Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

ο δρόμος...

Moment (s) in the Wind(s)...
001
“Έλα, θέλει να σου πει ένα τραγούδι που έμαθε σήμερα”.
Σήμερα αρπάζει το ακουστικό από το χέρι της μάνα του πριν προλάβουμε να αστειευτούμε για την ανυπομονησία του να λέει σε όλους μας το κάθε καινούργιο που μαθαίνει. 

“ο δριόμος είχε τη δική του ιστορίια κάποιος την έγριαψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερίια κι ύστερια είπαν πως την έγριαψαν παιδιά..”
Ασφυξία και φασισμός είναι να μην μένει στιγμή ατόφιο το συναίσθημα σου στο άκουσμα ενός 4χρονου που χωρίς καμιά αληθινή γνώση σε τι αναφέρεται, υπερβάλλει εαυτόν για να αρθρώσει σωστά το “ελευθερία”. Να ΄ρχεται η εικόνα μιας νηπιαγωγού των 700-800 που μέσα από την κληρωτίδα “απολύεστε”, τους μαθαίνει “δρόμους” ζωγραφίζοντας πορτοκαλί τανκς και γαρύφαλλα. Να κάνει κατάληψη η μορφή της, το αύριό της, σε κάθε σου νοιώθω, να ισοπεδώνει τις πύλες κάθε σου σκέψης για το αν τελικώς υφίστανται πλέουν δρόμοι, πριν. Πριν η κάθε ιστορία περάσει από την μνήμη στην καρδιά. Το συναίσθημα, όσο κι αν σου κάνει πότε πότε το χατήρι να χωρέσει στην προσωπική σου λογική κοινών πραγμάτων, σε κοινή προοπτική για να αλλάξουν τα πράγματα δεν θα μεταλλαχθεί ποτέ. 
Το βράδυ στο καφέ, η tv στο mute. Απόψε δεν έχει μπάλα, περιττές οι ιαχές.
Εικόνες από την Λευκάδα, ο υπουργός υγείας γιουχάρεται κατά την διάρκεια της ομιλίας του.
Άργησαν τα σωστικά συνεργεία, καθυστέρησαν τα γιουχαΪσματα.
Με την πραγματικότητα στο mute, ευκολότερα διακρίνεις τα αληθινά της χρώματα.

Στο διπλανό τραπέζι διαφωνώντας για την γενική κατάσταση με τον συνομιλητή της που επιμένει “δεν θέλουν, δεν θέλουν να κάνουν όχι δεν μπορούν, καταλαβαίνεις? δεν θέλουν..”, μια ξερακιανή κουνά τα χέρια της προς υποστήριξη του δίκιου της στον ίδιο ξέφρενο ρυθμό με την αποστεωμένη γλώσσα της, ταχύτερα κι απ΄όσο στην οθόνη ανοιγοκλείνει το φαύλο στόμα του ο σπουδαίος υπουργός.   “..άνθρωπος που έχει διαβάσει Σωκράτη, που μιλά για τον Σωκράτη..”, λέει.
Την φαντάζομαι να σφαδάζει σ΄ένα φορείο, να εκλιπαρεί για βοήθεια σ΄έναν διάδρομο που κάποιος έχει πατήσει το mute, ούτε κώνειο να υπάρχει, κανένας ήχος να μην βγαίνει όσο κι αν ουρλιάζεις, σαν να ΄σαι στον βυθό.  Όσο περισσότερο ανοίγεις το στόμα τόσο να πνίγεσαι.
Tης το εύχομαι. Έστω και μια φορά αν υποχρεωθείς να αντικρύσεις την αληθινή απόχρωση της πραγματικότητας, είναι διδακτικότερο, χρησιμότερο από το να εκπαιδευτείς να παπαγαλίζεις ολόκληρη την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

“τις Κυγιακές από νωγίς στα καφενεία κι ύστερια γήπεδο στοιχήματα καυγάς
ο δριόμος είχε τη δική του ιστορίια είπανε όμως πως την έγριαψαν παιδιά..”

Η κρεβατοκάμαρα έχει γεμίσει κούτες. Από το μαξιλάρι, με το ζόρι πλέον φαίνεται μια λουρίδα ουρανός στο τζάμι. Μερικά βράδια πάνω στις ετικέτες τους, “κουζίνα”, “ρούχα”, “βιβλία”, βλέπω σε fast forward τα καινούργια τραγούδια που θα μάθει, πεντακάθαρα “ρ”, “ελευθερίες” σθεντόριες. Όλα όσα σε ένα μήνα από τώρα θα μας τραγουδά στο skype. Εκεί που και η μάνα μου θα μάθει να λέει τα νέα της γειτονιάς, φίλοι, γνωστοί, όλοι εκεί, οι γρίλιες του εδώ παράθυρου κλειστές κι ο γενικός κατεβασμένος.
Όταν δεν με πιάνει ύπνος, μετράω ξερακιανές. Πρόβατα αναρίθμητα. Τρομάζω, πετάγομαι  να βεβαιωθώ πως στο μπρελοκ μου υπάρχουν δυο καινούργια αχρησιμοποίητα ακόμη κλειδιά κι όλες οι κούτες είναι κλειστές. Να σιγουρευτώ πως δεν θα ξαναβρεθώ ποτέ στην από δω πλευρά του διαδρόμου. Κάποιος να φιμώνει το στόμα μου, να περιπαίζει την λογική μου, μια ξερακιανή να λέει “ευχαριστώ” που της έδωσα ξανά παλμό για να μπορεί να χειροκροτεί τον υπουργό της. Αυτόν που κάθε μήνα θα πιστώνει τον λογαριασμό μου με τα ψίχουλα που αναλογούν στις δικές μου πληγές και με αντίστοιχη χρέωση από ένα υποκοριστικό για την “δουλειά” “την ζωή” μου. Δουλίτσα να υπάρχει, να περνάμε την ζωούλα μας. Κι ας έχουν γίνει και οι δρόμοι και οι “δρόμοι” βυθοί. Όσο περισσότερο τους περπατάς, όσο ανοίγεις το στόμα, τόσο πνίγεσαι. Ποτέ ξανά.
“κι ύυυστερια πέριασε ο καιρός κι η ιστορίια πέριασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδγιά
ο τοίχος έγριαφε μοναδική ευκαιρίια εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά..”

Σε όποιον από τους τελευταίους εναπομείναντες απορημένους αναρωτηθεί “μα γιατί φεύγετε?” να θυμηθώ να απαντήσω πως και μόνο για να αφήσουμε τα 4χρονα να βρουν τις δικές τους νίκες μακριά από τα ενοχικά, τα μελό, τις καραμπινάτες ήττες μας κι όλα τα σύνδρομά μας, είναι ένας επαρκής λόγος για να εξαφανιστούμε όλοι από τον δρόμο τους.
Ότι μόνον ο ο δικός σου δρόμος ημερώνει τις νύχτες σου χωρίς φαντάσματα, ξερακιανές, σοφιστές και σοφιστείες να μαχαιρώνουν κάθε στιγμή το ξύπνιο σου, δεν θα το πω. Κανείς δεν ρωτά πλέον τίποτα που ήδη δεν ξέρει κι αρκετά τις θεοποιήσαμε, τις λιώσαμε  τις λέξεις, να ξεδιψάσουμε από το βολικό ζουμί τους, να αποκρύψουμε από την προσωπική μας λογική την πραγματική κλίση της επόμενης, ολισθηρής κοινής στροφής. Mute.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων