Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

«πώς ξημερώνει η μέρα;»

Άγγελος Βλάχος, απο το Περιοδικο Χρονος... 
Δοκιμάζοντας τις ανθρώπινες αντοχές σε συνθήκες ακραίας ανασφάλειας: Η Χρυσή Αυγή, η Βία και οι αντιδράσεις της κοινωνίας
Για αρκετές δεκαετίες, η εξτρεμιστική Δεξιά, που ουσιαστικά συγκροτήθηκε εν πολλοίς από αυτούς που έβαλαν τη «γερμανική στολή στη ναφθαλίνη», δεν διεκδίκησε ναζιστικές συνδηλώσεις. Ακόμη και σε περιπτώσεις καραμπινάτων κουίσλινγκ, τις αποκήρυξε μετά βδελυγμίας. Δεν το επέτρεπαν οι καιροί.
Προφανώς δεν υπήρξε κάποιο δημοκρατικό D.N.A. σε συνδυασμό με τον «τράχηλο του Έλληνα» που να μας διέσωσε. Για την ακρίβεια, τέτοιες περιρρέουσες αντιλήψεις διαμόρφωσαν την εθνική αυτοεικόνα του αμετροεπούς βαυκαλισμού (= «οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές») και τα τοιαύτα, που πληθωρικά καταναλώσαμε εσωτερικά για χρόνια πολλά. Και οι απόψεις αυτές δεν εξαντλήθηκαν στο κοινωνικό ακροατήριο της Δεξιάς – αντιθέτως, διαπέρασαν οριζόντια τις κομματικές διαιρέσεις σε μια Ελλάδα που προοδευτικά έτεινε να «ανήκει στους Έλληνες». Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ακροδεξιός ακτιβισμός διένυσε μια μακρά διαδρομή περνώντας από τη σβάστικα, το στέμμα, την «εθνοσωτήριο Επανάσταση», τελώντας ασφαλώς σε διαρκή μετασχηματισμό (συμβόλων και ρητορικής) σύστοιχα προς τα πολιτικά και κοινωνικά διακυβεύματα.

Το φίδι κρυμμένο στον βάλτο
Στην πρώιμη Μεταπολίτευση, το μαύρο φίδι ήταν όντως σε νέα φάση εκκόλαψης περιορισμένο σε μια γωνία, με τα ελάχιστα μέλη της τρομοκρατικής Ακροδεξιάς (Καλέτζης, νεαρός Μιχαλολιάκος και σία) να διανύουν διαδρομές μεταξύ βομβιστικών ενεργειών, θητείας στην «μπουζού» και ασφαλίτικης ρουφιανιάς. Η δημόσια αναφορά στον ναζισμό στα εφηβικά μου χρόνια μου το πολύ πολύ, ανακαλώ στη μνήμη, να αποτυπωνόταν με κάνα κρυπτικό σύνθημα (λ.χ. «Ν.Ο.Π.Ο. – Είμαστε παντού») σε κάτι απόμερες μάντρες, εκ μέρους μιας δράκας ποδοσφαιρικών χουλιγκάνων, που κι αυτοί όμως γρήγορα εξαναγκάστηκαν σε διάλυση. Απομεινάρια της χουντικής Ε.Π.ΕΝ., λάτρεις της ναζιστικής αισθητικής και άλλοι παρόμοιοι αποτελούσαν γραφικές αν όχι φαιδρές, φαιές ασφαλώς, σκιές-και όχι πρόσωπα.
Δεν υπήρχαν τότε οι ιδεολογικές, θεσμικές και κοινωνικές προϋποθέσεις άλωσης της κοινωνίας.
Στο ένα τέταρτο του αιώνα που μεσολάβησε έκτοτε, η χώρα μετασχηματίστηκε δραματικά και τα επίπεδα διαβίωσης που απολάμβαναν οι πολίτες της εκτοξεύτηκαν. Οι ατομικές διαδρομές κυριάρχησαν. Στο πάρτι του ατομικού ευδαιμονισμού δεν υπήρχε χώρος και ενδιαφέρον για γκροτέσκες μεταμφιέσεις ομαδικών παραστάσεων από λούμπεν κοινωνικά στοιχεία. Δείτε τους δείκτες ιδιωτικής κατανάλωσης # τις πραγματικές δαπάνες (κι όχι το επίσημο κατά κεφαλήν εισόδημα), σε μια Ελλάδα που αρνιόταν να αποφασίσει πού ανήκει. Αμφίθυμη, δύσκολη να την κατατάξεις χώρα. «Αναπτυσσόμενη» στο πεδίο της οικονομίας την περιέγραφαν τα σχολικά βιβλία της γενιάς μου, «αναπτυγμένη», λέγαμε, αναφερόμενοι στους θεσμούς όπου όμνυε και στον διεθνικό αστερισμό της Ε.Ε. στον οποίο γοργά ενσωματώθηκε(;).
Παράλληλα, όσο ακόμη κυριαρχούσαν στις συνειδήσεις τα μεγάλα αφηγήματα, και όσο το διπολικό πολιτικό σύστημα εκτόνωνε πελατειακά τις πιέσεις ενός πολυκερματισμένου ακροατηρίου, οι –όποιες περιστασιακές– απόπειρες για μεταβολή και εκσυγχρονισμό των δομών αμβλύνονταν. Οι αλλαγές στο επίπεδο της καθημερινότητας ήσαν πολλές, αλλά δεν έσκαβαν στα θεμέλια. Ας πούμε, η προγονοπληξία και ο πρωτογενής εθνικισμός, με επιθετική φρασεολογία του 19ου αιώνα, δεν ξεριζώθηκαν ποτέ στ’ αλήθεια από την εκπαίδευση, πρόσκαιρα μόνο είχαν υποχωρήσει συγκυριακά. Μπήκαμε τότε σε μια Ευρώπη με έναν επίπλαστο ευρωπαϊσμό, χωρίς να έχουμε ως κοινωνία επαφή με μια μεταδιαφωτιστική παράδοση και τις θεμελιώδεις αρχές της. Από τη μια η ενσωμάτωση στις διεθνείς αγορές και στα ήθη τους, και από την άλλη η επιστροφή σε ένα προεθνικό παρελθόν που κραύγαζαν οι κήρυκες του «finis Greciae», έφεραν το φίδι στον δημόσιο χώρο.
Τη χρονιά μάλιστα του Μάαστριχτ, τα «εθνικά θέματα» έβαλαν στη δημόσια σφαίρα τους περιθωριακούς από το παράθυρο. Το Μακεδονικό, υπόθεση για την οποία ο σημερινός πρωθυπουργός αποσταθεροποίησε την τότε κυβέρνησή του, για να μην ξεχνιόμαστε, ήταν το πρώτο, η σταδιακή μεταμόρφωση μιας χώρας αποστολής μεταναστών σε επικράτεια υποδοχής ήταν το καθοριστικό δεύτερο. Δίπλα σ’ αυτά, αναδείχτηκε η φαντασιακή ήττα από τον προαιώνιο εχθρό στα Ίμια, η «μάχη των ταυτοτήτων» – τόσο μακρινή σήμερα και σύντομα η απογείωση του πολιτικού ανορθολογισμού χτύπησε τιλτ. Οι ωρυόμενοι τηλεβιβλιοπώλες και η απενοχοποίηση της φασιστικής παράνοιας (οι «Ελ» και τα «Νεφελίμ», πρόγονοι από το διάστημα κ.ά.), μπορεί να μην όργωναν, αλλά πάντως άρδευαν σταθερά το έδαφος της μισαλλοδοξίας.

Από τη –συλλογική– ύπνωση στην κραυγή
Γνωστά πράγματα – σύμφωνοι, αλλά αναγκαία στην κατανόηση του τι, πώς και πότε άλλαξε. Το υπόστρωμα υπήρχε και το βλέπαμε όλοι, «there is an elephant in the room», χωρίς να διαμαρτύρονται πολλοί. Για την ακρίβεια οι πολλοί και οι πολλαπλασιαστικές χοάνες μεγέθυνσής τους (τα έντρομα κανάλια) μιλούσαν π.χ. για τη «λαθρομετανάστευση», αλλά δεν θυμάμαι να εστίαζαν στην αντιμετώπιση του φαινομένου από όσους θεσμικά και επισήμως το χειρίστηκαν: οι παράνομοι, η έξαρση της εγκληματικότητας και –σταθερά– οι κίνδυνοι για το Έθνος αποτελούσαν τις μόνιμες επωδούς. Επομένως, η δεδομένη αναποτελεσματικότητα της διοίκησης, συμφυρόταν με τον διογκούμενο εθνολαϊκισμό στη βάση της κοινωνίας, συνδυασμός που τόσο υποτιμήσαμε.
Αυτά, για να μην ξεχνιόμαστε πάλι, μετράνε σχεδόν μια εικοσαετία που κυριαρχούν στο διάκενο μεταξύ καφενειακής συζήτησης, κραυγών στο γυαλί, συνωμοσιολογίας και πατενταρισμένου ρατσισμού. «Για την έννομη τάξη το πρόβλημα δεν είναι οι ιδέες», μου ’λεγε προχτές ένας φίλος νομικός – προφανώς, η απάντηση όμως είναι πως δεν αντιμετώπισαν ποτέ οι Αρχές τις απτές συνέπειές τους. Το «δικαίωμα» στο τυφλό μίσος που εκφράζεται διά της λόγω και έργω βίας σε βάρος μειονεκτούντων διαφορετικών δεν μπορεί να κατοχυρώνεται «στο όνομα της δημοκρατίας». Όλα αυτά βέβαια συχνότατα ενισχυμένα εκ μέρους των οργάνων της τάξης με συγκαλυμμένη(;) επιδοκιμασία και των εθνοπατέρων λόγω αδράνειας. Πότε είδατε να ενεργοποιούνται έμπρακτα από το ποινικό οπλοστάσιο διατάξεις για προσβολή αλλοφύλων και ετεροδόξων; Και γιατί άραγε δεν ψηφίστηκαν ποτέ επικαιροποιημένα αντιρατσιστικά νομοσχέδια στη χώρα που, ντρέπομαι που το λέω, κατέληξε μήτρα της μισαλλοδοξίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
Εδώ που φτάσαμε με την ακραία ανέχεια στην οποία εξωθήθηκαν και συνεχίζουν να συνθλίβονται μεγάλες κοινωνικές ομάδες –άνθρωποι και όχι χύδην αριθμοί–, ήρθε η ώρα να αντιληφθούμε ότι όλες οι υπόλοιπες συνθήκες για την ανάδυση της αποτυπωμένης σε tatoo φρίκης προϋπήρχαν ή έχουν καλλιεργηθεί: στείρα εικονοκλαστική εκπαίδευση, κτηνώδης, αδιανόητη συλλογική αγραμματοσύνη. Για όσους το μάθημα της ιστορίας ταυτίζεται με το αρχαίο κλέος, τα πιο σύγχρονα μας διχάζουν, «φταίνε οι κακοί ξένοι» κ.λπ., και κατά συνέπεια δεν υπάρχει λόγος να τα σκαλίζουμε. Λόγου χάρη, γιατί η διδασκαλία της σχολικής ύλης τελειώνει πάντα στα χρόνια του Βενιζέλου με μια εμφατική αναφορά στο «Όχι» και στον «κυβερνήτη»; Πόσα παιδιά μέσα στη σχολική τάξη έχουν διδαχτεί για τους ναζί και τη Γενοκτονία; Εντέλει, σε ποια βάση γίνονται ανεκτές απευθείας αναθέσεις στα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας; (για να θυμίσω και ένα πρόσφατο γεγονός για το οποίο γίνονται ερωτήσεις στη Βουλή αυτές τις μέρες). Κατά τα λοιπά, περισσεύουν οι συλλογικές προϋποθέσεις για να εκτοξευτεί η όζουσα καφρίλα: βαθύς, απάλευτος ανορθολογισμός, εμπεδωμένες αντικοινωνικές συμπεριφορές, οχαδερφισμός και των γονέων, τονωμένος σταρχιδισμός.
Το εύρος της ηθικής αποσάθρωσης στις συνειδήσεις των κοινών ανθρώπων, το έλλειμμα του κράτους Δικαίου, η αδυναμία προσφυγής σε οποιονδήποτε αποτελεσματικό μηχανισμό επίλυσης διαφορών, το κενό εμπιστοσύνης στους αραχνιασμένους θεσμούς της Πολιτείας, το μίσος προς την πολιτική τάξη η οποία χρεώνεται με ακραία ιδιοτέλεια και αυτιστική αδιαφορία, όλα αυτά συνιστούν ερείσματα για έναν πρωτόλειο αντικοινοβουλευτισμό που, όπως είδαμε, ενδύθηκε τον κοινοβουλευτικό μανδύα ασορτί με τις μαύρες αρβύλες. Καμία αντίφαση. Γιατί συνέβη τώρα; Μα διότι σε αυτή τη φάση οι συνθήκες το επέτρεψαν ή μάλλον το τροφοδότησαν. Σε εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα αλλά και τμήματα της εργατικής τάξης, από εκείνα που, νόμιζαν μερικοί πως, αποτελούσαν προνομιακό ακροατήριο της Αριστεράς, λες και είχανε πέσει στη μαρμίτα με το φίλτρο.

Συνειδητοποιώντας την αποσύνθεση
Εκκλησία, Στρατός και «σώματα ασφαλείας» υπό τη γαλανόλευκη, ενάντια στους ποικίλους οχτρούς, αποτελούν παραδοσιακά το καταφύγιο σε τέτοιους καιρούς για τους αλαλιασμένους και τα πλήθη σε σύγχυση. Αν και υπάρχουν μικροί θύλακοι στην πρώτη και στον δεύτερο, διαπιστώσαμε πως τα «αυγά» είχαν φωλιάσει κυρίως στα τελευταία. Η προσφυγή ωστόσο κόσμου πολύ στο ειδεχθές περιθώριο που δρούσε με μεθόδους παρακράτους εκφράζει ακριβώς την αγωνία για Ισχύ, σε αντιδιαστολή με τη διάχυτη συλλογική Ανασφάλεια. Γιατί τεκμήριο αδιάψευστο φόβου για το αύριο και αδυναμίας προσανατολισμού υπήρξε το φλερτ κοινωνικών ομάδων με τη μεταφυσική σαγήνη του μαιάνδρου, που όλο και περισσότερο (εκ)τρεπόταν σε σβάστικα. Θυμός (για τους αποπάνω), φόβος (για το τι μέλλει γενέσθαι), άρνηση (της στοιχειώδους λογικής), παράδοση (δηλαδή, εκχώρηση του είναι σε όσους αντισυστημικούς «υπόσχονται»). Κάθε υποτιθέμενο ανάχωμα γνωστικό, βιωματικό, πολιτισμικό ανάμεσα στους γνησιότερους μεταπολεμικά οπαδούς του ναζισμού και σε ευρέα κοινωνικά ακροατήρια (εκλογικά, θυμίζω επίσης…) κατέρρευσε σαν τη γραμμή Μαζινό. Σε ένα περιβάλλον όπου, για τους αποκάτω, όλα γκρεμίζονται βίαια με κατακλυσμιαίους ρυθμούς, πόσο δύσκολο είναι να κατανοήσουμε την επιστροφή του συναισθήματος ως έκρηξη;
Δεν είναι πρόθεσή μου να σοκάρω κανέναν, αλλά η θηριωδία γεννιόταν δίπλα μας – όσο κλείναμε τα μάτια. Ως «ανάδελφο έθνος» (για τους μεν) ή ως «λαός της αντίστασης» (για τους δε), αυτό που σήμερα έκπληκτοι(;) διαπιστώνουμε, εκκολάφθηκε την περίοδο που στη χώρα «δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα». Συγκεκριμένα, γονιμοποιήθηκε στους κόλπους της κάποτε φιλόξενης «γειτονιάς», όταν τα τέκνα της εντυπωσιασμένα από την γκόμενα (ίσως και την τεχνική στα χαστούκια) του Κασιδιάρη, ζήλεψαν την κορμοστασιά του Λαγού, φόρεσαν τις ραμμένες στο Πακιστάν στολές που πούλαγε ο Παναγιώταρος, και με πίστη στα καθαρά χέρια του Αρχηγού θέλησαν να «ξεβρομίσουν» την πατρίδα. Αυτά όμως όλα ανήκουν, αισιοδοξώ, στο παρελθόν. Όχι γιατί έληξε οριστικά η σύγκρουση με το αποφώλιον τέρας, αλλά γιατί αποκαθηλώθηκε από το γυαλισμένο βάθρο η εικόνα του κόμματος-στρατού που φαντασιώνονταν οι ηγήτορες και στελέχωναν οι νεοπροσύλητοι. Αναμφίβολα, το στοίχημα για την κοινωνία είναι αν θα βρουν τη φυσική θέση τους οι πρώτοι: ενδεχομένως, στα κελιά της πτέρυγας που φιλοξένησε για καιρό τους ιδεολογικούς προπάτορές τους. Για τους 440.000+ ψηφοφόρους τους παραμένει ανοιχτή η κατεύθυνση που θα επιλέξουν(;) να πάρουν, ούτως ή άλλως πάνω σε ανεξίτηλες κηλίδες αίματος θα βαδίσουν. Για τον καθέναν από εμάς, τέλος, εκκρεμεί η συνάντηση με τον καθρέφτη μας.

Φασιστική βία και ακραία κοινωνική διαμαρτυρία: η ανίερη ταύτιση
Μας λένε, και φίλοι πολλοί ανάμεσά τους, πως τον φασισμό τον έφερε λ.χ. η φοιτητική βία των παρατάξεων και τον νομιμοποίησαν οι «πλατείες» το ’11. «Δεν νομίζω, Τάκη». Όπως το κατανοώ εγώ, ο ορμητικός πίδακας που αναβλύζει στη χαίνουσα ρωγμή της κοινωνικής επιφάνειας δεν χρωματίζεται ως ωμή, εγκληματική παραβατικότητα. Δεν είναι δηλαδή, για να το κάνω δίφραγκα σε όσους δεν το καταλαβαίνουν, ανάλογος αξιακά της δραστηριότητας της Χρυσής Αυγής είτε άλλων white collar γκρουπούσκουλων, η δράση των οποίων εκκρεμοδικεί. Στη συνθήκη της τρέχουσας απορρύθμισης (deregulation), κάποιες ενέργειες συνιστούν δραστηριότητες έκνομες ενδεχομένως, ποινικά κολάσιμες πιθανώς, κινήσεις –καταδικαστέες– με πηχτή βλακεία στο πλαίσιο του όχλου κάποιες φορές, αλλά όχι πρωτογενή φασιστική βία. Ας αφήσουμε απέξω την παλάντζα με το έμβλημα της Θέμιδος που εισάγουν κάποιοι στη δημόσια σφαίρα για να δρέψουν κομματικά οφέλη. Τα βαθιά πολιτικά σχίσματα και η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να εξαντληθεί μέσω της νομιναλιστικής προσφυγής στην «ανεξάρτητη Δικαιοσύνη». Η επιθυμία να προσεγγιστεί in principio η βία ως αυτόνομη, ουδέτερη ηθικά αναλυτική κατηγορία, αποπολιτικοποιεί το παρόν, επιχειρώντας να στοιχειοθετήσει ακριβώς τα δύο άκρα προς τα οποία (οφείλει να) «ισαπέχει» η κρατική επιβολή του νόμου και της τάξης.
Αρθρώνεται το επιχείρημα πως «εφόσον η οικονομική κρίση μαστίζει και άλλες κοινωνίες» – λέει, «γιατί εκλύεται τόση ένταση ή και βία σ’ εμάς;». Λησμονιέται εδώ ο εκρηκτικός συνδυασμός της εγχώριας ιστορικής εμπειρίας (συγκεκριμένες όψεις του πρόσφατου παρελθόντος μας) μαζί με τα ειδικά χαρακτηριστικά του κράτους (αφερεγγυότητα, αναποτελεσματικότητα κ.ά.), που διαφοροποιούν τις αντιδράσεις στην Ελλάδα από λ.χ. την Ιρλανδία. Σε ακραίες συνθήκες, η επιλεκτική χρήση του νόμου, η κρατική αβελτηρία και η υποκριτικά εργαλειακή εφαρμογή των θεσμών είναι που εξοργίζουν, εξαγριώνουν στρώματα που οι ζωές τους λιώνουν στις μυλόπετρες. Πρόσωπα που δεν κυκλοφορούν πια γύρω μας γιατί δεν έχουν ένα ευρώ να βγουν απ’ το σπίτι. Άνεργοι-στρατιές που κρύβονται σε ανώνυμες λίστες και ακόμη περισσότεροι που συντηρούνται(;) οριακά από τα εξουθενωμένα συγγενικά δίκτυα, «εργαζόμενοι» που (όπως η μάνα του υπουργού Οικονομικών!) πασχίζουν να ζήσουν με 500 ευρώ μηνιαία, μικροεπαγγελματίες που κάνουν πως δουλεύουν σε μια αγορά που κάνει πως τους πληρώνει. Αυτά, μαζί με το κενό οποιασδήποτε ορατής βιώσιμης προοπτικής για τη ζωή των κοινών ανθρώπων, τροφοδοτούν όλο το φάσμα του πολιτικού ανορθολογισμού, επίσης και προς τα αριστερά, με απρόβλεπτες συνέπειες. Γιατί, πιστεύετε, συνεχίζει η Χρυσή Αυγή να καταγράφει αδιανόητα, μετά απ’ όσα έχουν αποκαλυφθεί, δημοσκοπικά ποσοστά; Επειδή εκτιμούν οι ψηφοφόροι της την πολιτική ακεραιότητα του Μιχαλολιάκου στις ιδέες του απέναντι στον ανακριτή και τη ρητορική δεινότητα του βουλευτή Μίχου προς τους δημοσιογράφους;
Αν καταλύτης στις συλλογικές συμπεριφορές είναι η κρίση, στη μορφή της λαίλαπας που ενέσκηψε σαρώνοντας τις ζωές των ανθρώπων, φαινόμενο μοναδικό σε ένταση και ορμή στην ιστορία του σύγχρονου δυτικού κόσμου, είναι η διαχείριση της κρίσης από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που εξαγρίωσε τους κυριαρχούμενους. Ιστορικά, οι κοινωνίες μπορούν, πιθανώς, να αντιπαλέψουν την οικονομική κατάρρευση, την ταυτόχρονη διάρρηξη του –υπόρρητου– κοινωνικού συμβολαίου όμως, ποτέ. Αναρωτιόμαστε σοβαρά για την ποικιλώνυμη βία που μας περιβάλλει. Μήπως, παράλληλα, να συζητούσαμε σοβαρά τη διαφορά της Βίας από την ανεξέλεγκτη κοινωνική διαμαρτυρία και την, τυφλή ίσως, κοινωνική ανυπακοή; Θα είναι ασφαλώς πιο γόνιμο. Είναι το άνυσμα της απόστασης που χωρίζει το βλέμμα που κοιτάει το δάχτυλο από εκείνο που κοιτάει το φεγγάρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων