Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Ο πολιτισμός της απέναντι όχθης...

Της Μαριαννας Τζιαντζη..
Η  κουλτούρα της χούντας είχε πρόσωπο. Ήταν το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», η αρχαιοπληξία, η χαζοπόπ και το ελαφρολαϊκό, οι φαραωνικές φιέστες και οι παρελάσεις, η ΥΕΝΕΔ, η στραμπουληγμένη καθαρεύουσα. Ένα πρόσωπο τόσο κραυγαλέα απωθητικό που σχεδόν αυτόματα ένας νέος με στοιχειώδη ευαισθησία γύρευε κάτι άλλο. Αναζητούσε την κουλτούρα της αντίστασης, το έστω και υπαινικτικό μήνυμα της ελευθερίας ή προσπαθούσε να ανακαλύψει ένα νέο μήνυμα σε παλιές μορφές. Ιδίως μετά το 1970, ιδίως στην Αθήνα και ιδίως στη φοιτητική νεολαία, αυτό το «κάτι άλλο» δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί.
Η κουλτούρα της αντίστασης εκφραζόταν στο τραγούδι (την πιο άμεση και επιδραστική μορφή τέχνης), τον κινηματογράφο, το βιβλίο, το θέατρο, μέχρι και στους ενδυματολογικούς κώδικους. Η ένταξη στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα συνοδευόταν από την υιοθέτηση μιας ταυτότητας και την κατάκτηση μιας συλλογικότητας που υπερέβαινε τις κομματικές γραμμές και, ταυτόχρονα, είχε και μια αισθητική διάσταση. Η εξέγερση κατά της δικτατορίας ήταν και εξέγερση ενάντια στην ασχήμια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κομψότητα και η καλαισθησία είναι πάντα συνώνυμα της ελευθερίας.

Υπήρχε, λοιπόν, μια διαχωριστική γραμμή: από τη μια τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και από την άλλη τα εμβατήρια, τα κλαρίνα (μέχρι και νεοδημοτικά είχαν γραφτεί για τον Παπαδόπουλο και την παρέα του). Ήταν φυσικό ένας νέος με στοιχειώδη ευαισθησία να σταθεί απέναντι, να αναζητήσει την απέναντι όχθη… και να τη βρει σχετικά εύκολα, κάτι που ήταν πολύ πιο δύσκολο στα πρώτα 3-4 χρόνια της δικτατορίας, όταν όλα έμοιαζαν να τα πλακώνει η αμηχανία, το μούδιασμα, η σκλαβιά.
Οι πολιτιστικοί κώδικες της αντίστασης ήταν αναγνωρίσιμοι, όπως και οι τόποι όπου μπορούσε κανείς να τους αναγνωρίσει. Ήταν οι κινηματογραφικές αίθουσες «Στούντιο», «Άστυ» και «Αλκυονίς», κάποιες μπουάτ της Πλάκας (λαϊκό φοιτητικό προσκύνημα γινόταν όταν ο Ξυλούρης τραγουδούσε το Χρονικό του Μαρκόπουλου σε στίχους Κ.Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου, ήταν το θέατρο Τέχνης, το Ελεύθερο Θέατρο στο Άλσος Παγκρατίου, ήταν οι εκδόσεις Κείμενα και κάποιες άλλες, το «Κύτταρο», το δισκάδικο «Pop Eleven», τα βιβλιοπωλεία που λειτουργούσαν σαν σημείο συνάντησης των ανήσυχων και των υποψιασμένων, ήταν οι ατέλειωτες νυχτερινές συζητήσεις στην πλατεία Μαβίλλη, στις λαϊκές ταβέρνες της Νεάπολης και της Καισαριανής. Με λίγα λόγια, υπήρχαν πολλοί τρόποι για να γυρίσει κανείς την πλάτη στη βαρβαρότητα της χούντας και να νιώσει ότι ανήκει σε μια ευρύτερη κοινότητα του «αντί», αλλ’ όχι του περιθωρίου. Ενός «αντί» που τότε είχε τον έπαινο ή μάλλον την αποδοχή «του δήμου και των σοφιστών.
Ήταν μια εποχή δίχως κινητό τηλέφωνο, δίχως Ίντερνετ, με λογοκρισία στον Τύπο, με απαγορευμένα βιβλία και τραγούδια. Ο δρόμος για την ενημέρωση, για τη γνώση, για το πρώτο ψηλάφισμα στις μαρξιστικές γραφές ξεκινούσε από την προσωπική επαφή, τη συζήτηση: μια interactive κατάσταση και ας μην τη λέγαμε τότε έτσι. Η μύηση στη μουσική, στη σύγχρονη ιστορία, στις περιπέτειες της Αριστεράς είχε αφετηρία τη μικρή ή τη μεγάλη παρέα. Άλλος τύχαινε να μας μιλήσει για τους Πινκ Φλόιντ, άλλος για τα Μικροαστικά του Κηλαηδόνη, άλλος για το Βασιλιά Υμπύ, άλλος για το σχίσμα ανάμεσα στο ΚΚΣΕ και το ΚΚ Κίνας. Σήμερα οι απαντήσεις έρχονται έτοιμες, πριν καν προλάβουμε να ολοκληρώσουμε την ερώτηση, ας είναι καλά το Διαδίκτυο. Με άλλα λόγια, ο πολιτισμός της αντίστασης ήταν σε μεγάλο βαθμό προφορικός ή μάλλον προφορικά, προσωποιημένα ήταν τα κανάλια που εξασφάλιζαν τη διάδοσή του και μέσα σ’ ένα κλίμα κινητικότητας και εξωστρέφειας.
Ανέκαθεν η εκπαίδευση είχε ταξικό χαρακτήρα, όμως το ’60 και το ’70 τα παιδιά από εργατική οικογένεια μπορούσαν να περάσουν στο πανεπιστήμιο σχετικά ευκολότερα απ’ ό,τι σήμερα, με σκληρή μελέτη αλλά όχι πάντα «και» με πανάκριβα ιδιαίτερα και φροντιστήρια. Καθώς η ανεργία δεν είχε τις σημερινές τερατώδεις διαστάσεις της, ο μέσος φοιτητής διέθετε ένα μικρό χαρτζιλίκι που του επέτρεπε να είναι καταναλωτής της κουλτούρας στη λιγότερο πολυτελή εκδοχή της, δηλ. να πηγαίνει μια στις τόσες σινεμά ή στην ταβέρνα, να αγοράζει λίγους δίσκους ή βιβλία, να μετακινείται, να κυκλοφορεί. ΄Ολα αυτά ευνοούσαν το διάλογο, την ανταλλαγή των ιδεών, αλλά και το πέρασμα από το «χύμα» στο οργανωμένο.
Τότε υπήρχε η βεβαιότητα ότι τα παιδιά που μάθαιναν γράμματα θα ζούσαν καλύτερα από τους γονείς τους, από τη γενιά του πολέμου και του εμφυλίου. Επιπλέον, ιδίως μετά την κατάληψη της Νομικής, οι φοιτητές ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά της κοινωνίας αφού αυτοί φαίνονταν να σηκώνουν το κύριο βάρος του αντιδικτατορικού αγώνα.
Χαϊδεμένα, αλλά όχι κακομαθημένα, με πασαλείμματα γνώσεων, αλλά και με την επίγνωση ότι «αν όχι τώρα, πότε;» Η νύχτα της δικτατορίας δεν φαινόταν ατέλειωτη, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε σήμερα για τις ατέλειωτες μνημονιακές νύχτες. Και ο πολιτισμός της απέναντι όχθης φαινόταν σύμμαχος και υπαρκτός, ενώ σήμερα τον ψηλαφούμε.

(ANAΙΡΕΣΕΙΣ, Νοέμβριος 2013) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων