Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Αγία Βασίλης...

Αντιγονη Κατσαδημα, απο την Αυγη...
Τα είχε όλα: τέσσερις κούπες αλεύρι, αλάτι, ζάχαρη, μαγιά, λάδι, κορν φλάουρ και μπέικιν πάουντερ. Το νερό έβραζε ήδη. Με τη σωστή σειρά, προσηλωνόταν στα χρώματα, στα μέτρα, στους ρυθμούς. Ζύμωνε, τιτιβίζοντας «πόσο σ’ αγαπώ», και μόλις η επιθυμία χτυπούσε κόκκινο, έκλεβε και από μια γουλιά καμπερνέ.
Ο χρόνος σήμερα την είχε κληρώσει να πράξει. Με τις νότες να γεμίζουν το καθιστικό, τώρα κάθεται όμορφα στη μικρή ζωή της. Το πουλί έχει ηρεμήσει.
Έκανε το πρώτο της ζυμαράκι. Σύντομα θα είχε την πρώτη σπιτική πίτσα. Και να το κόκκινο πιπέρι, οι κόκκινες πιπεριές, ο βασιλικός κι η πάπρικα. Η σάλτσα απλωνόταν σαν πανωφόρι στο ζυμάρι και ύστερα έριχνε ξανά τυρί και ρίγανη.
Το φούρνισε και περίμενε. Το μυαλό, ωστόσο, αρχίζει να ταξιδεύει ανάμεσα στο προφανές και το ξένο. Φιδίσια, οι σκέψεις κυκλοφορούν, ενώ η στάθμη του κρασιού χαμηλώνει. Μέσα στο μισό χρόνο ψησίματος, έχει πετάξει στα σύννεφα του κόσμου, με τη θύμηση να στρέφεται εκεί: στα είκοσι παιδιά να πέφτουν νεκρά από τα χέρια ενός ευφυούς μοναχικού, σαν να θρυμματίζονταν οι καθρέπτες του, εκείνη την παρανοϊκή στιγμή που γέννησε ο χρόνος. Η.Π.Α.: Ήρεμα, Παρακαλώ, Αφοπλιστικά.
Η πίτσα ψήθηκε πιο αφράτη από ό,τι περίμενε. Την αφόπλισαν οι μη λεπτοί της τρόποι. Και τώρα; Έξαφνα χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ανοίγοντας την πόρτα, ο απροειδοποίητος φίλος τη ρωτά αν έφευγε. «Μπα, μαγείρευα», του απαντά, χωρίς να πείθει η αμφίεση με τη ρόμπα και το κόκκινο μπουφάν. Παρόλο που η σόμπα ανάβει, ο φίλος μεμιάς καταλαβαίνει ότι ο κρύος αέρας είναι από το σύγκρυο του πετρελαίου. «Και σε μας, μια από τα ίδια», λέει. Θρονιάζεται στον καναπέ.
Το σπιτικό γλυκαίνει την ατμόσφαιρα. Τρώνε μέχρι σκασμού. Τσουγκρίζουν στα κόκκινα. Σχολιάζουν μασώντας και αναμασώντας τα επίκαιρα, σμίγουν το βλέμμα τους. «Πρέπει, το οφείλουμε στους γονείς μας», συμφωνεί μαζί του. Και η κουβέντα λήγει εκεί.
Αργότερα, το βράδυ, ξάπλα στον καναπέ ζυμώνει πάλι. Αυτή τη φορά, η ζύμη είναι των προθέσεών της: λεπτή. Η πίτσα ψήνεται και καλεί στο κινητό εκείνον. «Ξέρεις κάποια Πίτσα Χατζιδάκι;». Της λέει «όχι». Φτάνει η δική της σειρά: «Νομίζεις. Ερχόμαστε από σένα, τώρα, θέλει πολύ να τη θυμηθείς».
Η φαντασία θα την ορθοποδήσει. Πιάνει στα χέρια τη Μυθολογία και Μυθολογία Δεύτερη. Σαν να γράφτηκε για εκείνον, ας είναι για τον Ελύτη: «Ό,τι χάραζε σε στίχους/ Τα ‘παιρνε η θάλασσα που ‘χε στα χέρια του/ Ό,τι ζωγράφιζαν τα χείλια του/ Τα ‘σβηνε ο ουρανός που ‘χε στα μάτια του/ Κ’ έτσι δεν μπόρεσε να δει/ Αν έπρεπε να παραμείνει Αττικός/ Ή Αιγαιοπελαγίτης».
Του χτυπά φορτωμένη. «Για σένα, η Πίτσα Χατζιδάκι», λέει κλείνοντας το μάτι. Κι εκείνος τι κάνει; Δεν ξέρει. Νομίζει ότι της χαμογελά, φωτίζοντας τα σκοτάδια τους.
Πίσω από ένα χαμόγελο, το κενό ανάμεσα χάσκει για να γεννιέται το γέλιο, μαζί και τα παιχνίδια του μυαλού. Ενώ το αληθινό ήταν ο φίλος που της χτύπησε την πόρτα, αναρωτιέται γιατί οι άνθρωποι παιδεύονται καταφεύγοντας σε δύσκολα πράγματα. Αργά, σηκώνεται να ετοιμάσει τη βαλίτσα, καθώς πλησιάζουν Χριστούγεννα και πρέπει πάλι να φύγει.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων