Του Ετιέν Μπαλιμπάρ, απο την εποχη...
Αυτό που θέλουμε εμείς οι κομμουνιστές, είναι «να αλλάξουμε τον κόσμο» με τέτοιο τρόπο που «να μετασχηματιστούμε εμείς οι ίδιοι» σε ένα άλλο είδος ανθρώπων. Λέω «εμείς» έχοντας συνείδηση της αβεβαιότητας αυτής της αναφοράς. Δεν είναι ένας τρόπος να μεγεθύνουμε το «εγώ» που οφείλει να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, καθώς εδώ πρόκειται για στράτευση.
Είναι ένας τρόπος να δείξουμε εκ των προτέρων τη διάσταση της πληθυντικότητας που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προβλήματος: το ζήτημα του κομμουνισμού είναι αδιάρρηκτα δεμένο με το ζήτημα του συλλογικού υποκειμένου και της συλλογικότητας του υποκειμένου, τόσο του πολιτικού όσο και του κοινωνικού – πράγμα που, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, είναι μια από τις πιο επικίνδυνες όψεις της ανάπτυξής του. Απαντώντας έτσι σ’ αυτό το ζήτημα, εννοείται ότι αναφέρομαι επίσης και σε μια ορισμένη φιλοσοφική και ιδεολογική κληρονομιά: το «να αλλάξουμε τον κόσμο» είναι μια φράση που αποδίδουμε στον Μαρξ (παρότι δεν είναι εκείνος που την επινόησε), αλλά επιδιώκουμε επίσης να τον συμπληρώσουμε, δηλαδή να τον τροποποιήσουμε.
Ο Μπαντιού συνηθίζει να λέει ότι «οι κομμουνιστές ζουν για μια ιδέα», πράγμα που ταυτόχρονα σημαίνει ότι «αποκρίνονται» στο κάλεσμα μιας ιδέας (ο Αλτουσέρ είχε πει ότι αφήνονται να τους εμπλέξει αυτή η ιδέα) και ότι τείνουν να προσαρμόσουν την ύπαρξή τους στις απαιτήσεις της. Από τη σκοπιά των υποκειμένων ο κομμουνισμός, λοιπόν, παρουσιάζεται πρώτα απ’ όλα σαν ιδεολογία και σαν ηθική. Είναι εύκολο να σιγουρευτούμε για την αλήθεια αυτής της θέσης. Αρκεί να διαπιστώσουμε το γεγονός ότι, στην ιστορία (και για πολύ μεγάλα διαστήματα, παρότι αυτό συμβαίνει σε κοινωνιολογικές μορφές και συνθήκες που ποικίλλουν) υπήρξαν –και μάλιστα μεγάλος αριθμός– ατομικά και συλλογικά υποκείμενα που τα ονομάσαμε κομμουνιστές, παρότι δεν είχαν γνωρίσει ή χρησιμοποιήσει τον όρο αυτό (όπως, για παράδειγμα, οι εξεγερμένοι γύρω από τον Σπάρτακο δούλοι, ή οι «πνευματικοί» φραγκισκανοί του Μεσαίωνα, οι μπολσεβίκοι και οι σπαρτακιστές, οι εργάτες, διανοούμενοι ή χωρικοί αγωνιστές της Κομμουνιστικής Διεθνούς… κ.λπ.) Όλοι τους υπήρξαν ιδεαλιστές, τόσο με την τρέχουσα έννοια του όρου όσο και με τη φιλοσοφική σημασία: των ανθρώπων που οραματίζονται ένα νέο κόσμο διαφορετικό από τον σημερινό, και που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν το σύνολο ή ένα μέρος όσων αποτελούσαν τη ζωή τους, στο όνομα αυτής της πεποίθησης.
Σίγουρα, το ίδιο ισχύει και για τον ίδιο τον Μαρξ: δύσκολα θα βρίσκαμε στην ιστορία των πολιτικών και φιλοσοφικών ιδεών πιο σαφές παράδειγμα ιδεαλισμού. Το γεγονός ότι τόσοι κομμουνιστές (ανάμεσα στους πιο αυθεντικούς) έχουν αγωνιστεί να καταστήσουν τον κομμουνισμό μια «διαδικασία χωρίς υποκείμενο», δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε λανθασμένο συμπέρασμα: όσοι (όπως και εγώ) έχουν υποστηρίξει αυτή την ιδέα (και συνεχίζουν πάντα να υποστηρίζουν την ιδέα ότι η ιστορία είναι μια «διαδικασία χωρίς υποκείμενο»), ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουν ότι αυτή η διατύπωση είναι αντιθετική. Οι κομμουνιστές προσδιορίζονται κατ’ αρχάς ως άνθρωποι που επιδιώκουν την πραγμάτωση μιας ιδέας, που είναι επίσης ένα ιδανικό, κι αυτό τους διακρίνει από άλλα δρώντα υποκείμενα, που επιθυμούν και οραματίζονται να μεταβάλλουν το σημερινό κόσμο (τους φιλελεύθερους ή τους φασίστες, για να περιοριστούμε στα πολιτικά ιδεώδη).
Μπορούμε, όμως, να κάνουμε ένα ακόμη βήμα: εξ ορισμού, το αντικείμενο ή το ιδεώδες που μαγνητίζει την επιθυμία των κομμουνιστών, δεν αποτελεί μέρος του κόσμου που υπάρχει σήμερα (παρότι –κι αυτό είναι πολύ σημαντικό– υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν πρότυπα, ιδιαίτερα με τη μορφή συμπεριφορών που δεν συνάδουν με τις κυρίαρχες αξίες, και γι’ αυτό το λόγο είναι καταπιεσμένες ή περιθωριοποιημένες από την κοινωνία). Εδρεύει στο διάστημα που χωρίζει αυτό που υπάρχει σήμερα από εκείνο που θα μπορούσε να υπάρξει αύριο: εκεί, στην ανησυχία που μας ωθεί να γνωρίσουμε αν αυτή η απόσταση είναι αδύνατο να μετρηθεί, ή, αντίθετα, μπορεί να καλυφθεί με τη δράση, η οποία επίσης εδρεύει στην επιθυμία των κομμουνιστών. Η φράση που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στο έργο του «Η Γερμανική Ιδεολογία»: «Ο κομμουνισμός είναι η πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων», δεν αντιφάσκει αναγκαστικά με όσα αναφέρω πιο πάνω, γιατί τα υποκείμενα μπορούν να παρεμβάλλονται σ’ αυτή την κίνηση με διάφορους τρόπους, για να την επιταχύνουν ή για να της ορθώσουν εμπόδιο.
Την επιταχύνουν, όμως, μόνο στο βαθμό που η κίνηση αυτή γίνεται η έκφραση της επιθυμίας τους –όποιοι κι αν είναι οι ιστορικοί, υλικοί ή πνευματικοί, κοινωνικοί ή ιδεολογικοί, όροι που έχουν ωθήσει τα υποκείμενα να κάνουν αυτή την επιλογή. Ο ιδεαλισμός, λοιπόν, είναι όρος για την κομμουνιστική στράτευση.
Είναι ένας τρόπος να δείξουμε εκ των προτέρων τη διάσταση της πληθυντικότητας που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προβλήματος: το ζήτημα του κομμουνισμού είναι αδιάρρηκτα δεμένο με το ζήτημα του συλλογικού υποκειμένου και της συλλογικότητας του υποκειμένου, τόσο του πολιτικού όσο και του κοινωνικού – πράγμα που, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, είναι μια από τις πιο επικίνδυνες όψεις της ανάπτυξής του. Απαντώντας έτσι σ’ αυτό το ζήτημα, εννοείται ότι αναφέρομαι επίσης και σε μια ορισμένη φιλοσοφική και ιδεολογική κληρονομιά: το «να αλλάξουμε τον κόσμο» είναι μια φράση που αποδίδουμε στον Μαρξ (παρότι δεν είναι εκείνος που την επινόησε), αλλά επιδιώκουμε επίσης να τον συμπληρώσουμε, δηλαδή να τον τροποποιήσουμε.
Ο Μπαντιού συνηθίζει να λέει ότι «οι κομμουνιστές ζουν για μια ιδέα», πράγμα που ταυτόχρονα σημαίνει ότι «αποκρίνονται» στο κάλεσμα μιας ιδέας (ο Αλτουσέρ είχε πει ότι αφήνονται να τους εμπλέξει αυτή η ιδέα) και ότι τείνουν να προσαρμόσουν την ύπαρξή τους στις απαιτήσεις της. Από τη σκοπιά των υποκειμένων ο κομμουνισμός, λοιπόν, παρουσιάζεται πρώτα απ’ όλα σαν ιδεολογία και σαν ηθική. Είναι εύκολο να σιγουρευτούμε για την αλήθεια αυτής της θέσης. Αρκεί να διαπιστώσουμε το γεγονός ότι, στην ιστορία (και για πολύ μεγάλα διαστήματα, παρότι αυτό συμβαίνει σε κοινωνιολογικές μορφές και συνθήκες που ποικίλλουν) υπήρξαν –και μάλιστα μεγάλος αριθμός– ατομικά και συλλογικά υποκείμενα που τα ονομάσαμε κομμουνιστές, παρότι δεν είχαν γνωρίσει ή χρησιμοποιήσει τον όρο αυτό (όπως, για παράδειγμα, οι εξεγερμένοι γύρω από τον Σπάρτακο δούλοι, ή οι «πνευματικοί» φραγκισκανοί του Μεσαίωνα, οι μπολσεβίκοι και οι σπαρτακιστές, οι εργάτες, διανοούμενοι ή χωρικοί αγωνιστές της Κομμουνιστικής Διεθνούς… κ.λπ.) Όλοι τους υπήρξαν ιδεαλιστές, τόσο με την τρέχουσα έννοια του όρου όσο και με τη φιλοσοφική σημασία: των ανθρώπων που οραματίζονται ένα νέο κόσμο διαφορετικό από τον σημερινό, και που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν το σύνολο ή ένα μέρος όσων αποτελούσαν τη ζωή τους, στο όνομα αυτής της πεποίθησης.
Σίγουρα, το ίδιο ισχύει και για τον ίδιο τον Μαρξ: δύσκολα θα βρίσκαμε στην ιστορία των πολιτικών και φιλοσοφικών ιδεών πιο σαφές παράδειγμα ιδεαλισμού. Το γεγονός ότι τόσοι κομμουνιστές (ανάμεσα στους πιο αυθεντικούς) έχουν αγωνιστεί να καταστήσουν τον κομμουνισμό μια «διαδικασία χωρίς υποκείμενο», δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε λανθασμένο συμπέρασμα: όσοι (όπως και εγώ) έχουν υποστηρίξει αυτή την ιδέα (και συνεχίζουν πάντα να υποστηρίζουν την ιδέα ότι η ιστορία είναι μια «διαδικασία χωρίς υποκείμενο»), ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουν ότι αυτή η διατύπωση είναι αντιθετική. Οι κομμουνιστές προσδιορίζονται κατ’ αρχάς ως άνθρωποι που επιδιώκουν την πραγμάτωση μιας ιδέας, που είναι επίσης ένα ιδανικό, κι αυτό τους διακρίνει από άλλα δρώντα υποκείμενα, που επιθυμούν και οραματίζονται να μεταβάλλουν το σημερινό κόσμο (τους φιλελεύθερους ή τους φασίστες, για να περιοριστούμε στα πολιτικά ιδεώδη).
Μπορούμε, όμως, να κάνουμε ένα ακόμη βήμα: εξ ορισμού, το αντικείμενο ή το ιδεώδες που μαγνητίζει την επιθυμία των κομμουνιστών, δεν αποτελεί μέρος του κόσμου που υπάρχει σήμερα (παρότι –κι αυτό είναι πολύ σημαντικό– υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν πρότυπα, ιδιαίτερα με τη μορφή συμπεριφορών που δεν συνάδουν με τις κυρίαρχες αξίες, και γι’ αυτό το λόγο είναι καταπιεσμένες ή περιθωριοποιημένες από την κοινωνία). Εδρεύει στο διάστημα που χωρίζει αυτό που υπάρχει σήμερα από εκείνο που θα μπορούσε να υπάρξει αύριο: εκεί, στην ανησυχία που μας ωθεί να γνωρίσουμε αν αυτή η απόσταση είναι αδύνατο να μετρηθεί, ή, αντίθετα, μπορεί να καλυφθεί με τη δράση, η οποία επίσης εδρεύει στην επιθυμία των κομμουνιστών. Η φράση που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στο έργο του «Η Γερμανική Ιδεολογία»: «Ο κομμουνισμός είναι η πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων», δεν αντιφάσκει αναγκαστικά με όσα αναφέρω πιο πάνω, γιατί τα υποκείμενα μπορούν να παρεμβάλλονται σ’ αυτή την κίνηση με διάφορους τρόπους, για να την επιταχύνουν ή για να της ορθώσουν εμπόδιο.
Την επιταχύνουν, όμως, μόνο στο βαθμό που η κίνηση αυτή γίνεται η έκφραση της επιθυμίας τους –όποιοι κι αν είναι οι ιστορικοί, υλικοί ή πνευματικοί, κοινωνικοί ή ιδεολογικοί, όροι που έχουν ωθήσει τα υποκείμενα να κάνουν αυτή την επιλογή. Ο ιδεαλισμός, λοιπόν, είναι όρος για την κομμουνιστική στράτευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου