Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Η βία της αποδοχής της βίας...

Φωτεινή Τσαλίκογλου, απο 1against  racism...
Η συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Φωτεινή Τσαλίκογλου σχολιάζει το άρθρο «Η κοινοτοπία του κακού», το οποίο έγραψε ύστερα από επίσκεψή της στην Αθήνα, η Laura Boldrini, υπέυθυνη του Τομέα Ενημέρωσης του Περιφερειακού Γραφείου της Υ.Α. για τη Νότια Ευρώπη.
Yπάρχει κάτι που φοβίζει περισσότερο από τη βία – είναι η αποδοχή της από αυτόν που την υφίσταται. Η αίσθηση ότι «έτσι είναι τα πράγματα και δεν γίνεται αλλιώς», ότι πρέπει κάπου, κάπως, προκειμένου να επιβιώσεις, να αποδεχτείς ως φυσικό, ή ως αναγκαίο το αποτρόπαιο.
Η ταύτιση αυτή του εαυτού σου με ένα αξιοκαταφρόνητο και άρα άξιο κακοποίησης αντικείμενο είναι αφάνταστα βλαβερή, όχι μόνο για την υπόθεση της ψυχικής υγείας, αλλά και για την αξιακή θεμελίωση του ίδιου του πολιτισμού μας.
Η κουλτούρα βίας που αναπτύσσεται μέσα στην κρίση, ο λόγος μίσους που με τόση ευχέρεια αρθρώνεται, η κατασκευή φανταστικών εχθρών, ικανών να παίρνουν πάνω τους όλα τα δεινά μιας αφόρητης ύπαρξης και συνύπαρξης, είναι στοιχεία που συνθέτουν το στίγμα της εποχής μας. Ανάλγητη εποχή, που αδειάζει τον άνθρωπο από την ανθρωπιά του. Το μίσος ως τρόπος ζωής. Η μισαλλοδοξία ως μορφή επιβίωσης.
Υπάρχει όμως και ένας πιο χθόνιος μηχανισμός, η πανουργία δεν είναι προνόμιο μόνο της ιστορίας, ανήκει και στην ιστορία του ανθρώπινου ψυχισμού. Όταν ο ψυχισμός βάλλεται, όταν απειλείται από παντού η επιδίωξη της επιβίωσης, τότε φτάνεις στο σημείο, σαν ένα έσχατο σημείο αυτοπροστασίας, να αποδεχτείς αυτή την κακοποίηση ως κάτι το φυσικό, το αναμενόμενο, το κοινότοπο.
Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, η κοινοτοπία του κακού της Χάνα Αρεντ, η παθητική νομιμοποίηση των βασανιστηρίων σε ορισμένους αιχμάλωτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αναζωπυρώνονται και γίνονται «αλλιώς» επίκαιρα στη σημερινή αδιανόητη εποχή μας.
Το ερώτημα που μένει αναπάντητο και απαιτεί μια απάντηση που ο καθένας από εμάς καλείται να δώσει είναι: Πώς μέσα από την αγρύπνια της σκέψης και του συναισθήματος μας να αντισταθούμε σε αυτή την ύπουλη, και μέρα τη μέρα εντεινόμενη, σταδιακή εξοικείωση με το αποτρόπαιο;
Το 1973, τέσσερις Σουηδοί που κρατήθηκαν ως όμηροι για έξι ημέρες σε θησαυροφυλάκιο τράπεζας, κατά τη διάρκεια της ληστείας, «δέθηκαν» συναισθηματικά με τους εγκληματίες που τους κρατούσαν, ένα φαινόμενο που ονομάστηκε Σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Σύμφωνα με τους ψυχολόγους ο δεσμός αυτός με τους κακοποιούς ήταν ένα μέσο που ανέπτυξαν οι όμηροι προκειμένου να αντέξουν τη βία.
Στις 10:15 το πρωί της Πέμπτης, 23 Αυγούστου του 1973 η «Sveriges Kredidbank» της Στοκχόλμης σείστηκε από πυροβολισμούς. «Το πάρτυ μόλις άρχισε», ανακοίνωσε ο 32χρονος Jan-Erik Olsson, παλιός δραπέτης φυλακών. «Το πάρτυ», πράγματι, συνεχίστηκε για περίπου 131 ώρες, ή με άλλα λόγια για πάνω από πέντε ημέρες, καθώς ο Olsson κράτησε ομήρους τέσσερις υπαλλήλους της τράπεζας στο θησαυροφυλάκιο μέχρι αργά το απόγευμα της 28ης Αυγούστου.
Παρόλο που η ληστεία από μόνη της δεν ήταν συνταρακτικής σημασίας, αργότερα οι συνεντεύξεις των τεσσάρων ομήρων έφεραν στο φως αναπάντεχες συνέπειες. Συνέπειες που επαληθεύτηκαν σε πολυάριθμες άλλες «καταστάσεις ομηρίας» στα χρόνια που ακολούθησαν.
Αν και οι αιχμάλωτοι από μόνοι τους δεν ήταν σε θέση να το εξηγήσουν, παρουσίασαν μία παράξενη σχέση με τους εγκληματίες που τους κρατούσαν. Ταυτίστηκαν με αυτούς ενώ ένιωθαν φόβο γι” αυτούς που έβαλαν τέλος στην αιχμαλωσία τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα κατέθεσαν υπέρ των εγκληματιών ή συγκέντρωσαν χρήματα για τη νομική υπεράσπισή τους.
Η Σουηδική τοποθεσία της «Sveriges Kreditbank» έδωσε το όνομά της σε αυτήν την πνευματική διαταραχή ως «Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης».
Η μακροχρόνια ψυχολογική έρευνα του περιστατικού αυτού και άλλων παρόμοιων καταστάσεων ομηρίας έχει καταλήξει σε ένα σαφές και χαρακτηριστικό σύνολο συμπτωμάτων για το Σύνδρομο της Στοκχόλμης:
Οι όμηροι αρχίζουν να ταυτίζονται με τους εγκληματίες που τους κρατάνε. Αρχικά τουλάχιστον, αυτή η ταύτιση αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας, που βασίζεται (συνήθως ασυνείδητα) στην ιδέα ότι ο εγκληματίας δεν θα βλάψει τον αιχμάλωτο εάν αυτός είναι συνεργάσιμος και ακόμη αν τον υποστηρίζει απόλυτα. Ο αιχμάλωτος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του εγκληματία με σχεδόν παιδαριώδη τρόπο.
Ο όμηρος συνήθως αντιλαμβάνεται τις προσπάθειες όσων επιδιώκουν να τον σώσουν, ως ενέργειες που πιθανώς θα τον βλάψουν αντί να επιτύχουν την απελευθέρωσή του. Προσπάθειες διάσωσης μπορεί να μετατρέψουν μία ανεκτή κατάσταση σε θανατηφόρα. Εάν οι σφαίρες της αστυνομίας δεν τον πετύχουν, πολύ πιθανόν θα το κάνουν αυτές που προέρχονται από τον εγκληματία.
Η μακροχρόνια αιχμαλωσία θεμελιώνει μια ακόμη πιο δυνατή εξάρτηση από τον εγκληματία καθώς γίνεται γνωστός ως ένα ανθρώπινο πλάσμα με τα δικά του προβλήματα και τις δικές του φιλοδοξίες. Ιδιαίτερα σε πολιτικές ή ιδεολογικές καταστάσεις, η μακροχρόνια αιχμαλωσία επιτρέπει στον αιχμάλωτο να εξοικειωθεί με τις απόψεις του εγκληματία και την ιστορία των αδικημάτων του κατά της αρχής. Ακόμη μπορεί να καταλήξει να πιστεύει ότι η θέση του εγκληματία είναι η δίκαιη.
Ο αιχμάλωτος επιδιώκει να απομακρυνθεί συναισθηματικά από την κατάσταση με το να αρνείται ότι όντως αυτή συμβαίνει. Έχει την εντύπωση ότι «όλα είναι ένα όνειρο». Άλλοτε πάλι βυθίζεται σε υπερβολικές περιόδους ύπνου ή σε παραισθήσεις στις οποίες σώζεται με μαγικό τρόπο. Μπορεί να προσπαθήσει να ξεχάσει την κατάσταση απασχολώντας τον εαυτό του σε άχρηστες αλλά χρονοβόρες «εργασίες».
Ανάλογα με το βαθμό της ταύτισης με τον εγκληματία μπορεί να αρνηθεί ότι αυτός έχει άδικο πιστεύοντας ότι οι επίδοξοι σωτήρες του και η επιμονή τους να τιμωρήσουν τον εγκληματία είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων