Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Η Ιωάννα Γαϊτάνη, ο Νίκος Χατζηνικολάου και ο ΣΥΡΙΖΑ ...


Του Χρήστου Βαλλιάνου, Red NoteBook...
Για μια ακόμα φορά, η δημόσια τοποθέτηση ενός στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ που φαίνεται να παρεκκλίνει από την επίσημη θέση του πολιτικού του φορέα, κερδίζει τη μερίδα του λέοντος, ειδικά στον τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό σχολιασμό της επικαιρότητας.
Αυτή η βδομάδα ανήκε δικαιωματικά στις γνωστές δηλώσεις της βουλευτίνας του ΣΥΡΙΖΑ Ιωάννας Γαϊτάνη. Θυμίζω ότι η  Ι. Γαϊτάνη σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Nova Makedonia  είχε υποστηρίξει τη θέση ότι το κράτος βορείως της Ελλάδας που είναι αναγνωρισμένο από μια πλειάδα άλλων χωρών ως Δημοκρατία της Μακεδονίας θα πρέπει να αποκαλείται και από την Ελλάδα με το ίδιο όνομα. Πρόκειται για μια θέση που δεν είναι μόνο δική της αλλά απηχεί τις απόψεις ενός σημαντικού τμήματος του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ και της  αριστεράς γενικότερα, εντός και εκτός Ελλάδας – αλλά και τμήματος της κοινής γνώμης που δεν αυτοαναγνωρίζεται στην αριστερά.

Από το σύνολο των συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα οργισμένων αντιδράσεων που προκάλεσε η δημόσια αυτή τοποθέτηση της βουλευτίνας του ΣΥΡΙΖΑ θα εστιάσω στο σχολιασμό του Νίκου Χατζηνικολάου, από το ραδιοφωνικό σταθμό Real FM, γιατί θεωρώ ότι είναι απόλυτα ενδεικτικός της στάσης μιας μεγάλης μερίδας των media απέναντι στο φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ και των πολιτικών πιέσεων που ασκούνται –και μέσω των media– προκειμένου να μεταλλαχθούν όσα από τα χαρακτηριστικά και τις πρακτικές της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνονται  να δοκιμάζουν τις αντοχές (και ανοχές) του συστήματος.

Τι είπε με δυο λόγια ο κ. Χατζηνικολάου, σε μια εκπομπή «αφιερωμένη εξαιρετικά» στην Ι. Γαϊτάνη; Οι δηλώσεις της Γαϊτάνη συνιστούν κατά τον Ν. Χ. μέγα πολιτικό θέμα, διότι προέρχονται από μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου και στέλεχος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, δηλαδή από ένα κόμμα που διεκδικεί με αξιώσεις την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών, και ταυτόχρονα, αμφισβητούν ευθέως τη δεδομένη εθνική στρατηγική πάνω σε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα. Η προφανής αυτή αντίφαση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, γι’ αυτό και η μοναδική πολιτικά ορθή αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να είναι άλλη από τη δημόσια αποδοκιμασία της πρωτοβουλίας της Γαϊτάνη από το ίδιο το κόμμα της, και κατά προτίμηση από τον ίδιο τον επικεφαλής του. Στην ουσία ζητείται από τον υποψήφιο μελλοντικό πρωθυπουργό της χώρας να λάβει θέση, τραβώντας μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτού που είναι ανεκτό και αυτού που δεν είναι [1]. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάρκεια της εκπομπής του, ο Ν. Χ. δεν μπαίνει ούτε στιγμή στον κόπο να ασχοληθεί με την ουσία των επιχειρημάτων της Γαϊτάνη (που, υπενθυμίζω, δυστυχώς γι’ αυτόν δεν είναι μόνο δικά της). Αρκείται στο να επαναλαμβάνει ότι είναι απόψεις που έρχονται σε ρήξη με τη δεδομένη «εθνική στρατηγική», ενώ δεν αποφεύγει το φτηνό εντυπωσιασμό του τύπου «η κ. Γαιτάνη είναι μέλος της συνιστώσας με το όνομα Διεθνής Επαναστατική Αριστερά, που ανήκει στο τροτσκιστικό κομμουνιστικό κίνημα», καλλιεργώντας προφανώς τους γνωστούς συνειρμούς που αυτόματα μεταφράζουν  την αριστερή αυτή αργκό σε εθνική μειοδοσία. Σε μια προσπάθεια δε να τηρήσει τα προσχήματα της αντικειμενικής δημοσιογραφίας, ο Ν.Χ. θα μας θυμίσει ότι ως δημοσιογράφος ασκεί κριτική «και στην άλλη πλευρά», όταν για παράδειγμα από αυτή την «πλευρά» προέρχονται «πολιτικές εντολές που περιφρονούν αποφάσεις δικαστηρίων». Ωστόσο η υπόμνηση αυτή γίνεται μόνο για να μπορέσει ο Ν.Χ. να εξηγήσει στη συνέχεια ότι «εδώ έχουμε ένα εντελώς άλλης τάξεως θέμα» (ατόπημα) που αφορά τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα, τουλάχιστον έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Ν. Χ.

Βέβαια, ακόμα και με αυτά τα τεχνάσματα, η μεροληπτική στάση του δημοσιογράφου απέναντι στο υποτιθέμενο «ατόπημα» της Ι. Γαϊτάνη είναι αδύνατον να συγκαλυφθεί. Ας υιοθετήσουμε προς στιγμήν τη λογική του Ν.Χ. σύμφωνα με την οποία σε κρίσιμα θέματα στα οποία διακυβεύονται σοβαρά εθνικά συμφέροντα κανένας εκπρόσωπος του κοινοβουλίου, ενδεχομένως και του πολιτικού προσωπικού της χώρας, δεν δικαιούται να έρχεται σε αντίθεση με τις διακηρυγμένες θέσεις από την υπεύθυνη πολιτική της ηγεσία. Ακόμα και αν δεχτούμε αυτή τη λογική, εύλογα αναρωτιέται κανείς, πότε και πώς εκδήλωσε ο Ν.Χ. τις αντίστοιχες ενστάσεις του για το γεγονός ότι σημερινοί βουλευτές και συμβουλάτορες του Έλληνα Πρωθυπουργού, και γνωστά στο πανελλήνιο μέλη του διαβόητου Δικτύου 21, εξέφραζαν τις γνωστές τυχοδιωκτικές απόψεις για το Μακεδονικό ζήτημα, απόψεις που έφταναν μέχρι την πρόταση για στρατιωτική επιχείρηση εις βάρος της γειτονικής χώρας, στην προοπτική του διαμελισμού της μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας, σε πλήρη προφανώς αντίθεση με την διακηρυγμένη εθνική γραμμή στο ζήτημα αυτό, που δεν ήταν δυνατόν να ενσωματώνει τέτοιες φαντασιοπληξίες; Αν υπάρχει μια φορά ατόπημα για την περίπτωση μιας βουλευτίνας της αντιπολίτευσης, τι θα έπρεπε να πούμε για την περίπτωση πολιτικών που αποτελούν επί χρόνια τους εξ απορρήτων μυστικοσυμβούλους του σημερινού Πρωθυπουργού, επαναλαμβάνω, με τα κριτήρια που ο ίδιος ο Ν.Χ. επικαλείται;

Και βέβαια, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η ευκολία με την οποία ο Ν.Χ. αυτοαναγορεύεται σε υπέρτατο εκτιμητή, που κρίνει ποιες διαφωνίες σχετικά με τη διαχείριση των «εθνικών θεμάτων» είναι ανεκτές στα πλαίσια της πολιτικής διαμάχης, και ποιες όχι, ποιες απόψεις προωθούν πράγματι τα εθνικά συμφέροντα, αλλά και σε τι τέλος πάντων συνίστανται αυτά τα εθνικά συμφέροντα, χωρίς ωστόσο να νοιώθει υποχρεωμένος να τεκμηριώσει κάτι απ’ όλα αυτά. Η άποψη ότι όλα αυτά είναι μονοσήμαντα δεδομένα και δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης ίσως δεν διατυπώνεται ρητά, μόνο και μόνο γιατί αποτελεί μία ακόμα από τις αυταπόδεικτες αλήθειες του Ν.Χ.

Αλλά, ας μην κουραζόμαστε άδικα αναζητώντας τεκμήρια αθωότητας σε μια επιχειρηματολογία και μια δημοσιογραφία που πολύ δύσκολα πλέον μπορεί να κρύψει τα κίνητρα της μεροληψίας της. Ανεξάρτητα αν ο Ν.Χ. ενεργεί συνειδητά ως μέλος ενός ευρύτερου σχεδιασμού που περιλαμβάνει θεσμικά και εξωθεσμικά κέντρα, οι παρεμβάσεις του εντάσσονται, ή μάλλον κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση, στο σύνολο των πολιτικών πιέσεων που ασκούνται στο «παρείσακτο» τέκνο του πολιτικού συστήματος της χώρας που ακούει στο όνομα ΣΥΡΙΖΑ, και το οποίο από την άνοιξη του 2012 διεκδικεί ρόλους που δεν σχεδιάστηκαν για το μπόι του. Οι πιέσεις αυτές, που στοχεύουν στο στρογγύλεμα των χαρακτηριστικών  του ΣΥΡΙΖΑ, και που εν δυνάμει μπορούν να λειτουργήσουν ως σημεία αναφοράς για μια ριζική αμφισβήτηση του σημερινού σημείου ισορροπίας μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών και κοινωνικών μπλοκ, είναι σίγουρο ότι στο επόμενο διάστημα θα συνεχιστούν με αμείωτη ένταση. Η αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος που επωμίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί (και) από την ικανότητά του να αντισταθεί σ’ αυτές τις πιέσεις.

_______

[1] Όταν ο Δ. Στρατούλης, που κλήθηκε από τον Ν. Χ. να σχολιάσει τις δηλώσεις Γαϊτάνη εξηγεί ότι η βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε τις προσωπικές της απόψεις που είναι σεβαστές, ο Ν.Χ. απάντησε ότι τέτοιες απόψεις που υπονομεύουν το αρραγές εθνικό μέτωπο δεν μπορούν να είναι σεβαστές και πρέπει να αποδοκιμάζονται απερίφραστα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων