Στην υπόθεση της Χ.Α. πολλά ήταν τα ακανθώδη διλήμματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία, ένα όμως ήταν και παραμένει το κυρίαρχο: το ξερίζωμα του νεοναζισμού ή θα αποτελέσει χρυσή ευκαιρία για έναν βαθύτατο, ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό του κράτους ή θα γίνει αφορμή και πρόσχημα για έναν ακόμη πιο αυταρχικό μετασχηματισμό του. Η κυβέρνηση -και δεν προκαλεί καμιά έκπληξη αυτό- επιλέγει ήδη τη δεύτερη απάντηση. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη διατύπωσε το γενικό πλαίσιο αυτής της αυταρχικής εκτροπής, εξισώνοντας περίπου κάθε μορφή διαμαρτυρίας με τη νεοναζιστική βία. Οι αναφορές του σε εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ προδιαθέτουν για νομοθετικές πρωτοβουλίες αδιάκριτης ποινικοποίησης του «γενικού φαινομένου της βίας, από το γκαζάκι μέχρι το γιαούρτι», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Το σημαντικότερο είναι ότι το έδαφος προετοιμάζεται με συγκεκριμένες πρακτικές ενέργειες, στις οποίες σπεύδουν με παράδοξη προθυμία δικαστικές, αστυνομικές και άλλες αρχές. Οι προσαγωγές στη ΓΑΔΑ αφισοκολλητών αντιφασιστικής πορείας, οι συλλήψεις και καταδίκες μαθητών στη Λαμία και την Ηγουμενίτσα για τις καταλήψεις, η εισβολή των ΜΑΤ στο κατειλημμένο από απλήρωτους εργαζόμενους πέντε εργοστασίων κτήριο της Περιφερειακής Ενότητας Εύβοιας, η προαναγγελία εισαγγελικής επέμβασης στην ΕΡΤ από τον αρμόδιο υφυπουργό πρέπει να εκληφθούν ως τροχιοδεικτικά πυρά για ό,τι θα ακολουθήσει. Που δεν είναι άλλο από μια α λα καρτ κινητοποίηση του «κράτους δικαίου» εις βάρος των λιγοστών και αδύναμων θυλάκων διαμαρτυρίας.

Πρόκειται για άκρως επικίνδυνη συσσώρευση δεδομένων που κανονικά θα έπρεπε να προκαλέσει συναγερμό. Στην πράξη, προωθείται μια ευρύτατη αναστολή ή περιορισμός συνταγματικών ελευθεριών χωρίς καν να μεσολαβήσει συνταγματική αναθεώρηση. Η κυβερνητική ατζέντα ξεφεύγει απ' αυτό το στενό πλαίσιο της πολιτικής υστεροβουλίας με στόχο να «επαναπατρισθούν» ακροδεξιοί ψηφοφόροι στη δεξιά κοιτίδα τους. Στην πράξη, καταρτίζει ένα «μνημόνιο» αυταρχισμού που σε πρώτη φάση αξιοποιεί ακόμη και ανενεργούς διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας, με μια στενή ή χαλαρή κατά περίπτωση ερμηνεία τους, αλλά σε δεύτερη φάση θα φέρει και νομοθετικά εξαμβλώματα τα οποία θα καθιστούν πρακτικά αδύνατες ή ποινικά ελεγκτέες ακόμη και αυτονόητες μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας. Από την απεργία μέχρι τη διαδήλωση ή τη δημόσια έκφραση.
Από μιαν άποψη, αυτό είναι μια σχεδόν φυσιολογική εξέλιξη. Από τη στιγμή που το «καθεστώς» και ό,τι περιλαμβάνεται σε αυτό -από τα κόμματα του Μνημονίου και τις «προσωπικότητες» ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς μέχρι την επιχειρηματική ελίτ και την αφρόκρεμα της κρατικής γραφειοκρατίας- αποδέχεται ως νέο «καταστατικό χάρτη» της χώρας το Μνημόνιο, το ισχύον σύνταγμα, με τις αναπηρίες του, αλλά και τις ελευθερίες του, καθίσταται αφόρητα στενός κορσές. Το Μνημόνιο είναι πράγματι το καλύτερο κείμενο που διαθέτει το κράτος, όπως είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο κ. Στουρνάρας, αφού αποτελεί το λεπτομερέστερο, δεσμευτικότερο και αποτελεσματικότερο εργαλείο βίαιου μετασχηματισμού της χώρας σε όλα τα επίπεδα. Διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα, εφαρμόζει μια βίαιη μηχανική αφοπλισμού και υποβάθμισης των υποτελών τάξεων, αλλάζει τους ρόλους όλων των εξουσιών -εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής-, αναδομεί την οικονομία με τρόπο που να χάσει τα ελάχιστα ίχνη αυτονομίας της, θίγει τον σκληρό πυρήνα των αστικών δικαιωμάτων, αφού ακόμη και η ιδιοκτησία τελεί υπό αίρεση. Σε γενικές γραμμές το Μνημόνιο μετατρέπει τη χώρα σε προτεκτοράτο των δανειστών. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το σύνταγμα, το οποίο με τόση υποκρισία υπερασπίζονται οι αυτόκλητοι εκφραστές του «δημοκρατικού τόξου», βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με την ουσιαστική τους κατάλυση μέσω του Μνημονίου. Και το ίδιο ισχύει για τα μέσα υπεράσπισής τους, τα ελάχιστα μέσα άμυνας που παρέχει το σύνταγμα στους «υπηκόους».
Σε τελική ανάλυση, το Μνημόνιο και οι άλλες δεσμεύσεις που πηγάζουν από τις εξουσίες του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου γίνονται τόσο ασύμβατες με το πλαίσιο των αστικών δημοκρατικών δικαιωμάτων ώστε τα δεύτερα γίνονται εκ των πραγμάτων στόχος ενός δεύτερου μνημονίου, ενός μνημονίου αυταρχικού μετασχηματισμού του πολιτεύματος. Κι αυτό μπορεί να αποτελέσει τη χειρότερη κληρονομιά της κρίσης. Όπως θα 'γραφε κι ο Μπρεχτ,
«το άδικο βαδίζει σήμερα με σταθερό βήμα./
Οι καταπιεστές προετοιμάζουν τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια./
Η βία διαβεβαιώνει: έτσι όπως είναι η κατάσταση, έτσι θα μείνει./ 
Καμιά φωνή δεν ακούγεται, πέρα από τη φωνή του εξουσιαστή./
Και στις αγορές φωνάζει η εκμετάλλευση: τώρα μόλις αρχίζω»
(Ύμνος στη Διαλεχτική).
Αυτές είναι οι διαπιστώσεις. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε. Στη θέση μιας ανεξήγητης, σχεδόν απολογητικής αμηχανίας, η Αριστερά θα έπρεπε να μετατρέψει την υπεράσπιση και διεύρυνση της δημοκρατίας σε προνομιακό πεδίο αντεπίθεσης. Όχι απλώς «να τους ταράξει στη νομιμότητα», αλλά «να τους τσακίσει στη δημοκρατία». Περισσότερα δικαιώματα, περισσότερες ελευθερίες, περισσότερα και ευχερέστερα μέσα υπεράσπισής τους.