ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ, απο την Αυγη...

Από τον κήπο της επικαιρότητας σταχυολογώ δυο πολύ διαφορετικά γεγονότα των τελευταίων ημερών. Το πρώτο είναι ότι για δέκα λοιπόν χιλιάδες επιδοτούμενες θέσεις απασχόλησης (με αμοιβή κάτω των πεντακοσίων ευρώ) κατατέθηκαν εκατόν εξήντα χιλιάδες αιτήσεις. Το θέμα αφορά ως γνωστόν πεντάμηνο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας» στην Τοπική Αυτοδιοίκηση που απευθύνεται σε ανέργους.
Το άλλο νέο είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis, ένας στους τρεις πολίτες (κάπου το 33%) φαίνεται να πιστεύει στους περίφημους αεροψεκασμούς που σύμφωνα με τη σχετική πληθωρική παραφιλολογία «παραλύουν τη βούληση των Ελλήνων να αντισταθούν και να ξεσηκωθούν». Και από την ποιοτική ανάλυση προκύπτει ότι από αυτούς είναι ανησυχητικά μεγάλο το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ενώ πρόκειται κυρίως για νέες γυναίκες και αποφοίτους κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης.
Υποθέτω ότι ο συνδυασμός τέτοιων ψηφίδων της πραγματικότητας συνθέτει το πραγματικό πρόσωπο της κρίσης. Και ότι αν μείνει κανείς μόνο στη μια ψηφίδα χωρίς να σκεφτεί την άλλη, η ανάλυσή του θα έχει ένα μεγάλο κενό.
Έχουμε κατά κάποιον τρόπο υποχρέωση να σκεφτόμαστε και τις δυο όψεις. Τη μεταμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων που συντελείται σε συνθήκες παγίωσης της μεγάλης ανεργίας και των οικονομικών αδιεξόδων. Αλλά και την εκρηκτική απογείωση του ανορθολογισμού που δεν συνιστά δευτερεύουσα ανωμαλία ούτε μια, αδιάφορη από πολιτική άποψη, κοινωνική γραφικότητα.

Και άλλα όμως μηνύματα αυτών των ημερών μπορεί να διαβαστούν ως προειδοποιήσεις και καμπανάκια κινδύνου. Το ότι, για παράδειγμα, η Χρυσή Αυγή ως «πρόθεση ψήφου» επιμένει. Επιμένει ένα σκανδαλώδες, δημοσκοπικό φυσικά, οκτώ και εννέα τοις εκατό στις δυο μεγάλες περιφέρειες της Αθήνας. Παρά τα όσα εντυπωσιακά γίνονται στο αστυνομικό και δικαστικό μέτωπο εδώ και βδομάδες. Ενώ από την άλλη -αν και πρόκειται για φαινόμενο άλλης τάξης- το κόμμα της Μαρίν Λε Πεν κερδίζει έδαφος εις βάρος όλης της γαλλικής Αριστεράς, αλλά και της υπόλοιπης Δεξιάς. Και στην Ευρώπη συνολικά η Άκρα Δεξιά εμφανίζεται ως ο χώρος της «λαϊκής υπόθεσης» εναντίον των ελίτ.
Με ποιο τρόπο μπορεί άραγε κανείς να απαντήσει ορθολογικά, αλλά όχι περιφρονητικά, σε διαφορετικά είδη πόνων και φόβων, πανικών και ελπίδων; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το σύγχρονο τραύμα, που δεν είναι μόνο ταξικό, αλλά φτάνει βαθύτερα, ώς εκεί που δεν φτάνει η συνηθισμένη καταγγελία του νεοφιλελευθερισμού;
Με παρόμοιες απορίες κατά νου δεν υπαινίσσομαι ότι κάποια ζητήματα παιδείας (με την ευρύτερη έννοια του όρου) έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τα κοινωνικά και πολιτικά επίδικα της συγκυρίας. Λέω όμως ότι η αμάθεια, οι μεταμοντέρνες δεισιδαιμονίες και οι πολυποίκιλοι ανορθολογισμοί παράγουν, με τον τρόπο τους, πολιτική. Και ότι ακόμα κι αν αυτή η «πολιτική» καταλήγει σε λαϊκά αναθέματα κατά των ελίτ και των κατεστημένων δεν έχει καμιά σχέση με τις αριστερές πολιτικές και πνευματικές αξίες.
Οι ανορθολογισμοί των ημερών δεν αποτελούν απλώς φευγαλέο εποικοδόμημα της οικονομικής κρίσης, αλλά αυτοδύναμους παράγοντες μιας κρίσης νοήματος που αγγίζει ακόμα και το επίπεδο των ψυχών. Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για περιφερόμενες λόξες και «ψευδείς συνειδήσεις», οι οποίες θα υποχωρήσουν κάτω από το βάρος των υλικών αναγκών του άνεργου ή του πληττόμενου εργαζόμενου και μεσοαστού. Διότι οι άνθρωποι, ακόμα και οι πιο φτωχοί, κάνουν τις επιλογές τους συνδυάζοντας ιδέες με συμφέροντα ή με αυτό που εκλαμβάνουν ως ανάγκη. Η πολιτική των αναγκών μπορεί να είναι οτιδήποτε και όχι αποκλειστικά κάτι αριστερό.
Βρισκόμαστε παρ' όλα αυτά σε ένα σημείο του ιστορικού χρόνου όπου διάφορες μορφές ορθολογισμού έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα από τις ιδεολογικές τους καταχρήσεις και τα ιστορικά παραδείγματα "ορθολογικής"' βίας. Αυτό ωστόσο καθιστά ακόμα πιο επιτακτικό το να ξανασκεφτούμε τις διαπαιδαγωγικές ποιότητες της πολιτικής. Και κυρίως της αριστερής πολιτικής.