρεσία του πιο ισχυρού, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί σήμερα, από κοινού με μια κατά μέγα μέρος επίπλαστη αλλά και επισφαλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν έχουν πλέον άλλη αποστολή απ’ το να επιβάλλουν ως νόμο του κράτους την ελευθερία του ισχυρότερου και τις κοινωνικές της επιπτώσεις. Οποιαδήποτε σύνδεση της «ελευθερίας» του σημερινού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με την ελευθερία ως οικουμενική αξία του Διαφωτισμού δεν μπορεί παρά να προκαλεί καγχασμό.
Σε αυτή τη συγκυρία, εύλογος είναι ο φόβος που προξενεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις καθεστωτικές δυνάμεις παντός είδους. Το εκβιαστικό δίλημμα: «είτε ελευθερία είτε ισότητα και αλληλεγγύη» ως ιδεολογικό επιχείρημα έχει πλέον καταρρεύσει. Τώρα είναι ηλίου φαεινότερον ότι η ανελευθερία βρίσκεται στην ίδια πλευρά με την ανισότητα και την κοινωνική αναλγησία. Ο φόβος λοιπόν εκείνης της πλευράς είναι ότι η σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά θα αποτελέσει έμπρακτη απόδειξη μιας αλήθειας που ίσχυε εξαρχής αλλά που μας την έκρυβαν: ελευθερία, ισότητα και αλληλεγγύη πάνε μαζί.
Ο Κύρκος Δοξιάδης διδάσκει κοινωνική θεωρία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων