Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Δημοκρατία ή καπιταλισμός;

Jürgen Habermas, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...

Από την αθλιότητα της εθνικο-κρατικής αποσπασματικότητας σε μία ολοκληρωμένη, από καπιταλιστικής απόψεως, παγκόσμια κοινωνία.
Στο βιβλίο του για την αναβλημένη κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού ο Wolfgang Streeck αναπτύσσει μια σκληρή ανάλυση της γενεσιουργού ιστορίας της παρούσας κρίσης οφειλών και τραπεζών, που οφείλεται στην πραγματική οικονομία. Αυτή η δυναμική και εμπειρική εκ θεμελίων ανάλυση προήλθε από τις παραδόσεις του Theodor W. Adorno (Γερμανός κοινωνιολόγος – φιλόσοφος) που έγιναν στο Ινστιτούτο της Φραγκφούρτης για την κοινωνική έρευνα.
Θυμίζει στα καλύτερα σημεία της – δηλαδή πάντα όταν το πολιτικό πάθος συνδεθεί με την δύναμη που ανοίγει τους οφθαλμούς, και φωτίζει τα γεγονότα, και τα ισχυρά επιχειρήματα – την «18η Brumaire του Louis Napoleon».
Αρχικό σημείο αποτελεί η δικαιωματική κριτική στην αναπτυχθείσα θεωρία της κρίσης, που έγινε από τον Claus Offe και εμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η τότε επικρατούσα φορολογική αισιοδοξία του Κέυν, μας ενέπνευσε την αποδοχή, ότι η πολιτικά επικρατούσα οικονομική δυναμική της κρίσης επί αντιφατικών καθηκόντων – προσταγών, μετατίθεται σε ένα υπερφορτωμένο κρατικό όργανο, και σε «πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού» (όπως διατύπωσε μερικά χρόνια αργότερα ο Daniel Bell), και εκφράζεται ως μια μορφή νομιμοποιητικής κρίσης. Σήμερα δεν γνωρίζουμε (ακόμη;) μια νομιμοποιητική κρίση, αλλά μια σταθερή οικονομική κρίση.

Η γέννηση της κρίσης
Με τις γνώσεις του ιστορικού παρατηρητή που μελετά το παρελθόν, ξεκινά ο Wolfgnag Streeck την παρουσίαση της πορείας της κρίσης με ένα σχέδιο του κοινωνικού-κρατικού καθεστώτος, που είχε δημιουργηθεί στην μεταπολεμική Ευρώπη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην συνέχεια ακολουθούν οι φάσεις της επικράτησης των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, που χωρίς να λάβουν υπ’ όψη τις κοινωνικές συνέπειες, παρουσίασαν τους όρους αξιολόγησης του κεφαλαίου βελτιωμένους, και έτσι, σιωπηρώς, και την σημασιολογία της έκφρασης «μεταρρύθμιση». Οι μεταρρυθμίσεις χαλάρωσαν τους αναγκασμούς διαπραγματεύσεων των σωματείων και απορρύθμισαν τις αγορές – όχι μόνο τις αγορές εργασίας, αλλά και τις αγορές των αγαθών και της παροχής υπηρεσιών, κυρίως δε, τις αγορές κεφαλαίου: «ταυτόχρονα μετατράπηκαν οι αγορές του κεφαλαίου σε αγορές ελέγχου των επιχειρήσεων, που ανήγαγαν την αύξηση του shareholder value στην ανώτατη αρχή της καλής διαχείρισης επιχειρήσεων».
Ο Wolfgang Streeck περιγράφει αυτή την στροφή που έγινε από τον Reagan και την Thatcher ως χτύπημα της ελευθερίας των κατόχων του κεφαλαίου και των μάνατζερ τους, εναντίον ενός δημοκρατικού κράτους, το οποίο κατά το μέτρο της κοινωνικής δικαιοσύνης αναστέλλει – επιβραδύνει τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, αλλά από την πλευρά των επενδυτών, στραγγαλίζει την οικονομική ανάπτυξη και έτσι ζημιώνει την έννοια της γενικής καλής οικονομικής κατάστασης. Η εμπειρική ουσία της έρευνας υφίσταται σε μια μακρά σύγκριση σχετικών χωρών κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Εξ αυτής προκύπτει προς έκπληξη μας, με όλες τις διαφορές μεταξύ των εθνικών οικονομιών επί μέρους, η εικόνα, μιας εν τέλει πορείας της κρίσης, ίδιας μορφής. Οι αυξανόμενοι δείκτες του πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970 αντικαθίστανται από ένα δείκτη αυξανόμενης οφειλής των δημοσίων και ιδιωτικών προϋπολογισμών.
Ταυτόχρονα αναπτύσσεται η ανισότητα της διανομής του εισοδήματος, ενώ τα κρατικά έσοδα σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνες, μειώνονται. Με την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα, η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε μια μεταμόρφωση του φορολογικού κράτους: «Το κράτος που κυβερνάται από τους πολίτες του και ως φορολογικό κράτος διατρέφεται – συντηρείται από αυτούς (τους πολίτες του), γίνεται ένα δημοκρατικό κράτος με οφειλές, καθόσον η ουσία του εξαρτάται, όχι πλέον μόνο από τις παροχές των πολιτών του, αλλά σε μεγάλο βαθμό από τους δανειστές του».
Στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Κοινότητα ο περιορισμός της πολιτικής ικανότητας των κρατών, φαίνεται από «τις αγορές» και μάλιστα με διεστραμμένο τρόπο. Η μεταμόρφωση του φορολογικού κράτους σε κράτος οφειλέτη, δημιουργεί εδώ το υπόβαθρο για τον φαύλο κύκλο μεταξύ της σωτηρίας των εξαντλημένων τραπεζών από τα κράτη, τα οποία (κράτη) από την πλευρά τους οδηγούνται στην καταστροφή από τις ίδιες τις τράπεζες – με αποτέλεσμα, το οικονομικό καθεστώς που επικρατεί, να θέτει τον λαό του υπό κηδεμονία. Το τι σημαίνει αυτό για την δημοκρατία, παρατηρήσαμε στο μικροσκόπιο κατά την διάρκεια της νύχτας της συνάντησης κορυφής στις Κάννες, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Παπανδρέου εξαναγκάστηκε από τους συναδέλφους του, που χτυπούσαν φιλικά τον ώμο του, να αρνηθεί το προγραμματισμένο δημοψήφισμα. Ο Wolfgang Streeck δικαιώθηκε για το ότι « η πολιτική του κράτους οφειλέτη», εκεί που ωθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από το 2008 με πίεση της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, στην ουσία αποτελεί το φιλοκαπιταλιστικό πολιτικό πρότυπο που οδήγησε σε αυτή την κρίση.
Σε αυτούς τους ειδικούς όρους της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης υπόκειται η πολιτική της δημοσιονομικής σταθερότητας όλων των κρατών μελών, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη οι διαφορές στο επίπεδο ανάπτυξης των οικονομιών τους, στους ίδιους κανόνες, και συγκεντρώνεται, με την πρόθεση της επιβολής αυτών των κανόνων, σε δικαιώματα παρέμβασης και ελέγχου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Χωρίς την ταυτόχρονη ενδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αυτός ο δεσμός σταθεροποιεί με αρμοδιότητες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στην Επιτροπή την απόζευξη του εθνικού δημόσιου χαρακτήρα των κοινοβουλίων από το αυξημένο τεχνοκρατικά αυτόνομο σχέδιο των κυβερνήσεων που ανήκουν στην αγορές. Ο Wolfgang Streeck φοβάται ότι αυτό το επιδιωκόμενο ομοσπονδιακό πρόγραμμα εκτέλεσης, θα προκαλέσει στην Ευρώπη μια εντελώς νέα ποιότητα στην άσκηση της εξουσίας: «Η σταθεροποίηση ως απάντηση στην δημοσιονομική κρίση των ευρωπαϊκών κρατικών οικονομικών που επικαλείται, λειτουργεί σε ένα νέο οικοδόμημα που συντονίζεται από οικονομικούς επενδυτές και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, του ευρωπαϊκού κρατικού συστήματος, – με ένα νέο σύνταγμα της καπιταλιστικής δημοκρατίας στην Ευρώπη, στο πνεύμα μιας σταθεράς των αποτελεσμάτων από τις τρεις δεκαετίες οικονομικού φιλελευθερισμού».
Αυτή η κορυφαία ερμηνεία των εν εξελίξει μεταρρυθμίσεων αφορά την προειδοποιητική τάση ανάπτυξης, που δηλώνει την ιστορική σύνδεση μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού, την οποία ίσως μάλιστα επιβάλλει. Ένας Βρετανός πρωθυπουργός ο οποίος δεν συντονίζεται άμεσα με την νεοφιλελεύθερη εξέλιξη του κοινωνικού κράτους, φυλάει σκοπιά στις πύλες της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης και ο οποίος, ως πραγματικός κληρονόμος – διάδοχος της Thatcher, ωθεί την Ομοσπονδιακή Καγκελάριο, να κουνά το μαστίγιο: «Θέλουμε μια Ευρώπη, που να είναι σε εγρήγορση, και να γνωρίζει το σύγχρονο κόσμο από την πλευρά του ανταγωνισμού και της ευελιξίας».
Ως προς αυτή την πολιτική κρίση, υπάρχουν – στο πράσινο τραπέζι – δύο εναλλακτικές: είτε η αμυντική αναδιάρθρωση του Ευρώ, για την οποία μάλιστα ιδρύθηκε στη Γερμανία ένα νέο πολιτικό κόμμα, είτε η επιθετική μείωση της Νομισματικής Κοινότητας, σε μια υπερεθνική δημοκρατία. Αυτή θα μπορούσε με τις αντίστοιχες πολιτικές πλειοψηφίες να προσφέρει μια θεσμική πλατφόρμα για την επιστροφή στην νεοφιλελεύθερη τάση.
Η νοσταλγική επιλογή
Με λιγότερη έκπληξη ο Wolfgang Streeck προβάλει την επιλογή της επιστροφής στην τάση της μειωμένης δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει «Αναδόμηση των θεσμών, με τις αγορές των οποίων, θα μπορούν οι θεσμοί αυτοί να τεθούν υπό κοινωνικό έλεγχο: αγορές για εργασία, που δίνουν τη δυνατότητα για κοινωνική ζωή, αγορές για αγαθά, που δεν καταστρέφουν τη φύση, αγορές για δάνεια – πιστώσεις που όμως δεν δημιουργούν μαζική παραγωγή υποσχέσεων, που δεν μπορούν να τηρηθούν». Αλλά το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, που προκύπτει από αυτή τη διάγνωση, δημιουργεί μια έκπληξη. Δεν πρόκειται για ένα δημοκρατικό έλλειμμα μιας Ένωσης που έμεινε στη μέση του δρόμου, που θέλει να επαναφέρει τη σχέση της πολιτικής με τις αρμοδιότητές της, και της αγοράς, ξανά σε μια ισορροπία που θα αντέχει η δημοκρατία. Ο Wolfgang Streeck προτείνει όχι ανασύσταση / αναδιάρθρωση / ανοικοδόμηση, αλλά το αντίθετο, την αποικοδόμηση. Θέλει να επιστρέψει στο εθνικό κάστρο της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70, για «να υπερασπιστεί τα υπολείμματα κάθε πολιτικού θεσμού, όσο το δυνατό καλύτερα, και να τα κρατήσει όρθια, με την βοήθεια των οποίων ίσως καταφέρει να μεταβάλει και να αντικαταστάσει την δικαιοσύνη της αγοράς με την κοινωνική δικαιοσύνη.
Με έκπληξη αυτή η νοσταλγική επιλογή αποτελεί μια επιστροφή στην επικρατούσα αδυναμία του ξεπερασμένου έθνους, που είχε τις αγορές της επικράτειας ακόμη υπό τον έλεγχό του, ήτοι σε αδύναμους συμπαίκτες, που από την πλευρά τους θεμελιώνονται σε παγκόσμιες αγορές. Η πολιτική ανάγκη επιβολής φόρων, που παράγει σήμερα μια υψηλά εξαρτημένη παγκόσμια οικονομία, εντοπίζεται σε ένα συνεχώς στενό δίκτυο από διεθνείς οργανισμούς στην καλύτερη περίπτωση, αλλά και στα ασύμμετρα σχήματα της τιμημένης «διακυβέρνησης πέρα από το εθνικό κράτος», τα οποία σε καμία περίπτωση δεν ελέγχει. Εν όψει αυτής της πίεσης του προβλήματος, μιας συστημικής αναπτυσσόμενης, αλλά πολιτικά όπως και πριν αναρχικής παγκόσμιας κοινωνίας, υπήρξε από το 2008 αρχικά μια αντίδραση με κατανόηση στην έξαρση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι κυβερνήσεις των G 8 που έπεσαν, βιάστηκαν να δεχθούν τα BRIC κράτη και μερικά άλλα στον κύκλο των διαπραγματεύσεων. Από την άλλη πλευρά, οι άνευ αποτελεσμάτων πρώτες αποφάσεις που λήφθηκαν από τους G 20 στο Λονδίνο, αποδεικνύουν το έλλειμμα που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο από την ανασύσταση των βεβαρημένων εθνικό – κρατικών προπύργιων: Η εκλιπούσα ικανότητα συνεργασίας, που καταλήγει από μια μη ολοκληρωμένη πολιτική, σε μια ταυτόχρονα οικονομική ολοκληρωμένη παγκόσμια κοινωνία.
Εμφανώς δεν αρκεί η πολιτική ικανότητα των εθνικών κρατών, που προστατεύουν με ζήλο την προ πολλού μειωμένη κυριαρχία τους για να ξεφύγουν από το καθήκον ενός υπερδιάστατου φουσκωμένου και δυσλειτουργούντος τραπεζικού τομέα τους. Τα κράτη που δεν συνεργάζονται για να γίνουν υπερεθνικές ενότητες, και διαθέτουν ως μόνο μέσο τις διεθνείς συμβάσεις, απορρίπτουν ενώπιον της πολιτικής πρόκλησης, το να συνδέσουν σε αυτό τον τομέα τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας και να προβούν σε μείωση του λειτουργικού επιβαλλόμενου μέτρου. Τα κράτη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Κοινότητας βρίσκονται αντιμέτωπα με την αποστολή, να δημιουργήσουν χωρίς επιστροφή, παγκόσμιες αγορές στο μέγεθος μιας έμμεσης, αλλά στοχευόμενης πολιτικής επιρροής. Πραγματικά περιορίζεται η πολιτική της κρίσης με την ανοικοδόμηση μιας τεχνοκρατίας για την λήψη μέτρων με αναβλητική επενέργεια. Χωρίς την πίεση της δημιουργίας θέλησης μιας κοινωνίας των πολιτών, που κινείται πέραν των εθνικών συνόρων, αυτό που λείπει είναι η αυτόνομη εκτελεστική εξουσία των Βρυξελλών, η ισχύς και το συμφέρον, για να ρυθμιστούν οι διαμορφούμενες αγορές και να είναι κοινωνικά αποδεκτές.
Ο Wolfgang Streeck γνωρίζει βεβαίως ότι «η εξουσία των επενδυτών διευρύνεται κυρίως από την προχωρημένη διεθνή ολοκλήρωση και από την ύπαρξη των αποτελεσματικών παγκοσμίων αγορών». Κοιτώντας πίσω στον παγκόσμιο θρίαμβο της αντισταθμιστικής πολιτικής, διαπιστώνει ρητά ότι πρέπει «να αφήσει ανοικτό» εάν και με ποια μέσα θα μπορούσε να πετύχει μια εθνικά οργανωμένη πολιτική, σε μια πάντα διεθνώς γενόμενη οικονομία, ούτως ώστε να τεθούν υπό έλεγχο εξελίξεις, όπως αυτή». Αυτός τονίζει πως οι παγκοσμίως ολοκληρωμένες οικονομικές αγορές υπερτερούν έναντι των εθνικώς κρατικά οργανωμένων κοινωνιών και αυτό τον πιέζει, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, να αναλύσει και να φθάσει στο συμπέρασμα πως κάθε δύναμη που ρυθμίζει την αγορά της δημοκρατικής νομοθεσίας, που κάποτε ήταν αρμοδιότητα των εθνικών κρατών, να ξαναγυρίσει σε υπερεθνικό επίπεδο. Παρά ταύτα παραμένει πίσω από την γραμμή Maginot (André Maginot Γάλλος υπουργός που συνέστησε αμυντική γραμμή) της εθνικής – κρατικής κυριαρχίας.
Βεβαίως στο τέλος του βιβλίου φλερτάρει με την άνευ σκοπού επιθετικότητα της ίδιας αποδομημένης αντίστασης, που παραιτήθηκε από την ελπίδα μιας ουσιαστικής λύσης. Εκεί φαίνεται μια σκέψη έναντι της ίδιας κλήσης, για την σταθερότητα των εναπομείναντων εθνικών θέσεων. Υπό το φως αυτής της παραίτησης φαίνεται να αναβλήθηκε η πρόταση για ένα «ευρωπαϊκό Bretton Woods». Η βαθιά απαισιοδοξία στην οποία τελειώνει η αφήγηση, θέτει το ερώτημα, για το τι σημαίνει η διαφωτιστική διάγνωση της κίνησης του ρεύματος, καπιταλισμού και δημοκρατίας για τις προοπτικές μιας αλλαγής της πολιτικής. Μπορεί να θεωρηθεί ότι εκεί υπάρχει μια βασική ασυμφωνία Δημοκρατίας και καπιταλισμού; Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση θα πρέπει να διαλευκάνουμε το θεωρητικό υπόβαθρο της ανάλυσης.
Καπιταλισμός ή δημοκρατία;
Το πλαίσιο για την αφήγηση της κρίσης, δημιουργεί μια δράση, στην οποία συμμετέχουν τρεις παίκτες: Το κράτος, που συντηρείται από τους φόρους και νομιμοποιείται από τις ψήφους των εκλογών, την οικονομία, που πρέπει να φροντίζει για την καπιταλιστική ανάπτυξη και ένα επαρκές επίπεδο εισοδήματος φόρων και τέλος από τους πολίτες, που χρησιδανείζουν στο κράτος την πολιτική τους υποστήριξη μόνο έναντι ανταλλαγής της ικανοποίησης των δικών τους συμφερόντων. Το θέμα ορίζει την ερώτηση, εάν και ενδεχομένως πώς, κάποιο κράτος καταφέρνει, να εξισώσει τις αντίθετες απαιτήσεις των δύο πλευρών με έξυπνο τρόπο ώστε να αποφευχθεί η κρίση. Σε περίπτωση επιβολής ποινής εάν ξεσπάσει μια κρίση της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής το κράτος οφείλει από τη μια πλευρά να εκπληρώσει τις προσδοκίες του κέρδους του, δηλαδή τις δημοσιονομικές, νομικές και δομικές προϋποθέσεις, για μια επικερδή κεφαλαιακή διοίκηση.
Από την άλλη πλευρά οφείλει να παρέχει τις ίδιες ελευθερίες και να εκπληρώνει απαιτήσεις σύμφωνα με την κοινωνική δικαιοσύνη, στην πραγματοποίηση της δίκαιης κατανομής του εισοδήματος και της ασφάλειας – διατήρησης της κατάστασης status, καθώς και των δημόσιων παροχών υπηρεσιών και της ετοιμότητας για συλλογικά αγαθά. Το περιεχόμενο της αφήγησης υφίσταται στο ότι, η νεοφιλελεύθερη στρατηγική της ικανοποίησης των συμφερόντων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, κατά κανόνα έχει την υπεροχή έναντι των απαιτήσεων για κοινωνική δικαιοσύνη, και μπορεί να «αντέξει» κρίσεις μόνο για την τιμή των αυξανόμενων κοινωνικών υποταγών.
Ο τίτλος του βιβλίου «Η συμφιλίωση της κρίσης του δημοκρατικού καπιταλισμού» σχετίζεται με το εάν ή μόνο με το χρονικό σημείο της έλευσής της; Επειδή ο Wolfgang Streeck αναπτύσσει το σενάριό του σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, χωρίς να στηρίζεται στους «Νόμους» του οικονομικού συστήματος (για παράδειγμα στην «περίπτωση τάσης για επικερδείς τιμές»), δεν προκύπτει από την παρουσίαση κάποια έξυπνα θεωρητικά αιτιολογημένη πρόβλεψη. Προβλέψεις για την περαιτέρω πορεία της κρίσης μπορούν σε αυτό το πλαίσιο να προκύψουν μόνο από την εκτίμηση των ιστορικών συνθηκών και των τυχαίων καταστάσεων της εξουσίας. Ρητορικά ο Wolfgang Streeck απονέμει στην παρουσίαση του για τις τάσεις της κρίσης φυσικά μια αίσθηση αβεβαιότητας, με το ότι απορρίπτει την συντηρητική θέση του «πληθωρισμού αξιώσεων περήφανων μαζών» και εντοπίζει την δυναμική της κρίσης μόνο από την πλευρά των καπιταλιστικών συμφερόντων εκμετάλλευσης. Από τη δεκαετία του ‘80, η πολιτική πρωτοβουλία θεωρούσε πραγματικά δεδομένη αυτή τη θέση. Αλλά δεν μπορώ να ανακαλύψω σε αυτή, έναν επαρκή λόγο για μια υποχωρητική παράδοση του ευρωπαϊκού προγράμματος.
Περισσότερο έχω την εντύπωση ότι ο Wolfgang Streeck υποτιμά την αρχή της μικροοικονομίας Ratchet Effect (θεωρία για τις αλλαγές των σχέσεων μισθών και του επιπέδου των τιμών) όχι μόνο των ισχυόντων συνταγματικών κανόνων, αλλά του από τακτική άποψη υφιστάμενου δημοκρατικού συμπλέγματος – την επιμονή της συνήθειας στους πολιτικούς πολιτισμούς στους θεμελιωμένους θεσμούς, τους κανόνες, τις πρακτικές. Ένα παράδειγμα αποτελούν οι μαζικές διαδηλώσεις στη Λισαβόνα, και αλλού, που οδήγησαν τον Πορτογάλο πρωθυπουργό να εγείρει αγωγή κατά του κοινωνικού σκανδάλου της πολιτικής της λιτότητας των κυβερνώντων κομματικών φίλων του. Το συνταγματικό δικαστήριο αποφάνθηκε για την μην εγκυρότητα μερών της αντίστοιχης κρατικής σύμβασης της Πορτογαλίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και προέτρεψε τουλάχιστον για λίγο την κυβέρνηση σε περισυλλογή για την εκτέλεση της «υπαγόρευσης των αγορών».
Οι θεωρίες εσόδων του Ackermann των μετόχων, δεν αποτελούν φυσικά δεδομένα της φύσης, όπως επίσης και οι χαϊδεμένες θεωρίες της ελίτ, που βοηθούνται από τα μέσα πληροφόρησης, μιας καλομαθημένης, διεθνούς υψηλόβαθμης ομάδας μάνατζερ, που παρατηρεί τους «πολιτικούς της» όπως και τους ανίκανους βοηθούς της. Η αντιμετώπιση της κρίσης στην Κύπρο, όταν δεν επρόκειτο πια για την διάσωση των ίδιων των τραπεζών, έδειξε εξαίφνης ότι τελικά ο φορολογούμενος καλείται να πληρώσει την πρόκληση της κρίσης. Χρεωμένα κράτη μπορούν με την αύξηση των εσόδων και τις μειώσεις των παροχών να διορθώσουν τους προϋπολογισμούς τους. Βέβαια το θεσμικό πλαίσιο για μια κοινή ευρωπαϊκή δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική θα δημιουργούσε μια απαραίτητη προϋπόθεση για την πιθανή κατάργηση δομικών σφαλμάτων μιας όχι τέλειας Νομισματικής Ένωσης. Μόνο μια κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια, όχι μόνο η αφηρημένη απαίτηση, για την βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας με τις ατομικές δυνάμεις, μπορεί να ωθήσει τον ληγμένο εκσυγχρονισμό από τις ξεπερασμένες οικονομικές και προσανατολισμένες σε πελατειακή σχέση διοικητικές δομές.
Αυτό που ξεχωρίζει μια σύμφωνη με την δημοκρατία Ευρωπαϊκή Ένωση, που για τους κατωτέρω λόγους περιλαμβάνει μόνο τα μέλη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Κοινότητας, από μια εκτελεστική ομοσπονδία που είναι σύμφωνη με την αγορά, είναι κυρίως δύο καινοτομίες. Κατά πρώτο ένας κοινός πολιτικός σχεδιασμός πλαισίου, οι αντίστοιχες πληρωμές και μια αμοιβαία ευθύνη των κρατών μελών. Κατά δεύτερο οι τροποποιήσεις της συνθήκης της Λισαβόνας, που είναι απαραίτητες για τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων, δηλαδή μια ισόνομη συμμετοχή στο Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στη Νομοθεσία και η ίση υπευθυνότητα της Επιτροπής έναντι των δύο θεσμών. Τότε η πολιτική βούληση δεν θα εξαρτάται πια μόνο από τους σκληρούς συμβιβασμούς μεταξύ των εκπροσώπων των εθνικών συμφερόντων, που αμοιβαία περιπλέκονται, αλλά στον ίδιο βαθμό από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας των βουλευτών, που θα έχουν εκλεγεί σύμφωνα με κομματικές προτιμήσεις. Μόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα χωρίζεται ανά κοινοβουλευτικές ομάδες, μπορεί να γίνει μια γενίκευση των συμφερόντων, θέτοντας όρια στα εθνικά σύνορα. Μόνο μια κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να σταθεροποιήσει μια πανευρωπαϊκή προοπτική του Εμείς των Ευρωπαίων πολιτών για την θεσμική εξουσία.
Μια τέτοια αλλαγή προοπτικής είναι απαραίτητη, για να αλλάξει στα ισχύοντα πολιτικά πεδία, ο μέχρι σήμερα επιλεγμένος δεσμευτικός συντονισμός πολιτικών που εικονικά είναι κυρίαρχοι στα μεμονωμένα κράτη, και να αντικατασταθεί από μια κοινή διακριτική βούληση. Τα αναπόφευκτα αποτελέσματα μιας σύντομης – μεσοπρόθεσμης ανακατανομής πρέπει να νομιμοποιηθούν, εάν τα εθνικά συμφέροντα συνδέονται με το ευρωπαϊκό γενικό συμφέρον και σχετίζονται με αυτά.
Εάν και πώς οι πλειοψηφίες θα ταχθούν υπέρ μιας αντίστοιχης τροποποίησης του πρωτογενούς δικαίου, είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση, στην οποία θα επανέλθω αργότερα. Αλλά ανεξαρτήτως από το εάν είναι εφικτή σήμερα μια μεταρρύθμιση υπό τις σημερινές συνθήκες, αμφισβητεί ο Wolfgang Streeck το ότι η μορφή μιας υπερεθνικής δημοκρατίας ταιριάζει στις ευρωπαϊκές συνθήκες – καταστάσεις. Αμφισβητεί την λειτουργικότητα μιας τέτοιας πολιτικής τάξης και δεν την θεωρεί επιθυμητή, λόγω του εικαζόμενου κατασταλτικού χαρακτήρα της. Αλλά αποτελούν και οι τέσσερις λόγοι, που φέρει προς συζήτηση, αξιόπιστους λόγους;
Τέσσερις λόγοι κατά της πολιτικής Ένωσης
Το πρώτο και συγκριτικά δυνατό επιχείρημα απευθύνεται κατά της εγκυρότητας των περιφερειακών οικονομικών προγραμμάτων εν όψει της ιστορικά αιτιολογημένης ετερογένειας των οικονομικών πολιτισμών, την οποία πρέπει να θεωρούμε δεδομένη εμείς στην κεντρική Ευρώπη. Πραγματικά η πολιτική σε μια Νομισματική Κοινότητα πρέπει να έχει ως στόχο, να ισορροπήσει την δομική απόκλιση του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών οικονομιών διαρκώς – ή τουλάχιστον να τις συγκρατήσει. Ως αντίθετα παραδείγματα αναφέρει ο Wolfgang Streeck την πρώην Ανατολική Δημοκρατία της Γερμανίας από την επανένωση και το Mezzogiorno. Και οι δύο περιπτώσεις θυμίζουν αναμφίβολα τους ήρεμους μεσοπρόθεσμους χρονικούς ορίζοντες για τους οποίους γινόταν προσπάθεια για τη στοχευόμενη ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Για μια ευρωπαϊκή οικονομική κυβέρνηση με ρυθμιστικά προβλήματα, τα δύο ανωτέρω παραδείγματα είναι πολύ άτυπα, για να δικαιολογήσουν μια βασική απαισιοδοξία. Η αναδιάρθρωση της ανατολικής γερμανικής οικονομίας, δεν έχει σχέση με το ιστορικά εντελώς νέο πρόβλημα της βέβαιης αφομοιωμένης, ξένης δύναμης, αλλά με την αλλαγή του συστήματος που καθοδηγείται από τις ελίτ ομάδες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που λειτούργησε τα τελευταία σαράντα έτη μέσα σε ένα διαιρεμένο έθνος. Μεσοπρόθεσμα φαίνεται αυτές οι σχετικά μεγάλες παροχές να έφεραν την επιθυμητή επιτυχία.
Διαφορετικό είναι το θέμα με το δύσκολο πρόβλημα της οικονομικής στήριξης της Νοτίου Ιταλίας, που πολιτικά υποφέρει από την μαφία, μιας οικονομικά φτωχής και υστερημένης περιοχής, που κοινωνικά και πολιτιστικά στιγματίζεται από προσύγχρονες και απόμακρες από το κράτος πρακτικές. Για τις ματιές που ρίχνει σήμερα με αγωνία ο ευρωπαϊκός Βορράς σε μερικές «νότιες χώρες» δεν παρέχει αυτό το παράδειγμα λόγω του ειδικού ιστορικού του υπόβαθρου, πολλές πληροφορίες. Και αυτό, επειδή το πρόβλημα της χωρισμένης Ιταλίας έχει συνδεθεί με την μακρόχρονη εθνική ένωση αυτής της χώρας, που βιώθηκε από το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με εναλλαγές στις ξένες κυριαρχίες. Οι ιστορικές ρίζες του παρόντος προβλήματος ανάγονται στη σκληρή στάση της περιοχής της Σαβοϊας (Savoy) στο στρατιωτικό και σφετεριστικό Risorgimento (αναβίωση).
Σε αυτό το συσχετισμό στάθηκαν περισσότερο ή λιγότερο ανεπιτυχείς οι προσπάθειες των ιταλικών κυβερνήσεων στη μεταπολεμική περίοδο. Αυτές, όπως παρατηρεί ο Streeck βοηθήθηκαν στο επίπεδο των κυβερνώντων κομμάτων των ιταλικών κυβερνήσεων από τις τοπικές δομές εξουσίας. Η πολιτική επιβολή των αναπτυξιακών προγραμμάτων απέτυχε λόγω της διεφθαρμένης διοίκησης και όχι λόγω της αντίστασης της κοινωνικής και οικονομικής δομής που αντλούσε τη δύναμή της από μια μορφή ζωής με αξιολόγηση των αξιών. Σε ένα ευρωπαϊκό σύστημα περισσοτέρων επιπέδων, ο ανώμαλος δρόμος της οργάνωσης από τη Ρώμη προς την Καλαβρία και την Σικελία δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το πρότυπο για την εθνική εφαρμογή των προγραμμάτων από τις Βρυξέλλες, στα οποία θα συμμετείχαν δέκα έξι άλλα καχύποπτα έθνη.
Το δεύτερο επιχείρημα αναφέρεται στην διασπασμένη κοινωνική ολοκλήρωση των «μη έτοιμων – ολοκληρωμένων εθνικά κρατών» όπως το Βέλγιο και η Ισπανία. Με παραπομπή στις αδύναμες συγκρούσεις μεταξύ των Βαλλόνων και των Φλαμανδών, και μεταξύ των Καταλανών και της κεντρικής κυβέρνησης της Μαδρίτης, ο Wolfgang Streeck τονίζει τα προβλήματα της ολοκλήρωσης, που εν όψει της περιφερειακής ποικιλομορφίας, αντιμετωπίζονται με δυσκολία από ένα εθνικό κράτος – και πόσο πιο δύσκολο θα ήταν αυτό να γίνει μέσα σε μια μεγάλη Ευρώπη! Τώρα το σύμπλεγμα της διαδικασίας σύστασης κρατών πραγματικά έχει αφήσει πίσω του τις γραμμές σύγκρουσης μεταξύ των παλαιών και ιστορικά ξεπερασμένων σχηματισμών – αν σκεφτούμε τη Βαυαρία που το 1949 δεν ενέκρινε το Σύνταγμα, τον ειρηνικό χωρισμό μεταξύ της Σλοβακίας και της Τσεχίας, την αιματηρή αντιπαράθεση στη Γιουγκοσλαβία, το διαχωρισμό των Βάσκων, των Σκοτσέζων, της λίγκας του βορά κλπ.
Αλλά σε αυτά τα ιστορικά ευπαθή σημεία, εμφανίζονται συνέχεια συγκρούσεις, όταν τα τραυματισμένα μέρη του πληθυσμού, πέφτουν σε οικονομικές κρίσεις – ή σε ιστορικές καταστάσεις αναμορφώσεων, όποτε ήταν ανασφαλείς και συνδέουν το φόβο τους για την απώλεια του στάτους τους, με την σύνδεσή τους σε νομιζόμενες «φυσικές» ταυτοποιήσεις – χωρίς να είναι ουσιαστικό, εάν πρόκειται για την «προέλευση», την περιφέρεια, τη γλώσσα ή το έθνος, που υπόσχονται την φυσική βάση της ταυτότητας. Ο μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης αναμενόμενος εθνικισμός στα κεντρικά και ανατολικά κράτη, αποτελεί σε αυτό το σημείο ένα κοινωνικό – ψυχολογικό διαχωρισμό, ισοδύναμο με τον εμφανιζόμενο στα «παλαιά» εθνικά κράτη.
Η τεκμαιρόμενη «αύξηση» αυτών των ταυτοτήτων είναι και στις δύο περιπτώσεις πλασματική 8) και δεν αποτελούν ιστορικά γεγονότα, από τα οποία μπορεί κανείς να συναγάγει την ύπαρξη κάποιου κωλύματος για την ολοκλήρωση. Φαινόμενα επανάληψης αυτού του είδους είναι συμπτώματα μιας άρνησης της πολιτικής και της οικονομίας, που δεν μπορούν πλέον να δημιουργήσουν το μέτρο για την κοινωνική ασφάλεια. Η κοινωνική – πολιτιστική ποικιλομορφία των περιφερειών και των εθνών είναι ένα βασίλειο, που ξεχωρίζει την Ευρώπη από τις άλλες ηπείρους, ως προς το ότι η Ευρώπη δεν θέτει περιορισμούς στη μορφή μικρών κρατών, για την πολιτική ολοκλήρωση.
Οι δύο πρώτες ενστάσεις αφορούν την λειτουργικότητα και την σταθερότητα μιας στενής πολιτικής Ένωσης. Με το τρίτο επιχείρημα ο Wolfgang Streeck αμφισβητεί και το επιθυμητό ως προς τα προαναφερόμενα: Μια πολιτικά επιβεβλημένη εναρμόνιση, των οικονομικών πολιτισμών του Νότου με αυτούς του Βορρά, θα σήμαινε την ισοπέδωση των αντίστοιχων τρόπων ζωής. Αυτό ισχύει αν θέλει κανείς να μιλά για την περίπτωση μιας τεχνοκρατικά διατυμπανισμένης «θυσίας ενός φιλελεύθερου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου» μιας αναγκαστικής ομοιογένειας των συνθηκών ζωής. Αλλά ακριβώς με αυτή την άποψη δεν πρέπει να γίνει σύγχυση ως προς την διαφορά μεταξύ των δημοκρατικών και με των διαδικασιών λήψης αποφάσεων των αγορών. Οι αποφάσεις για περιφερειακά οικονομικά προγράμματα που έχουν ληφθεί και δημοκρατικά νομιμοποιηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή τα μέτρα για τον ορθολογισμό κρατικών διοικήσεων, που έχουν ληφθεί για το κάθε κράτος ξεχωριστά, θα είχαν ως αποτέλεσμα έναν ενιαίο χαρακτήρα κοινωνικών δομών.
Αν όμως κανείς ανάγει κάθε πολιτικά στηριζόμενο εκσυγχρονισμό σε υποψία για μια αναγκαστική ομοιογένεια, δημιουργείται ένα κομμουνιστικό φετίχ, αντί για οικογενειακές ομοιότητες μεταξύ των σοφών της οικονομίας και των τρόπων ζωής των κρατών. Κατά τα λοιπά η παγκόσμια διάχυση παρόμοιων κοινωνικών δομικών πολιτισμών, που ανάγει σχεδόν όλες τις κοινωνίες σε «σύγχρονες», δημιουργεί παντού διαδικασίες εξατομίκευσης και την ποικιλομορφία των τρόπων ζωής.
Τελικά ως τέταρτο επιχείρημα ο Wolfgang Streeck αναφέρει πως αποδέχεται την έννοια της ουσίας της Δημοκρατίας του κράτους δικαίου, και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στη βάση της εθνικής συνοχής και έτσι στα σύνορα της επικράτειας ενός εθνικού κράτους, διαφορετικά θα είναι αναπόφευκτη η μεγιστοποίηση των μειοψηφικών πολιτισμών. Παραβλέποντας εντελώς τον σοβαρό διάλογο για τα δικαιώματα των πολιτισμών, η αποδοχή αυτή είναι αυθαίρετη, εάν το παρατηρεί κανείς ως μακροχρόνια προοπτική. Ήδη εθνικά κράτη στηρίζονται στη μέγιστη τεχνητή μορφή αλληλεγγύης μεταξύ αντιπάλων, που παράγεται από το νομικά δομημένη κατάσταση των πολιτών των κρατών.
Ακόμη και σε εθνικά και γλωσσικά ομοιογενείς κοινωνίες, το εθνικό αίσθημα δεν είναι κάτι που αναπτύσσεται φυσικά, αλλά ένα διοικητικά ωθούμενο προϊόν που παράγεται από την επιβολή της ιστορίας, τους τύπους, την γενική υποχρέωση για στρατιωτική θητεία κλπ. Ως προς το εθνικό συναίσθημα των ετερογενώς κοινωνιών μεταναστών, εκεί φαίνεται παραδειγματικά πως κάθε πληθυσμός μπορεί να αναλάβει το ρόλο ενός «εθνικού κράτους», που μπορεί εν όψει ενός χωρισμένου πολιτικού πολιτισμού, να αποκτήσει μια κοινή πολιτική βούληση.
Το κλασσικό διεθνές δίκαιο στέκεται στο σύγχρονο σύστημα κρατών σε μια συμπληρωματική σχέση και έτσι αντικαθρεπτίζεται μια όμοια βαθιά αλλαγή μορφής του εθνικού κράτους στις σημαντικές καινοτομίες του διεθνούς δικαίου που έλαβαν χώρα από το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Με το πραγματικό περιεχόμενο της τυπικά ισχύουσας κρατικής κυριαρχίας, συρρικνώνεται επίσης ο χώρος της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτό ισχύει κατά πρώτο για τα ευρωπαϊκά κράτη, που έχουν μεταβιβάσει ένα μέρος της κυριαρχίας των δικαιωμάτων τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κυβερνήσεις τους θεωρούνται πάντα ως «κύριοι των συμβάσεων». Αλλά ήδη στην εξειδίκευση του δικαίου (εισηγμένου στη Συνθήκη της Λισαβόνας) που εξαιρείται από την Ένωση, αποκαλύπτεται ένας περιορισμός της κυριαρχίας. Αυτός φαίνεται λόγω της λειτουργικής αιτιολογημένης υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου, ως κάτι πλασματικό, επειδή κατά την εφαρμογή του ευρωπαϊκού ισχύοντος δικαίου, το οριζόντιο σύμπλεγμα των εθνικών συστημάτων δικαίου εξελίσσεται όλο και περισσότερο. Γι’ αυτό τίθεται το ερώτημα ολοένα και πιο επιτακτικά ως προς την επαρκή δημοκρατική νομιμοποίηση αυτής της νομικής πρακτικής.
Ο Wolfgang Streeck φοβάται τις «ενωτικές – των Ιακωβίνων » εφαρμογές μιας υπερεθνικής δημοκρατίας, επειδή αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε μια ισοπέδωση «των κοινωνιών ταυτότητας και οικονομίας που ιδρύθηκαν σε τοπική εγγύτητα» στη διαδρομή μιας διαρκούς μεγιστοποίησης των μειονοτήτων. Εδώ υποτιμά την καινοτόμα δημιουργική σκέψη περί δικαίου, που εμφαίνεται στους υπάρχοντες θεσμούς και στις ισχύουσες διατάξεις. Πιστεύω στην επινοητική διαδικασία λήψης αποφάσεων της «διπλής πλειοψηφίας» ή στην ισόνομη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που υπό αυτό το πρίσμα, με την δυναμική του εκπροσώπηση, θα λαμβάνει υπ’ όψη τις διαφορές στους αριθμούς των πληθυσμών, μικρών και μεγάλων κρατών μελών.
Κυρίως ο Streeck φοβάται τη κατασταλτική δημιουργία κεντρικών αρμοδιοτήτων από την εσφαλμένη αποδοχή ότι η θεσμική εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ξεπεράσει ένα είδος ευρωπαϊκής ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Το Ομοσπονδιακό κράτος είναι λάθος μοντέλο. Επειδή τους όρους της δημοκρατικής νομιμοποίησης, τις εκπληρώνει και ένας υπερεθνικός, αλλά υπεράνω των κρατών δημοκρατικός κοινός θεσμός, που επιτρέπει την κοινή διακυβέρνηση. Εκεί όλες οι πολιτικές αποφάσεις των πολιτών νομιμοποιούνται στο διπλό τους ρόλο, ως ευρωπαίων πολιτών από τη μια πλευρά και ως πολιτών του εκάστοτε εθνικού κράτους μέλους, από την άλλη πλευρά. Σε μια τέτοια πολιτική Ένωση, που διαχωρίζεται εμφανώς από ένα «υπερκράτος» τα κράτη μέλη θα τηρούσαν μια ισχυρή θέση ως εγγυητές του υπάρχοντος επιπέδου δικαίου και ελευθερίας, σε σχέση με τα υπερεθνικά μέλη ενός ομοσπονδιακού κρατιδίου.
Και τώρα, τι;
Στην εύρεση μιας καλά αιτιολογημένης εναλλακτικής λύσης συνηγορεί το γεγονός πως αν αυτή παραμείνει αφηρημένη, ελεύθερη σε ισχύ με την δημιουργία προοπτικών, αυτό δείχνει ένα πολιτικό στόχο, αλλά όχι την οδό από εδώ προς τα εκεί. Τα εμφανή εμπόδια σε αυτή τη διαδρομή στηρίζουν ένα απαισιόδοξο υπολογισμό της ικανότητας επιβίωσης του ευρωπαϊκού προγράμματος. Αποτελεί τον συνδυασμό δύο γεγονότων, που πρέπει να καθησυχάσει τους υποστηρικτές της έκφρασης «περισσότερη Ευρώπη».
Από τη μια πλευρά η πολιτική σταθεροποίησης (σύμφωνα με το πρότυπο «τροχοπέδη στις οφειλές») αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπό ίδρυση οικονομικού συντάγματος με την αρχή «ίσοι όροι για όλους», που θα πρέπει να παραμείνει μακριά από την δημοκρατική δημιουργία θέλησης. Έτσι, με τον τρόπο αυτό θα αποσυνδέσει τεχνοκρατικά τις ελαφρές θέσεις, που είναι αποτέλεσμα για τους ευρωπαίους πολίτες συνολικά, από την δημιουργία απόψεων και βουλήσεων στη δημόσια κοινή γνώμη και στα κοινοβούλια και θα ακυρώσει τις πολιτικές πηγές αυτών των πολιτών, που έχουν αποκλειστική πρόσβαση στην εθνική αρένα. Με τον τρόπο αυτό η ευρωπαϊκή πολιτική παραμένει πάντα πρακτικά μη κατανοητή – και έτσι μόνο κάτω από το πρίσμα της δημοκρατίας πιο κατανοητή.
Αυτή η τάση για το ατομικά ανοσοποιητικό σύστημα θα ενισχύεται από την δυσάρεστη κατάσταση της λειτουργίας της δημοσιονομικής κυριαρχίας των κρατών μελών που έχει διατηρηθεί και θα οδηγήσει την δημοσιότητα της κρίσης σε μια εσφαλμένη κατεύθυνση. Η πίεση των οικονομικών αγορών για τους πολιτικούς προϋπολογισμούς, ωθεί σε μια συλλογική ίδια αντίληψη των λαών που έχουν θιγεί από την κρίση – η κρίση καταδιώκει τα κράτη δανειοδότες και τα κράτη δανειολήπτες» μεταξύ τους και υποδαυλίζει τον εθνικισμό.
Ο Wolfgang Streeck επισημαίνει αυτή την δημαγωγική πολιτική: «Στην ρητορική της διεθνούς πολιτικής οφειλών εμφαίνονται τα συνταγμένα έθνη ατομιστικά, ως ενιαίοι ηθικοί πρωταγωνιστές έχοντας όλα από κοινού την ευθύνη. Εσωτερικές ταξικές και κυριαρχικές σχέσεις δεν συμπεριλαμβάνονται». Έτσι ενδυναμώνονται σε μια πολιτική της κρίσης που μπορεί να αμυνθεί με τις επιτυχίες της ενάντια στις κριτικές φωνές, και στην εθνική δημοσιότητα που είναι παραμορφωμένη αμοιβαία από την αντίληψη των «λαών».
Αυτή η σύγχυση μπορεί να διαλευκανθεί μόνο, εάν τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα συνεργαστούν σε υπερεθνικό επίπεδο, σε μια καμπάνια κατά αυτής της παραποίησης – νόθευσης των κοινωνικών ερωτημάτων σε εθνικά. Μόνο με το φόβο των δημοκρατικών κομμάτων ενώπιον της δυναμικής του δικαίου μπορώ να εξηγήσω την κατάσταση ότι σε όλες τις εθνικές μας δημοσιότητες θα λείπουν οι πνευματικοί αγώνες, που αναφλέγουν τις ορθές εναλλακτικές λύσεις. Επεξηγηματικές και όχι αντισταθμιστικές είναι οι πολικές αντιπαραθέσεις για τις τιμές στην κεντρική Ευρώπη μόνο τότε, εάν όλες οι πλευρές παραδέχονται ότι δεν υπάρχουν, ούτε χωρίς ρίσκο, ούτε δωρεάν εναλλακτικές λύσεις. Αποστολή αυτών των κομμάτων θα ήταν να διαχωριστούν οι χαμένοι και οι κερδισμένοι της κρίσης ανάλογα με τις κοινωνικές ομάδες, που κάθε φορά και ανεξάρτητα από της εθνικότητά τους, λίγο πολύ θα επιβαρύνονται, αντί να δημιουργούνται εσφαλμένα σύνορα κατά μήκος των εθνικών συνόρων.
Τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα είναι έτοιμα, να επαναλάβουν το ιστορικό τους λάθος όπως το 1914. Και αυτά φοβούνται μπροστά στο δεξιό λαϊκό κέντρο της κοινωνίας. Στην ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας ένα μεγάλο μέρος του τοπίου των μέσων ενημέρωσης της Μέρκελ ενδυναμώνει όλους τους συμμετέχοντες, για να μην αγγίξουν το καυτό σίδερο (τη καυτή πατάτα) της ευρωπαϊκής πολιτικής στον εκλογικό αγώνα και να μην παίξουν το παιγνίδι της Μέρκελ «ο έξυπνος – ο κακός» της αποθεματοποίησης. Εγώ ελπίζω ότι θα καταφέρει να αναγκάσει τα άλλα κόμματα, να διαγράψουν την ευρωπαϊκά αόρατη πολιτική κάπα. Μπορεί μετά τις βουλευτικές εκλογές να υπάρξει η ευκαιρία, ότι για το πρώτο βήμα θα εμφανιστεί «ένας μεγάλος πολιτικός συνασπισμός». Μετά, ανάλογα με την κατάσταση των πραγμάτων η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα είναι η μόνη που θα μπορεί να αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία σε αυτό το δύσκολο εγχείρημα.
Σημείωση
1. Τη μετάφραση από τα γερμανικά στα ελληνικά έκανε ο καθηγητής Θεόδωρος Γεωργίου.
2. Ο Jürgen Habermas χορήγησε την άδεια, να δημοσιευθεί το κείμενό του στα ελληνικά υπό δύο προϋποθέσεις: α) τη μετάφραση να κάνει ο μαθητής του, καθηγητής Θεόδωρος Γεωργίου και β) να δημοσιευθεί στη μοναδική «ανεξάρτητη από συμφέροντα» στην ελληνική πολιτική σφαίρα «Εφημερίδα των Συντακτών».
(φωτογραφία: Μάριος Βαλασόπουλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων