Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Ποιος δεν άκουσε τον Νιλς Μούιζνιεκς;

Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες της Αυγής που διέτρεξαν τις εξήντα δύο σελίδες της Έκθεσης Μούιζνιεκς,[1] πιθανότατα βρήκαν εκεί πράγματα που ήδη ήξεραν. Οι πιο αυστηροί ίσως είδαν στα διάφορα «πρέπει» του επιτρόπου ένα ευχολόγιο, ακυρωμένο την ίδια κιόλας μέρα από τον θάνατο της Σάρας, σ’ ένα από τα χιλιάδες σπίτια δίχως ρεύμα. Κι όμως, παρά την (προφανή, αλλά δεδομένη) απουσία ριζοσπαστικής διάθεσης, παρά την «αποστασιοποίηση» του συντάκτη της, και παρά την απεύθυνση συστάσεων σε ώτα επιλεκτικά ακουόντων, η Έκθεση Μούιζνιεκς αποτελεί μια σημαντική παρέμβαση. Σκέφτομαι πέντε λόγους:
Φράνσις Μπέικον, “Σπουδή για ένα πορτρέτο του Βαν Γκογκ”, 1957
Πρώτον, γιατί όσο πειστικά κι αν εξηγεί η Αριστερά εντός (και κυρίως εκτός) ότι τα Μνημόνια έφεραν την Ελλάδα μπροστά σε μια σοβαρή ανθρωπιστική κρίση (βλ. και το πρόσφατο υπόμνημα του ΣΥΡΙΖΑ) [2] έχει πολλαπλάσια σημασία ο  ισχυρισμός της να τεκμηριώνεται από έναν οργανισμό με το κύρος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έχει δε πολλαπλάσια σημασία, όταν ο Επίτροπος είναι ένας κεντροδεξιός λετονός τεχνοκράτης, που ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους ευρωπαίους συναδέλφους του, δεν θεωρεί πρώτιστο μέλημά του να αβαντάρει τους κρατούντες (δείτε, αντιστικτικά, τα συγχαρητήρια της κ. Μάλμστρομ για την μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης…), αλλά, αντίθετα, να συμβάλει στην προστασία αυτών που πλήττονται από την πολιτική τους.
Δεύτερον, γιατί η Έκθεση αποτυπώνει στις πραγματικές διαστάσεις της μια ιστορική καμπή για την Ευρώπη: τη στιγμή κατά την οποία η ίδια παύει να αποτελεί το «λίκνο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», απεμπολώντας το περίφημο «ευρωπαϊκό κεκτημένο», και επιλέγοντας να θυσιάσει τα δικαιώματα χάριν των προγραμμάτων λιτότητας. Από τη δική μας σκοπιά, αν η Μεταπολίτευση διεκδίκησε τη νομιμοποίησή της στη βάση της δημοκρατίας και του εξευρωπαϊσμού, το πρόβλημα για την Ευρώπη σήμερα, σε πείσμα όσων καταγγέλλουν τη «γερμανοποίηση», είναι μάλλον η «ελληνοποίησή» της – ένα μείγμα ακραίας λιτότητας και αυταρχικού κρατικού βολονταρισμού.
Τρίτον, γιατί η λιτότητα (και όχι δηλαδή ο λαϊκισμός, ο εξτρεμισμός κ.ο.κ.) είναι αυτή  που σύμφωνα με τον Μούιζνιεκς «απειλεί την κοινωνική αλληλεγγύη, την οικονομική ολοκλήρωση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [που αναπτύχθηκαν] επί έξι και πλέον δεκαετίες στα κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης» (σ. 15): η λιτότητα, που δεν αποτελεί –όπως ο ίδιος επισημαίνει– εθνική, αλλά διεθνή πραγματικότητα, σε πείσμα της πραγματικότητας, και εν μέσω μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Τέταρτον, γιατί η ίδια η Έκθεση, αφενός δηλώνει ρητά ότι τα προγράμματα λιτότητας απέτυχαν ως προς τους στόχους τους, αφετέρου αμφισβητεί τη «διάγνωση» που υπαγόρευσε τη στοχοθεσία. Εξηγεί δηλαδή ο Μούιζνιεκς ότι τα εθνικά ελλείμματα, η μείωση των οποίων έγινε ο υπέρτατος σκοπός των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από το 2008, δεν οφείλονται στις μη βιώσιμες κοινωνικές δαπάνες (όπως δεν έπαψε να μας τριβελίζει ο μνημονιακός ευρω-εθνικισμός), αλλά α) στα εξωφρενικά κρατικά πακέτα διάσωσης των χρηματογορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που μεταξύ 2008 και 2011 άγγιξαν τα 4,5 τρις ευρώ (ήτοι το 37% του ΑΕΠ της), καθώς και β) στη μείωση των φορολογικών εσόδων, λόγω της ύφεσης και της ανεργίας που έφτασε σε ύψη-ρεκόρ.
Πέμπτον, γιατί –όπως είναι αναμενόμενο– ο κεντροδεξιός Μούιζνιεκς δεν θέτει την απαξίωση της εργασίας στο επίκεντρο του προβλήματος, ιεραρχεί όμως ψηλά στις συστάσεις του την εγγύηση του δικαιώματος στην αξιοπρεπή εργασία και την προστασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η οπτική της Έκθεσης, με άλλα λόγια, δεν είναι απλώς και μόνο η «ανεκτικότητα» προς τις μειονότητες, η «ελευθερία επιλογών», ο «σεβασμός του διαφορετικού» κ.ο.κ., η ύλη δηλαδή ενός τυπικού ευρωπαϊκού-μεσοστρωματικού δικαιωματισμού – που αν και δεν είναι αυτονόητος στις μέρες μας, είναι εντούτοις πλήρως παρωχημένος. Αντίθετα, η Έκθεση απηχεί μια σαφώς πιο καθολική αντίληψη περί δημοκρατίας, που εκτείνεται από το χώρο εργασίας και την προστασία των ανέργων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, μέχρι την υγεία, την εκπαίδευση, την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και την ελεύθερη ενημέρωση. Διόλου αναμενόμενα, ως προς το τελευταίο, ο επίτροπος επισημαίνει ως πλήγμα το κλείσιμο της ΕΡΤ, πράγμα που (αναμενόμενα) αποσιώπησαν τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης.
***
 Με την εργασία και τη ζωή να απαξιώνονται διαρκώς, τον πρωθυπουργό να κομπάζει ότι εφαρμόζει παράνομες πρακτικές αποτροπής προσφύγων, και το γενικό γραμματέα της κυβέρνησης να δηλώνει πως δεν τον ενδιαφέρουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι λογικό ο λόγος περί δικαιωμάτων να μοιάζει συχνά αδειανό πουκάμισο – όταν δεν πρόκειται απλώς για την προσχηματική ανταπόκριση των κυβερνώντων σε ευρωπαϊκές πιέσεις (λες και τα δικαιώματα αφορούν άλλους, όχι τους πολίτες τους). Στην περίπτωση της Έκθεσης Μούιζνιεκς, ωστόσο, έχουμε κάτι αξιοσημείωτο: τη χαρτογράφηση μερικών από τα κρισιμότερα πεδία του πολιτικού αγώνα στην Ελλάδα και την Ευρώπη από σήμερα και για τα επόμενα αρκετά χρόνια. Στο βαθμό που μιλάμε για δικαιώματα, πρόκειται για έναν αγώνα με δύο «στιγμές»: μέσα, και ταυτόχρονα απέναντι.
Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του RedNotebook

[1]      «Προστατεύοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα σε καιρούς οικονομικής κρίσης» (goo.gl/zRjSF5). Βλ. και τα σχετικά δημοσιεύματα της Αυγής,  κυρίως τη συνέντευξη του Ν. Μούιζνιεκς στον Σταύρο Καπάκο, στις 9.12.2013 (http://goo.gl/zCkdpt).
[2]     ΣΥΡΙΖΑ, «Το Ελληνικό “Πρόγραμμα Διάσωσης”: Μια ανθρωπιστική κρίση», Δεκέμβριος 2013 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων