Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Δύο έννοιες της «ανομίας» ή γιατί η κυβέρνηση ζήλεψε τον Νιξον...

Τον Φεβρουάριο του 2011, ο Δημήτρης Ρέππας, τότε υπουργός Μεταφορών, δήλωσε ότι «δεν πρόκειται να αφήσουμε τη χώρα εκτεθειμένη στον κίνδυνο της διεθνούς ανυποληψίας και της περιθωριοποίησης, δηλαδή εκεί που οδηγείται μια χώρα που την χαρακτηρίζει η ανομία. Προέχει η απαξίωση της κοινωνικής αντίληψης του τζαμπατζή και η πολιτική κατάρρευση του ψευδοομοιώματος προοδευτισμού που κάποιοι προβάλλουν». Την περασμένη βδομάδα, ο Νίκος Δένδιας επέκτεινε τον ορισμό της ανομίας: «Ένας τρόπος και ένας δρόμος υπάρχει για τη χώρα, για την κοινωνία, για τη συνταγματική τάξη και αυτός είναι η μηδενική ανοχή απέναντι στο φαινόμενο της ανομίας, είτε αυτό είναι κατάληψη, είτε είναι γκαζάκια, είτε βαριά τρομοκρατία». Η «ανομία» έχει γίνει λέξη πασπαρτού, ένα «κενό σημαίνον» που σημαίνει οτιδήποτε ο κάθε υπουργός θέλει να σημαίνει. Κάθε πράξη, αντίσταση ή κοινωνική διαδικασία που οι μνημονιακές κυβερνήσεις θέλουν να καταγγείλουν είναι «άνομη».



Ο δόκιμος προσδιορισμός για πολλές απ’ αυτές τις πράξεις, και βέβαια για βομβιστικές ενέργειες, είναι «παρανομία». Η τρομοκρατία ως «ανομία» αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία για την οποία ο κ. Δένδιας πρέπει να ζητήσει παγκόσμια πατέντα. Μια παράνομη πράξη παραβιάζει τον νόμο. Α-νομία σημαίνει έλλειψη νόμου, το μόνο προϊόν στο οποίο έχουμε υπερ-παραγωγή και πλήρη επάρκεια Ο όρος «ανομία» επιλέγεται γιατί οι κυβερνώντες πιστεύουν ότι κάνει τις πράξεις αντίστασης πιο απεχθείς από την «παρανομία», σαν να λες ότι κάτι είναι «έργο του διαβόλου» αντί να λες ότι είναι αμαρτία ή παράπτωμα. Οι λόγοι είναι προφανείς: Όταν οι κυβερνήσεις πάσχουν από βαρύ έλλειμμα νομιμοποίησης επιλέγουν το δίκαιο ως προνομιακό χώρο αντίθεσης με την κοινωνία. Η νομιμότητα αντικαθιστά τη νομιμοποίηση ως το απόλυτο κριτήριο της ηθικής. Αλλά η χρήση της λέξης στηρίζεται σε άγνοια της σημασίας του όρου «ανομία» και συστηματική απόκρυψη βασικών αρχών της φιλοσοφίας του δικαίου από τους κυβερνώντες. Στο άρθρο αυτό θέλω λοιπόν να αναφερθώ σε δύο ερμηνείες της «ανομίας» που οι κυβερνήσεις και οι ιδεολογικοί τους προγραμματιστές αγνοούν ή ηθελημένα παραποιούν. Ένα επόμενο θα εξετάσει την φιλοσοφία της αντίστασης.

Κοινωνική ανομία

Ο πρώτος και πιο δόκιμος ορισμός της «ανομίας» δόθηκε από τον δημιουργό της έννοιας Εμίλ Ντιρκέμ: Ανομία είναι η αποσύνθεση της κοινωνικής συνάρτησης, η εξασθένιση του κοινωνικού δεσμού Γράφει λοιπόν ο Ντιρκέμ στο κλασικό του έργο «Αυτοκτονία» ότι «ένα σύστημα ηθικής δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο αυτοσχεδιασμού. Αποτελεί δημιουργία της κοινότητας στην οποία εφαρμόζεται Αποτυγχάνει όταν η ίδια η κοινότητα αποτυχαίνει». Αυτό το «σύστημα ηθικής» κατά Ντιρκέμ, μια πλευρά του habitus του Μπουρντιέ, ονομάζουμε «κοινωνικό ήθος».1 Το ήθος αποτελεί το αξιακό περιβάλλον και το υπόβαθρο της κοινωνικής συμβίωσης. Θεμελιώνοντας την εξατομίκευση και κοινωνικοποίηση των πολιτών, το ήθος συνεισφέρει στη δημιουργία μιας άτυπης κοινωνικής ευταξίας. Περιλαμβάνει αξίες και έννοιες, άρρητες συμβάσεις και συνήθειες. Από τη μια πλευρά, αξιακές προ-κρίσεις και προ-καταλήψεις για τη θέση του εαυτού, των σχέσεων με τους άλλους και με το σύνολο βοηθούν στη ανάπτυξη των προσωπικών μας απόψεων. Η «φιλοσοφική ερμηνευτική» του Γκάνταμερ εξετάζει τις πλευρές αυτές του ήθους. Από την άλλη, το ήθος περιλαμβάνει τοπικές και συγκεκριμένες πρακτικές και συμπεριφορές (τα πρωτόκολλα ευπρέπειας π.χ. που ισχύουν σε κάθε δραστηριότητα ή επάγγελμα) αλλά και γενικές και αφηρημένες δεξιότητες (τις συμβάσεις της φιλοξενίας και της φιλοτιμίας, τη σωστή αντιμετώπιση μικρών και μεγάλων εξουσιών, τη στάση απέναντι στους νόμους κ.λπ.). Δεν μπορούμε να απαριθμήσουμε όλα τα συστατικά του κοινωνικού ήθους, αλλά σαν τον Αυγουστίνειο ορισμό του χρόνου, καταλαβαίνουμε αμέσως όταν το ήθος γίνεται αντικείμενο επίθεσης και υποχωρεί.
Οι προ-κρίσεις και δεξιότητες αυτές, ο αξιακός και εννοιακός ορίζοντας που μας επιτρέπει να κάνουμε κρίσεις και να παίρνουμε αποφάσεις δεν περιγράφεται σε εγχειρίδια ούτε διδάσκεται τυπικά. Αποκτώνται με μαθητεία, μίμηση και επανάληψη αρχικά στην οικογένεια, τη γειτονιά, το σχολείο αργότερα στην κοινωνική μας πρακτική. Όπως μου έλεγε ο θρησκευόμενος πατέρας μου, ένας «Πασκαλικός» φιλόσοφος, τον καλό Χριστιανό δεν τον κάνουν οι καλές πράξεις αλλά η ευλάβεια, δηλαδή να νηστεύεις, να προσεύχεσαι, να πηγαίνεις στη λειτουργία Κυριακές και γιορτές, να μεταλαμβάνεις. Η μίμηση και επανάληψη, η πειθάρχηση της συμπεριφοράς, οδηγεί στην αποδοχή των αξιών που κρύβονται πίσω τους. Ο Λουί Αλτουσέρ αργότερα γενίκευσε την άποψη του Μπλεζ Πασκάλ ορίζοντας τη διαδικασία υποκειμενοποίησης ως «έγκληση» του υποκειμένου από ιδεολογικούς μηχανισμούς και κρατικές πρακτικές.

Κρατική πολιτική εναντίον κοινωνικού ήθους

«Ανομία», λοιπόν, είναι η εξασθένιση και καταστροφή αυτού του προ-ηθικού υποστρώματος στο οποίο στηρίζεται η κοινωνική συνοχή. Η ανομία αποσυνθέτει το κοινωνικό ήθος αλλά είναι και αποτέλεσμα της διάλυσής του. Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της, σύμφωνα με τον Ντιρκέμ, είναι η αύξηση των αυτοκτονιών. Όπως γνωρίζουμε από έρευνες σε χώρες απ’ όλο τον κόσμο, η πιο έντονη μορφή ανομίας δημιουργείται όταν οι κρατικές πολιτικές επιτίθενται βίαια και καταστρέφουν το κοινωνικό ήθος. Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η πρωταρχική έννοια και ο πρωταίτιος της ανομίας. Τα μέτρα του μνημονίου αποτελούν μια πρωτοφανή κοινωνική μηχανική που επιτίθεται και καταστρέφει τα θεμέλια του προσωπικού και του κοινού ήθους. Η εκτόξευση του αριθμού των αυτοκτονιών δείχνει μια κοινωνία που χάνει τα κανονιστικά της ερείσματα. Η μεγαλύτερη αιτία ανομίας είναι τα μνημόνια και οι μνημονιακές κυβερνήσεις. Αντίθετα, αυτοί που αντιστέκονται στην κοινωνική ανομία προωθούν το νόμο και τη δικαιοσύνη.
Η ανομία της λιτότητας οδηγεί σε δεύτερη ηθική καταστροφή. Η προσωπική μας ταυτότητα αναδύεται μέσα από διάλογο, ένταση και σύγκρουση μεταξύ του οικείου, τοπικού και μερικού και του ξένου, αλλότριου και καθολικού. Ξεκινώντας από το ήθος της οικογένειας, η ταυτότητα εξελίσσεται συνεχώς και αλλάζει, σε συζητητή και αγώνα για αναγνώριση από τους αγαπημένους, φίλους και κοντινούς αλλά και από απλούς γνώριμους, συνάδελφους και άγνωστους που συναντάμε στη διαδρομή της ζωής. Η νέα γυναίκα που πηγαίνει στο πανεπιστήμιο ή ο νέος που μαθαίνει μια τέχνη ή επάγγελμα μπαίνουν σε μια διαδικασία σύγκρισης και σύγκρουσης του γνωστού, ασφαλούς και βολικού και του άγνωστου, ξένου και γενικού. Το πρώτο βήμα για την απόκτηση αυτονομίας είναι ακριβώς η άρνηση του δεδομένου και γνωστού που οδηγεί σε δια βίου διάλογο του ήθους με το ηθικό ή γνωσιολογικό καθολικό. Αντίθετα με τις νεο-καντιανές απλοποιήσεις, η ηθική είναι συνδυασμός κοινωνικού ήθους και ηθικών κανόνων, και η ελληνική γλώσσα, σοφά πράττουσα, δεν διακρίνει μεταξύ ethics και morality. Ονομάζουμε «υποκείμενο», τον ανεπανάληπτο συνδυασμό ήθους και ηθικής, δοσμένων και καθολικών, εαυτού και άλλου που δημιουργεί τη μοναδικότητα καθενός μας.2
Ποια είναι η κυρίαρχη ηθική της εποχής μας, δηλαδή η ηθική των κυρίαρχων; Ο κυνισμός και ο μηδενισμός. «Ξέρω ότι αυτό που λέω είναι ψέμα, αυτό που κάνω είναι λάθος, αλλά εξακολουθώ να δρω ως αν ήταν σωστό σκαρφιζόμενος διάφορες εκλογικεύσεις». Όλοι ξέρουν ότι η λιτότητα θα αποτύχει και θα χειροτερεύσει την κατάσταση αλλά η τρόικα και η κυβέρνηση συνεχίζουν σαν να μη το ξέρουν. Ο κυνικός έχει αποκτήσει μία «πεφωτισμένη» ψευδή συνείδηση: ξέρει ότι αυτά που πιστεύει είναι ψέμματα, αλλά η κριτική της ιδεολογίας δεν τον ακουμπάει μια που ο κυνισμός αναστοχαστικά προστατεύει το ψεύδος της. Λειτουργούν, λοιπόν, οι ελίτ σαν το φροϊδικό υπερεγώ που δεν σταματά να επιβάλει κανόνες, εντολές και απαγορεύσεις. Όσο περισσότερο υπακούς τις εντολές του υπερεγώ τόσο δυσκολότερες γίνονται οι απαιτήσεις του και τρομερότερες οι τιμωρίες του. Αυτός ο σαδιστικός χαρακτήρας της κυβερνητικής ανομίας δείχνει το μηδενισμό ως τη δεύτερη κυρίαρχη ηθική: η μόνη αξία είναι η αχόρταγη επιθυμία, ηθική είναι το δίκιο του ισχυρού, αφού το ιδιωτικό συμφέρον των ελίτ ταυτίζεται με τη δημόσια αρετή. Ανομία, λοιπόν, είναι ο κυνισμός και ο μηδενισμός των διαπλεκόμενων κυβερνώντων, που αποδυναμώνει το κοινωνικό ήθος και καταστρέφει τις αρχές της ισότητας, της ελευθερίας και της αλληλεγγύης. Όταν ο ηθικός ορίζοντας ταυτίζεται με τον κυνισμό και το μηδενισμό, η ηθική προδίδεται και η ανθρώπινη ταυτότητα διαστρέφεται. Η άνομη ηθική των ισχυρών μεταδίδεται σαν επιδημία στην κοινωνία και επιτείνει τη διάλυσή της.
Η αντίσταση σ’ αυτά τα μέτρα είναι αδιαπραγμάτευτα ηθική. Η αρχή της βρίσκεται δίπλα στους αδύναμους, αόρατους και κατατρεγμένους, νέους και γέρους, Έλληνες και μετανάστες. Η «κατηγορική επιταγή» της αντίστασης, αν θέλουμε να σημασιοδοτήσουμε ειρωνικά τέτοιες έννοιες είναι «να δρας πάντα σύμφωνα με μια αρχή που επιτίθεται, υποσκάπτει και αναιρεί τις αιτίες που αποκλείουν και καταδικάζουν σε συμβολικό και φυσικό θάνατο μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού». Το να κρίνεις τις πολιτικές βάσει μια τέτοιας καθολικεύσιμης αρχής δεν αποτελεί ηθικοποίηση της πολιτικής αλλά πολιτικοποίηση της ηθικής. Η αριστερά είναι καταδικασμένη να είναι ριζικά ηθική.

Πολιτική και δημοκρατική ανυπακοή

Τα φαινόμενα που οι κυβερνήσεις αποκαλούν συνήθως «ανομία» εξετάζονται από την πολιτική και νομική θεωρία της «πολιτικής» (civil disobedience) και δημοκρατικής ανυπακοής και αντίστασης. Από την Αντιγόνη και τους αγωνιστές για τα πολιτικά και εργατικά δικαιώματα, μέχρι τις φεμινίστριες, το κίνημα κατά των διακρίσεων, το Πολυτεχνείο, την Αίγυπτο και τις καταλήψεις των πλατειών, η ανυπακοή όχι μόνο δεν σημαίνει παρανομία αλλά αποτελεί την εξωτερίκευση της ηθικής συνείδησης και της πολιτικής πίστης στις αρχές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Η προσωπική ανυπακοή αποτελεί ύψιστη ηθική πράξη, η αντίσταση συλλογικό πολιτικό συμβάν. Ανυπακοή και αντίσταση έχουν αλλάξει καθεστώτα, συντάγματα και νόμους. Το δικαιώματα που μέχρι χτες θεωρούσαμε δεδομένα και σήμερα χάνουμε, ήταν αποτέλεσμα τέτοιων αντιστάσεων. Το δικαίωμα της ψήφου, της ψήφου των γυναικών, βασικά κοινωνικά δικαιώματα και προστασίες είναι αποτέλεσμα πολύχρονων αγώνων και θυσιών των λαών. Οι αντιστάσεις που αποσκοπούν στη διατήρηση τους είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα.
Στις ΗΠΑ, στις δεκαετίες του 1960 και 1970, τα κινήματα ανυπακοής οδήγησαν σε δημόσιο διάλογο δικαστών και πολιτικών φιλοσόφων στον οποίο συμμετείχαν η Χάνα Άρεντ, ο Τζον Ρολς, ο Ρόναλντ Ντοούρκιν και το Ανώτατο Δικαστήριο με σημαντικές αποφάσεις του. Από την άλλη πλευρά, στην προεκλογική καμπάνια του 1966, ο Νίξον κατήγγειλε τους αντιφρονούντες ως «αναρχικούς» και «εξτρεμιστές». Αιτία των ταραχών δεν ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ ή ο ρατσισμός, αλλά η «έλλειψη σεβασμού προς το κράτος δικαίου». Οι δικοί μας «φιλελεύθεροι» υπουργοί και σχολιαστές ξέχασαν αυτή την ένδοξη σελίδα στην ιστορία του φιλελευθερισμού και ζήλεψαν τη δόξα του Νίξον. Όπως ξέρουμε από την παγκόσμια ιστορία, όταν η σύγκρουση οξύνεται και η εξουσία αμφισβητείται, η περίφημη ανεκτικότητα των διαφορετικών φωνών αντικαθίσταται από σκληρή καταστολή.
Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη ιδεολογία, αν οι νόμοι και οι πολιτικές του κράτους συγκρούονται με βασικές συνταγματικές αρχές και δικαιώματα, το κράτος δρα παράνομα και η υποχρέωση υπακοής αναιρείται. Το δεύτερο επιχείρημα είναι δημοκρατικό: Μια κυβέρνηση που εγκαταλείπει τις προεκλογικές δεσμεύσεις βάσει των οποίων εκλέχτηκε ή παραβιάζει σημαντικά δικαιώματα και προφανείς ανάγκες της πλειοψηφίας χάνει τη δημοκρατική της νομιμοποίηση. Το δημοκρατικό έλλειμμα του πολιτικού συστήματός -ένα μόνιμο χαρακτηριστικό των μεταβιομηχανικών κοινωνιών- γίνεται εμφανές και δραματικό. Σύμφωνα μ’ ένα επιπρόσθετο εμπειρικό/κανονιστικό επιχείρημα, ο νόμος που μονίμως δεν εφαρμόζεται πέφτει σε ανυποληψία και η απαίτηση υπακοής γίνεται αντιφατική. Η πραγματικότητα δημιουργεί τη δική της κανονιστικότητα που μετατρέπει τον ανυπόληπτο νόμο σε άχρηστο και ανενεργό. Αν προσθέσουμε το φιλελεύθερο, δημοκρατικό και εμπειρικό επιχείρημα, η ανυπακοή κατά διατάξεων που παραβιάζουν βασικά δικαιώματα, δεν έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση και εφαρμόζονται επιλεκτικά ή καθόλου, δεν είναι απλώς δικαίωμα μα υποχρέωση. Η δικαστική εξουσία υποχρεώνεται να ακυρώσει ή τουλάχιστον να μην εφαρμόσει τέτοιους νόμους. Όταν αυτό δεν γίνεται, ο ανυπάκουος πολίτης αντικαθιστά τον δικαστή και με την ανυπακοή υπερασπίζεται το «πνεύμα του νόμου».

Σύγκρουση νομιμότητας και ηθικής

Για τον απλό πολίτη, η ανυπακοή είναι η ηθική απόφαση να παραβιάσει το νόμο λέγοντας «φτάνει, αρκετά, δεν πάει άλλο». Μπορεί να είναι αντίδραση σε ακραία αδικία, όπως αυτή του φόνου του Αλέξη ή, όπως στην περίπτωση του κινήματος «Δεν πληρώνω», αποτέλεσμα μιας σειράς καθημερινών επιθέσεων και ταπεινώσεων που εξαντλούν την υλική ηθική αντοχή. Η ανυπακοή είναι μια δύσκολη απόφαση, ταυτόχρονα αναπόφευκτη και τραυματική, μία «επικίνδυνη ελευθερία» που εκφράζει την ουσία της αυθεντικής ηθικής. Στην ανυπακοή, η νομιμότητα και η ηθική συγκρούονται: από τη μια, η εξωτερική υποχρέωση να υπακούουμε το νόμο (με τεχνικούς όρους, ένα ετερόνομο καθήκον) και από την άλλη η εσωτερική ευθύνη που μας δεσμεύει να ακολουθούμε το καλό, αυτό που για τον καθένα μας εκφράζει την ύψιστη ηθική αρετή (αυτονομία). Όταν ο νόμος παραβιάζει βασικές αρχές είναι τυπικά ισχυρός αλλά ουσιαστικά ανίσχυρος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δικαστήρια σε όλο τον κόσμο αθωώνουν τους ανυπάκουους. Στην ανυπακοή, η αυτονομία γίνεται υπαρξιακή ελευθερία. Ο αυτόνομος πολίτης δεν ακολουθεί απλώς τον νόμο, κρίνει ταυτόχρονα τη «λογική» του νόμου, τη δημοκρατική του θεμελίωση και τη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η απόλυτη υποχρέωση υπακοής του Νίξον, και του κ. Δένδια από την άλλη, αποτελεί το όνειρο κάθε απολυταρχικού καθεστώτος.
Ο ανυπάκουος πολίτης υπακούει μια ηθική εντολή που, αναδύεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά γίνεται καθολική. Η επιταγή προέρχεται από ένα συγκεκριμένο γεγονός, π.χ. μια δολοφονία ή την επιβολή αβάσταχτων και άδικων φόρων, που εγείρει όμως ένα καθολικό αίτημα ενάντια στη γενικευμένη καταστολή ή την απαίτηση δικαιοσύνης. Η ηθική ισχύς του θετικού δικαίου στηρίζεται στην καθολική του μορφή. Η ηθική επιταγή, από την άλλη πλευρά, αντλεί τη δύναμή της από το περιεχόμενο της συγκεκριμένης κατάστασης, από την ένταση και έκταση του κοινωνικού τραυματισμού που καλεί σε άμυνα και αντίδραση. Ο νόμος λειτουργεί παραγωγικά, η ηθική επιταγή επαγωγικά. Σε αντίθεση με το νόμο δηλαδή, η ηθική επιταγή καθολικεύει το αίτημα που αναδεικνύει η ειδική περίπτωση. Η ηθική πράξη έχει επομένως τη μορφή του Εγελιανού «συγκεκριμένου καθολικού». Η αντίσταση προσπαθεί να επιβάλει το «αξίωμα ισότητας» για εκείνες τις τάξεις, στρώματα και ομάδες που υπάρχουν κοινωνικά αλλά δεν έχουν πολιτική αναγνώριση ή ορασιμότητα. Το άδικο, η ηθική επιταγή να χτυπηθεί και το αγωνιστικό υποκείμενο αναδύονται μαζί τη στιγμή της ανυπάκοης πράξης. Θα ονομάζαμε αυτή τη μετουσίωση του υποκειμένου και της κατάστασης «κανονιστικότητα του πραγματικού». Ξεκινάει μια διαδικασία που μετατρέπει τους «υπηκόους» (αυτούς που υπακούουν) σε αυτόνομους πολίτες. Όσο η αντίσταση προωθεί την ηθική της ισότητας και αλληλεγγύης και δημιουργεί αγωνιστικά υποκείμενα, οι ισχυροί θα απαντούν με καταγγελίες για «ανομία». Αν ζήλεψαν τη δόξα του Νίξον, ίσως η ιστορία τους επιφυλάσσει και την τύχη του.

Σημειώσεις
1. Κώστας Δουζίνας, «Αντίσταση και Φιλοσοφία στην Κρίση», Αλεξάνδρεια, 2011, Κεφάλαιο 3.
2. Κώστας Δουζίνας, «Ριζοσπαστική Πολιτική και Νομική Φιλοσοφία», Νήσος, 2012, Κεφάλαια 2 και 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων