Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Η « αραβική άνοιξη » δεν έχει πει την τελευταία της λέξη...

Ben Abdallah El-Alaoui Hicham,   monde-diplomatique,  μεταφραση Χαρης Λογοθέτης...
Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του κινήματος που ανέτρεψε τις δικτατορίες των Ζιν Ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί, Χόσνι Μουμπάρακ και Μουαμάρ Καντάφι, το κύμα αμφισβήτησης στον αραβικό κόσμο, το οποίο απειλείται από την ανάμιξη των ξένων δυνάμεων και τις θρησκευτικές διαιρέσεις, αναζητά μια δεύτερη πνοή. Ενώ η Συρία ζει το χειρότερο σενάριο, η Τυνησία, από την πλευρά της, επιβεβαιώνει ότι το όραμα των πολιτικών ελευθεριών και η αναζήτηση συμβιβασμών μπορούν να οδηγήσουν σε πραγματικά βήματα προόδου.

Στις απαρχές της, η « αραβική άνοιξη » τίναξε στον αέρα τις δυτικές προκαταλήψεις. Κλόνισε τα στερεότυπα του οριενταλισμού για τη δήθεν έμφυτη ανικανότητα των Αράβων να επινοήσουν ένα δημοκρατικό σύστημα και διέλυσε την πεποίθηση ότι δεν άξιζαν παρά να τους κυβερνούν διάφοροι δεσπότες. Τρία χρόνια μετά, το τοπίο έχει σκοτεινιάσει. Οι αβεβαιότητες παραμένουν στο ακέραιο όσον αφορά την έκβαση της διαδικασίας, η οποία μπαίνει στην τέταρτη φάση της.
Στο πρώτο στάδιο, που ολοκληρώθηκε το 2011, ένα γιγάντιο κύμα διεκδικήσεων που σχετίζονταν με την αξιοπρέπεια και την ιδιότητα του πολίτη εκδηλώθηκε με μαζικές και αυθόρμητες κινητοποιήσεις. Το επόμενο στάδιο, το 2012, ήταν η αναδίπλωση των αγώνων στο τοπικό τους πλαίσιο και η προσαρμογή τους στην ιστορική κληρονομιά της κάθε χώρας. Παράλληλα, διάφορες εξωτερικές δυνάμεις άρχισαν να ωθούν τις συγκρούσεις σε πιο επικίνδυνες κατευθύνσεις, οδηγώντας τους λαούς στην κατάσταση που αντιμετωπίζουν σήμερα.
Την περσινή χρονιά, λοιπόν, η διαδικασία πέρασε σε μια τρίτη φάση, η οποία σημαδεύτηκε από τη διεθνοποίηση και την όλο και πιο επιθετική ανάμιξη των περιφερειακών και δυτικών δυνάμεων.
Η πρωτοκαθεδρία των συγκρούσεων μεταξύ σουνιτών και σιιτών γενικεύτηκε σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, εξωθώντας κάθε κράτος και κάθε κοινωνία να πολωθεί γύρω από τον άξονα της θρησκευτικής ταυτότητας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ ισλαμισμού και κοσμικής προσέγγισης κλιμακώθηκε. Ο κίνδυνος προέρχεται από το ότι οι γεωπολιτικές αντιπαλότητες και οι θρησκευτικές εντάσεις υπερισχύουν σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και φαίνεται να μετατρέπουν τους τοπικούς πολιτικούς παίκτες σε μαριονέτες στα χέρια των ξένων δυνάμεων.
Η σύγκριση ανάμεσα στη Συρία, το Μπαχρέιν, την Αίγυπτο και την Τυνησία αποκαλύπτει ένα πολύχρωμο φάσμα διεθνών επιρροών. Στις δύο πρώτες χώρες, οι εξωτερικές επεμβάσεις υποδαύλισαν τον εμφύλιο πόλεμο και ενίσχυσαν τις πιο ακραίες μερίδες των εξεγερμένων. Στην Αίγυπτο, η δυτική υποστήριξη στην αυταρχική πολιτική του νέου καθεστώτος παραμέρισε τα αρχικά δημοκρατικά κίνητρα. Μόνο η Τυνησία φαίνεται να έχει πάρει έναν δρόμο που υπόσχεται πρόοδο, στο μέτρο που παραμένει σχετικά μακριά από τις γεωπολιτικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που έχουν σαρώσει την περιοχή.
Σε καθεμία από τις χώρες αυτές, πάντως, η « αραβική άνοιξη » έχει αφήσει το ανεξίτηλο αποτύπωμα μιας λαϊκής κινητοποίησης μέσα από την οποία οι πολίτες συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους. Έχει ανοίξει πεδία αμφισβήτησης που το κράτος δεν μπορεί πια να κλείσει παρά με καταστολή και βαρύ πολιτικό τίμημα. Όσο αβέβαιο κι αν είναι το μέλλον, η σιδηρά πυγμή που επικρατούσε μέχρι το ξέσπασμα των κινημάτων έχει απλούστατα καταρρεύσει.
Στη Συρία, ο πόλεμος προέκυψε μέσα από ένα κίνημα πολιτικής ανυπακοής που γρήγορα μετατράπηκε σε λαϊκό ξεσηκωμό μεγάλης κλίμακας. Η βάναυση αντίδραση του καθεστώτος στα πρώτα σημάδια αμφισβήτησης απέτυχε να φοβίσει τους διαδηλωτές, μάλιστα πυροδότησε έναν καταστροφικό κύκλο διαδηλώσεων και καταστολής. Μολονότι οι μηχανισμοί ασφαλείας του προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ γρήγορα εκμηδένισαν τις ελπίδες για μια ειρηνική επανάσταση, οι γεωπολιτικοί υπολογισμοί και τα θρησκευτικά διακυβεύματα που προστέθηκαν στη συνέχεια, επιτάχυναν τη μετατροπή της εξέγερσης σε έναν φρικτό εμφύλιο πόλεμο : μέχρι σήμερα, 120.000 νεκροί, 2,5 εκατομμύρια πρόσφυγες και 4 εκατομμύρια εσωτερικοί μετανάστες.
Από παλιά, η Συρία χαρακτηρίζεται από την ποικιλία των θρησκευτικών και κοινοτικών παραδόσεών της. Αξιοποιώντας τις εσωτερικές εντάσεις, οι ξένες δυνάμεις έσπασαν το εύθραυστο αυτό μωσαϊκό. Η χώρα αποκτά κρίσιμη σημασία σε μια Μέση Ανατολή όπου συγκρούονται τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, της Ιορδανίας, της Τουρκίας και του Ιράν. Η παμπάλαια διαίρεση αυτής της γωνιάς του κόσμου μεταξύ των δύο αντίπαλων τάσεων του ισλάμ, τους σουνίτες και τους σιίτες, οξύνθηκε από τις ξένες δυνάμεις, που φιλοδοξούν να ενισχύσουν την επιρροή τους στην περιοχή.
Η κοινότητα των Αλαουϊτών, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του καθεστώτος Αλ-Άσαντ, θεωρείται μέρος ενός σιιτικού τόξου που ξεκινά από το Ιράν και εκτείνεται μέχρι τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, ενώ οι ομάδες των εξεγερμένων ανήκουν κυρίως στο σουνιτικό στρατόπεδο. Ο ανταγωνισμός αυτός, όμως, κρύβει μια πιο περίπλοκη διάταξη δυνάμεων. Ακριβώς όπως οι Αφγανοί μουτζαχεντίν τη δεκαετία του 1980, η συριακή αντιπολίτευση χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη συνοχής. Οι εκπρόσωποί της στο εξωτερικό γνωρίζουν ελάχιστα ή και καθόλου τις ένοπλες ομάδες που πολεμούν στα πεδία των μαχών. Ομάδες που θα αναζητήσουν αλλού τα στηρίγματά τους : στο βόρειο τμήμα της χώρας, γενικά στηρίζονται στη βοήθεια της Τουρκίας και του Κατάρ, ενώ στο νότιο τμήμα δέχονται όπλα και βοήθεια από την Ιορδανία, τη Σαουδική Αραβία και τις ΗΠΑ.
Οι συγκεκριμένες γεωπολιτικές περιπλοκές αφήνουν χώρο για παράδοξα που δεν επιτρέπουν μια αυστηρά θρησκευτική ερμηνεία της διένεξης. Το Ριάντ χαιρέτισε το πραξικόπημα στην Αίγυπτο, κατά των Αδελφών Μουσουλμάνων, οι οποίοι, ωστόσο, βρίσκονται στο σουνιτικό στρατόπεδο, όπως οι ομάδες που το αραβικό βασίλειο εξοπλίζει στο συριακό μέτωπο. Αλλά και το πρόσφατο ξεπάγωμα των σχέσεων μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης σχετικοποιεί τη μανιχαϊστική εικόνα που συχνά διακινούν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης : το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία θεωρούν ότι εγκαταλείφθηκαν από την Ουάσινγκτον απέναντι στην Τεχεράνη και, ξαφνικά, βρίσκονται de facto σύμμαχοι.
Ρόλο παίζει, επίσης, και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κοσμικών δυνάμεων και ισλαμιστών. Μολονότι ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (ASL) δηλώνει ότι υποστηρίζει το κοσμικό κράτος, η πλειονότητα των υπόλοιπων ένοπλων ομάδων συνθέτει ένα θρησκευτικό ψηφιδωτό που ξεκινά από τους μετριοπαθείς ισλαμιστές και φτάνει μέχρι τους σαλαφιστές, αλλά και τους ακραίους ισλαμιστές που πρόσκεινται στην Αλ-Κάιντα. Εξάλλου, είναι δύσκολο να αξιολογήσει κανείς σε ποιο βαθμό οι πιο ριζοσπαστικές ομάδες, όπως η Αχράρ Αλ-Σαμ ή το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε (EIIL), κινούνται με βάση την πραγματική θρησκευτική πίστη τους ή τη χρησιμοποιούν για πιο πεζούς σκοπούς. Το βέβαιο είναι ότι ο κατακερματισμός, που αποτελεί πηγή συνεχών διαφωνιών, έχει ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο στο εσωτερικό των ίδιων των εξεγερμένων, όπως δείχνουν οι φονικές μάχες μεταξύ ASL και EIIL στο βόρειο τμήμα της χώρας, στις αρχές Ιανουαρίου. Η επέκταση του εμφυλίου έχει παίξει τον ρόλο της στην επιβίωση του καθεστώτος Αλ-Άσαντ.
Η συριακή διένεξη συχνά παρουσιάζεται με όρους απλής μηχανικής : όταν το καθεστώς αποδυναμώνεται, η αντιπολίτευση ενισχύεται, και αντίστροφα. Είναι σαν να ξεχνά κανείς ότι το χρήμα και τα όπλα δεν είναι το παν σε έναν πόλεμο, αλλά χρειάζονται και οι πολεμιστές. Στο πεδίο αυτό, όμως, το καθεστώς της Δαμασκού δοκιμάζεται διαρκώς από έλλειψη στρατιωτών. Έτσι, οι ενισχύσεις από τις δυνάμεις Αλ-Κοντς του Ιράν, από μονάδες της λιβανέζικης Χεζμπολάχ και από τοπικές πολιτοφυλακές (chabiha) είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος του συριακού καθεστώτος. Αφού η προσφυγή στα χημικά όπλα δεν είναι πια εφικτή, ο Αλ-Άσαντ εξαρτάται περισσότερο από ποτέ από τις εξωτερικές στρατιωτικές ενισχύσεις.

Συντριβή των Αδελφών Μουσουλμάνων

Κύρια πηγή ανησυχίας ; Η νέα ριζοσπαστικοποίηση της αντιπολίτευσης, αλλά και του συριακού καθεστώτος. Το Μέτωπο Αλ-Νόσρα και το EIIL, που δεν κρύβουν τους δεσμούς τους με την Αλ-Κάιντα, ωφελούνται σε μεγάλο βαθμό από τη βοήθεια που έρχεται από τον Κόλπο. Η Σαουδική Αραβία αναμιγνύεται πια ακόμη περισσότερο, υποστηρίζοντας και ομάδες που δεν συνδέονται με την τρομοκρατική οργάνωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν και ανατρέποντας, έτσι, τον συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της συριακής αντιπολίτευσης. Και, από την πλευρά του, ο τακτικός στρατός έχει αλλάξει ριζικά. Από τη μάχη του Κουσαΐρ, τον Μάιο-Ιούνιο του 2013, και μετά, οι ιρανικές Αλ-Κοντς και η Χεζμπολάχ έχουν αλλάξει στρατιωτική τακτική, παρατάσσοντας τον στρατό σε μικρές κινητές ομάδες οργανωμένες σαν πολιτοφυλακές.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι ξένες δυνάμεις δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να τερματιστεί η σύγκρουση. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε έναν νέο πόλεμο και αρκούνται να βλέπουν την ηγεμονία τους στη Μέση Ανατολή να ραγίζει, μετατοπίζοντας πια το στρατηγικό τους ενδιαφέρον στην Ασία. Με τη λογική της αμερικανικής ρεαλπολιτίκ, η Ουάσινγκτον δεν διαθέτει πια τα μέσα για να εμποδίσει τη διαιώνιση της συριακής διένεξης : όπως επεσήμανε ο Αμερικανός σύμβουλος Έντουαρντ Λούτουακ στους New York Times [1], η σύνεση επιβάλλει να αφεθούν τα εμπόλεμα μέρη να αλληλοεξοντώνονται όσο γίνεται περισσότερο, καθώς ο θρίαμβος μιας αντιπολίτευσης όπου θα κυριαρχούν οι ισλαμιστές θα ήταν εξίσου καταστροφικός για τα δυτικά συμφέροντα όσο και η νίκη του στρατοπέδου Αλ-Άσαντ. Οι Σαουδάραβες σύμμαχοι, από την πλευρά τους, θα έβλεπαν με καλό μάτι την πτώση του καθεστώτος της Δαμασκού και θα μπορούσαν να μείνουν ικανοποιημένοι με μια χώρα διαμελισμένη, βυθισμένη στο χάος, που θα έσπαγε τον σιιτικό άξονα μεταξύ Λιβάνου και Ιράν. Για την Τεχεράνη και τη Μόσχα, μια ακυβέρνητη Συρία είναι προτιμότερη από την επικράτηση των εξεγερμένων, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι κάποιο μέλος της οικογένειας Αλ-Άσαντ μπορεί να περιοριστεί στον ρόλο της μαριονέτας στο παλάτι της Δαμασκού, όπως έκανε κάποτε ο Αφγανός ομόλογός του.
Κατά συνέπεια, η ειρήνευση φαντάζει απίθανη βραχυπρόθεσμα. Παρόλο που οι αυτουργοί των φρικαλεοτήτων που έχουν διαπραχθεί στα πεδία των μαχών πρέπει να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους, οι ξένες δυνάμεις που υποδαυλίζουν τις εχθροπραξίες φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει γίνει τόσο αποτρόπαιος, που λίγοι πια θυμούνται τις διαδηλώσεις της πρώτης περιόδου, όταν ένας λαός απλώς διεκδικούσε το δικαίωμά του στην αξιοπρέπεια και στην ιδιότητα του πολίτη. Μάλλον πρόκειται για την πιο θλιβερή πτυχή αυτής της τραγωδίας.
Και στο Μπαχρέιν, οι ξένες δυνάμεις δείχνουν την ικανότητά τους να οξύνουν τις τοπικές εντάσεις, αλλά με τρόπο τελείως διαφορετικό από ότι στη Συρία. Οι πρώτες διαδηλώσεις στο μικρό αυτό νησί του Κόλπου αποτύπωναν μια ευρύτατα διαδεδομένη επιθυμία για δημοκρατία : υπολογίζεται ότι, στο απόγειό τους, στις διαδηλώσεις συμμετείχε περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού. Αν και η στρατιωτική επέμβαση του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (CCG) [2] κατέπνιξε γρήγορα αυτό το συλλογικό όραμα, η αποτυχία του κινήματος εξηγείται, επίσης, και ίσως κατά κύριο λόγο, από τη διείσδυση της γεωπολιτικής και των θρησκευτικών συνθημάτων στο εσωτερικό του.
Ενώ στη Συρία ένα αλαουϊτικό καθεστώς είναι αντιμέτωπο με έναν σουνιτικό στην πλειονότητά του πληθυσμό, το Μπαχρέιν είναι μια σουνιτική μοναρχία με κυρίως σιιτικό πληθυσμό. Γι’αυτό και, στο Μπαχρέιν, τα συμφέροντα των δύο αντίπαλων δυνάμεων της περιοχής, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, συγκρούονται μετωπικά. Με δεδομένη τη γεωγραφική του εγγύτητα, το Ριάντ ασκεί στο γειτονικό κράτος μια ιδιαίτερα παρεμβατική εποπτεία. Η επέμβαση των στρατευμάτων του CCG, που υποστηρίχθηκε από τη Δύση, απαντούσε εύγλωττα στην επιθυμία του Ριάντ να κρατήσει στη σφαίρα επιρροής του το Μπαχρέιν.
Στην αρχή, σιίτες και σουνίτες διαδήλωναν δίπλα δίπλα, με τις ίδιες δημοκρατικές διεκδικήσεις. Μόνο όταν έγινε η στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας, το θρησκευτικό ζήτημα παραμέρισε σιγά σιγά τους πολιτικούς στόχους. Ωστόσο, η παγίδευση της τοπικής δυναμικής από εξωτερικά συμφέροντα έκανε σαφές το πόσο εύθραυστο είναι το καθεστώς του Μπαχρέιν. Χωρίς τις οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές μεταγγίσεις από τις χώρες του Κόλπου, η δυναστεία Αλ-Καλίφα δεν διέθετε ούτε τα μέσα ούτε τη νομιμοποίηση που θα ήταν απαραίτητα για να παραμείνει στην εξουσία. Η επιβίωσή της δεν εξαρτάται πλέον παρά από τους ξένους προστάτες της.
Με τη διεθνοποίηση της διένεξης, χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία για την κοινωνία του Μπαχρέιν να λύσει τις παλιές θρησκευτικές διαμάχες της με δημοκρατικό διάλογο. Ενώ οι ίδιες αιτίες στη Συρία προκάλεσαν την έκρηξη, στο Μπαχρέιν κρατούν ένα δεσποτικό καθεστώς σε τεχνητή αναπνοή.
Σε αντίθεση με τη Συρία και το Μπαχρέιν, η Αίγυπτος είναι μια χώρα αρκετά ισχυρή και αυτόνομη, ικανή να αντιστέκεται στις διεθνείς πιέσεις. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ξένες μεγάλες δυνάμεις έχουν μικρότερη ανάμιξη στο πολιτικό δράμα που εκτυλίσσεται εκεί. Τον Ιούλιο του 2013, στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε την αντιδημοφιλή, αλλά νόμιμη, κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων. Οπουδήποτε αλλού, μια τόσο βίαιη διακοπή της δημοκρατικής διαδικασίας θα είχε προκαλέσει παγκόσμια αγανάκτηση. Στην περίπτωση της Αιγύπτου, όμως, συνάντησε την αποδοχή των δυτικών κυβερνήσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, η Σαουδική Αραβία και οι γειτονικές της χώρες του Κόλπου, αλλά και η Ιορδανία, το Μαρόκο και το Ισραήλ, όλοι αποδέχτηκαν πολύ γρήγορα το στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο τους απάλλασσε από έναν Μοχάμεντ Μόρσι δημοκρατικά εκλεγμένο, αλλά, με τα δικά τους κριτήρια, ανεξέλεγκτο.
Μόλις το νέο καθεστώς ανέλαβε τη διακυβέρνηση, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ έσπευσαν να του χορηγήσουν οικονομική βοήθεια ύψους 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή εννεαπλάσια από την ετήσια αμερικανική στρατιωτική βοήθεια των 1,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τουλάχιστον δύο λόγοι εξηγούν την επιλογή του Ριάντ. Από τη μία, η πολύχρονη καχυποψία του ουαχαμπιτικού καθεστώτος απέναντι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Από την άλλη, ο φόβος ότι το παράδειγμα της νεαρής αιγυπτιακής δημοκρατίας θα αποτελέσει προηγούμενο, θα προσδώσει λαϊκή νομιμοποίηση σε ισλαμιστικές δυνάμεις και θα ενθαρρύνει τους Σαουδάραβες να αμφισβητήσουν τους ηγέτες της χώρας τους.
Το γεγονός ότι η Δύση υποστήριξε το στρατιωτικό πραξικόπημα δεν αναβάθμισε το κύρος της στους κόλπους του αιγυπτιακού λαού, ο οποίος έχει ζεματιστεί από το έμμεσο μήνυμα ότι η δημοκρατία δεν είναι αποδεκτή παρά μόνο όταν φέρνει στην εξουσία τους υποψήφιους που έχουν λάβει το χρίσμα από τις ξένες δυνάμεις. Η ιστορική ειρωνεία είναι ότι, γυρνώντας την πλάτη στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της υπονόμευσαν από μόνοι τους το αραβο-δυτικό σχέδιο ενός συμπαγούς σουνιτικού στρατοπέδου που θα συγκρατούσε την ιρανική επιρροή και προκάλεσαν μια ιστορικά πρωτοφανή σύγκλιση της εξωτερικής πολιτικής Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ.
Είναι αλήθεια ότι το πραξικόπημα του στρατηγού Αμπντέλ Φάταχ Αλ-Σίσι ήταν, επίσης, αποτέλεσμα της καταστροφικής οικονομικής κατάστασης και της εντεινόμενης αποδοκιμασίας του Μόρσι. Ακόμα και οι ψηφοφόροι του είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα της κυβέρνησης να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα της ανεργίας και της διαφθοράς. Οι ηγεμονικές φιλοδοξίες των Αδελφών Μουσουλμάνων, οι οποίοι αρνούνταν να μοιραστούν την εξουσία σε οποιοδήποτε επίπεδο, επιτάχυναν την απαξίωσή τους. Προσέκρουσαν, επίσης, στην αντίσταση του κρατικού μηχανισμού, που αποτελείτο πάντοτε από αστυνομικούς, δικαστές και fouloul (αξιωματούχους του παλαιού καθεστώτος), οι οποίοι είναι ορκισμένοι εχθροί της Αδελφότητας. Αυτό το « βαθύ κράτος » δεν έχασε την ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο. Πολύ περισσότερο που οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, παραμερίζοντας δικαστές, κυβερνήτες και διάφορους αξιωματούχους για να τοποθετήσουν δικούς τους ανθρώπους στον κρατικό μηχανισμό, αποξενώθηκαν και από τους ενδεχόμενους συμμάχους τους στο εσωτερικό της Αριστεράς, αλλά και των σαλαφιστών.
Η συντριβή της Αδελφότητας σημαίνει και το τέλος της αύρας της ακαταμάχητης δύναμης που περιέβαλλε κάποτε τον ισλαμισμό. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα δεν ήταν ούτε ένα επαναστατικό μόρφωμα ούτε το τοπικό παράρτημα κάποιου διεθνούς τρομοκρατικού μετώπου, αλλά μια μάλλον συντηρητική οργάνωση που προωθούσε τη θρησκευτική ευσέβεια, τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τη φιλανθρωπία προς τους φτωχότερους. Δεν διεκδικούσε κανένα μονοπώλιο στον ισλαμισμό και δεν διατηρούσε καμία σχέση ούτε με τους σαλαφιστές ούτε με τους θεολόγους του Αλ-Αζάρ [3]. Οι οπαδοί της βρίσκονται σήμερα στη φυλακή ή στην παρανομία. Πιο συνετοί, ή πιο πονηροί, οι σαλαφιστές του κόμματος Αλ-Νουρ επέδειξαν πραγματισμό και υποκλίθηκαν στο στρατιωτικό καθεστώς. Με την « αραβική άνοιξη », η ισλαμιστική σφαίρα διαφοροποιήθηκε και κατακερματίστηκε, αναδεικνύοντας και νέες φιγούρες εκτός των παραδοσιακών σχολαστικών και πολιτικών κύκλων.

Λογοδοσία στον λαό

Στο σύντομο πέρασμά τους από την εξουσία, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι απέφυγαν επιμελώς να ξεκινήσουν μια διαδικασία απότομου εξισλαμισμού της κοινωνίας. Στόχος τους ήταν, κυρίως, η εδραίωση της πολιτικής κυριαρχίας τους στο θεσμικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, η κυβέρνηση Μόρσι υπερασπίστηκε τον εαυτό της με το επιχείρημα της νομιμότητας (chara’iya) και όχι κάνοντας αναφορά στον ισλαμικό νόμο (charia). Από την άποψη αυτή, ο φόβος της Δύσης ότι η « αραβική άνοιξη » θα κατέληγε σε διάχυση του ισλαμισμού στο σύνολο της Μέσης Ανατολής δεν φαίνεται να ευσταθεί.
Στην ίδια την Αίγυπτο, το στρατιωτικό πραξικόπημα έγινε με τις ευλογίες του νεολαιίστικου κινήματος Ταμαρόντ, της Εκκλησίας των Κοπτών και διάφορων κοσμικών φιλελεύθερων οργανώσεων. Ο φιλελευθερισμός που κηρύσσουν οι οργανώσεις αυτές προφανώς δεν περιελάμβανε την υπεράσπιση του πολιτικού πλουραλισμού, ο οποίος αποδεικνύεται ασύμβατος με τον αποκλεισμό των Αδελφών Μουσουλμάνων. Τώρα πια, ο πλουραλισμός κινδυνεύει να εξαφανιστεί σε όλα τα επίπεδα. Η λογοκρισία που έχει επιβάλει το νέο καθεστώς αποδεικνύεται, στην πραγματικότητα, πιο ασφυκτική από ότι στην εποχή του Χόσνι Μουμπάρακ. Όχι μόνο οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι έχουν σβηστεί από τον χάρτη με μια βιαιότητα που συγκρίνεται μόνο με την εποχή του προέδρου Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, αλλά η απαγόρευσή τους έχει συνοδευτεί και από μια εθνικιστική και ξενοφοβική εκστρατεία, με την οποία οι οπαδοί της Αδελφότητας εξομοιώνονται με « τρομοκράτες » που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό. Πρόκειται για μια απροσδόκητη συνέπεια της αιγυπτιακής επανάστασης : ένα αυταρχικό προεδρικό καθεστώς μεταμορφώνεται σε στρατιωτική δικτατορία που καταφεύγει στον στρατιωτικό νόμο και στη νόμιμη βία. Οι εκλογές δεν έχουν καταργηθεί, αλλά διεξάγονται σε καθεστώς αυστηρού ελέγχου.
Μετά την απαγόρευση των Αδελφών Μουσουλμάνων και λόγω της πολυδιάσπασης των άλλων πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ο στρατός επιβλήθηκε χωρίς αντίπαλο. Δεν θα εγκαταλείψει οικειοθελώς την εξουσία, τουλάχιστον όσο απολαμβάνει τη στήριξη των δυτικών δυνάμεων και των κρατών του Κόλπου, καθώς θεωρείται κλειδί για τις ισορροπίες της αιγυπτιακής κοινωνίας.
Η Αίγυπτος δεν έχει γίνει βορά των εθνοτικών και θρησκευτικών εντάσεων που κατατρώγουν ορισμένα από τα γειτονικά κράτη. Επομένως, η υπόθεση μιας ανοιχτής σύγκρουσης μοιάζει πολύ λιγότερο πιθανή. Παραμένει, πάντως, το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί δεν μπορούν απλώς να αποκαταστήσουν το προηγούμενο καθεστώς. Το πολιτικό κόστος της καταστολής σε μαζική κλίμακα είναι αστρονομικό και οι Αιγύπτιοι έχουν πια συνειδητοποιήσει τη δύναμη των μαζικών κινητοποιήσεων. Επιπλέον, το χάσμα μεταξύ ισλαμισμού και κοσμικού κράτους κινδυνεύει να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο. Ορισμένοι Αδελφοί Μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό της ένοπλης δράσης.
Η βασική αλλαγή, όμως, είναι η όλο και μεγαλύτερη λαϊκή απαίτηση για λογοδοσία των ηγετών του. Ακόμη και κατά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2013, οι στρατιωτικοί υποχρεώθηκαν να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους, όταν μια δημοκρατική πρωτοβουλία ενώσεων πολιτών εξέφρασε ανοιχτά την ανησυχία τις για τις εξελίξεις. Το καθεστώς βρίσκεται πλέον μπροστά σε ένα ακανθώδες δίλημμα : θα αναβιώσει το σύστημα Μουμπάρακ, με τον στρατηγό Αλ-Σίσι να βγάζει το χακί και να βάζει κοστούμι και γραβάτα ή θα προτιμήσει το πακιστανικό μοντέλο, όπου οι πολίτες έχουν δυνατότητες επιρροής, αλλά οι στρατιωτικοί έχουν διατηρήσει το δικαίωμα του βέτο στα σημαντικά ζητήματα ;
Σε σύγκριση με την Αίγυπτο, η δημοκρατική μετάβαση στην Τυνησία θυμίζει σχεδόν περίπατο. Με τοπικούς παίκτες που αποδίδουν σημασία στη σταθερότητα και τον σεβασμό των δημοκρατικών κανόνων, η δημοκρατική μετάβαση στην Τυνησία γλύτωσε, σε μεγάλο βαθμό, τη χειραγώγηση από εξωτερικούς παράγοντες. Το γεγονός εξηγείται και από τη γεωγραφική θέση της χώρας : η Τυνησία, αν και κάτω από την εποπτεία της Γαλλίας, της παλαιάς αποικιακής δύναμης, σπάνια έγινε θέατρο γεωπολιτικών ανταγωνισμών των ξένων συμφερόντων. Στο θρησκευτικό επίπεδο, ο πληθυσμός της είναι σχετικά ομογενοποιημένος. Μετά την πτώση του προέδρου Ζιν Ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί, το μόνο αξιοσημείωτο μήλον της έριδος είναι η μάχη μεταξύ ισλαμιστών και οπαδών του κοσμικού κράτους.
Το ισλαμιστικών τάσεων κόμμα Ενάχντα κέρδισε τις πρώτες ελεύθερες εκλογές, αλλά διέπραξε το ίδιο λάθος με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους : ερμήνευσε τη λαϊκή εντολή ως λευκή επιταγή. Η πολιτική κατάσταση επιδεινώθηκε γρήγορα, με τη δολοφονία αρκετών στελεχών της αριστερής αντιπολίτευσης και την ενίσχυση της επιρροής των σαλαφιστών, που αντιτίθεντο σφοδρά στις πολυκομματικές εκλογές. Οι απειλές τους προκάλεσαν ρίγη στην κοινωνία, που δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια πολιτική ατμόσφαιρα.
Στην Τυνησία, κανένα στρατόπεδο δεν έχει την ηγεμονία και το Ενάχντα, στην αρχή, συγκρότησε συμμαχία με δύο κοσμικά κόμματα. Έτσι, τα φιλελεύθερα και προοδευτικά κινήματα τελικά αποδέχτηκαν τον εθνικό διάλογο που πρότεινε η κυβέρνηση και εργάστηκαν από κοινού με τους ισλαμιστές -εκτός από τους πιο ακραίους, κυρίως τους σαλαφιστές. Όλα τα πολιτικά κόμματα συνομολόγησαν ότι ο κίνδυνος ενός φαύλου κύκλου βίας δεν μπορούσε πια να αγνοηθεί. Άλλωστε, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ισλαμιστών και κοσμικών αποδείχτηκε λιγότερο ανυπέρβλητη από τις προβλέψεις. Στο τέλος, λίγα πράγματα διαφοροποιούσαν τους μετριοπαθείς ισλαμιστές από τους κοσμικούς αντιπάλους τους, ενώ και οι οπαδοί της κοσμικής προσέγγισης αναγνώριζαν πιο πρόθυμα τη σημασία της θρησκείας σε οποιοδήποτε νέο πολιτικό σύστημα.
Το ημερολόγιο της δημοκρατικής μετάβασης, όμως, το επανενεργοποίησε κυρίως η πολύ δραστήρια κοινωνία των πολιτών. Η Γενική Ομοσπονδία Εργατών της Τυνησίας (UGTT), καθώς και η εργοδοτική οργάνωση Ένωση Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας της Τυνησίας (Utica), ο δικηγορικός σύλλογος και η Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Τυνησίας προσέδωσαν δυναμική στον εθνικό διάλογο. Έθεσαν νέους στόχους για την κυβέρνηση και απηύθυναν κάλεσμα να επικυρωθεί το σύνταγμα της χώρας.
Όσο για τον στρατό, στην Τυνησία διαθέτει μικρότερο πολιτικό βάρος σε σχέση με την Αίγυπτο : με περιορισμένο έμψυχο δυναμικό και ελάχιστη ανάμιξη στην πολιτική, οι τυνησιακές ένοπλες δυνάμεις παρέμειναν στους στρατώνες τους από το 2011 και μετά. Το παλαιό καθεστώς Μπεν Αλί ήταν ένα αστυνομικό κράτος, όχι μια στρατιωτική δικτατορία. Η τεχνοκρατική και κλεπτοκρατική διακυβέρνησή του δεν είχε κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο. Γι’αυτό και η επανάσταση στην Τυνησία ανέτρεψε τις ελίτ του παλαιού μοναδικού κόμματος, αφήνοντας, ταυτόχρονα, άθικτες τη γραφειοκρατία και τις αστυνομικές δυνάμεις που δεν συνδέονταν με το καθεστώς. Η διατήρηση της διοικητικής ραχοκοκαλιάς συνέβαλε στη σχετική σταθερότητα της έννομης τάξης. Εξάλλου, το παλαιό αυταρχικό καθεστώς είχε εισαγάγει μια στέρεη θεσμική δομή που, βέβαια, ελάχιστα χρησίμευσε στα τελευταία δέκα χρόνια της εποχής Μπεν Αλί, αλλά μπορεί σήμερα να αποδειχτεί χρήσιμη για την οικοδόμηση ενός λειτουργικού δημοκρατικού συστήματος. Ακριβώς επειδή η ευνοιοκρατία της προηγούμενης εποχής στερείτο οποιασδήποτε ιδεολογίας που θα μπορούσε να επανακάμψει, η παλινόρθωση ενός αυταρχικού κράτους μοιάζει ελάχιστα πιθανή.
Η Τυνησία έχει την τύχη να μπορεί να απαντήσει στις αβεβαιότητές της με τα δικά της μέσα, χωρίς να ανησυχεί για την καλή θέληση των υπολοίπων. Οι παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις έχουν παίξει μικρό ρόλο στη δημοκρατική μετάβαση. Η Ουάσινγκτον δεν προέβαλε βέτο για την είσοδο του Ενάχντα στην κυβέρνηση ούτε ευνόησε τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο. Τα πετρελαϊκά κράτη του Κόλπου απέφυγαν να αναμιχθούν ενεργά. Η Γαλλία έχει περιοριστεί σε μια προσεκτική ουδετερότητα, καθώς η εικόνα της παραμένει αμαυρωμένη από την αμέριστη υποστήριξη που έδειξε στον Μπεν Αλί μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της κυριαρχίας του. Εάν πετύχει, η εμπειρία της Τυνησίας θα μπορούσε να εκληφθεί ως σημάδι ελπίδας σε ολόκληρη την περιοχή, ίσως και ακόμη πιο πέρα.

Οι υπήκοοι που έγιναν πολίτες

Παρόλο που η « αραβική άνοιξη » εισέρχεται στον τέταρτο χρόνο της, πρέπει να θεωρείται αναμενόμενη η συνέχιση της εξωτερικής ανάμιξης στις τοπικές συγκρούσεις και η ενίσχυση των δηλητηριωδών συνεπειών τους. Οι γεωπολιτικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές διαπερνούν πια ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Μόνο σταματώντας να αναμιγνύεται στις αραβικές επαναστάσεις μπορεί ο εξωτερικός κόσμος να τις βοηθήσει να αναζωογονηθούν.
Ωστόσο, μπορεί κανείς να εντοπίσει μερικές πιο συγκεκριμένες τάσεις για τη χρονιά που αρχίζει. Πρώτα απ’όλα, υπάρχει κίνδυνος οι μοναρχίες του Κόλπου να αναμιχθούν ακόμη περισσότερο στις υποθέσεις των γειτονικών τους αραβικών κρατών. Τα έσοδα από το πετρέλαιο τους δίνουν τη δυνατότητα καθοριστικής επιρροής σε λιγότερο ευνοημένες χώρες, όπως η Αίγυπτος, το Μαρόκο και η Ιορδανία, όπου η κάθε είδους βοήθεια που χορηγούν ξεπερνά την αντίστοιχη βοήθεια της Δύσης. Η δυτική υποστήριξη μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη, αλλά έχει το πλεονέκτημα να μην εξαρτάται ούτε από την τιμή του πετρελαίου ούτε από τους πρίγκιπες και τις διαθέσεις τους.
Κατόπιν, πρέπει να υπογραμμιστεί η σημασία των συμφωνιών που συνήφθησαν κατά την περίοδο της δημοκρατικής μετάβασης σε κάθε χώρα. Σε άλλες εμπειρίες εκδημοκρατισμού, όπως στη Λατινική Αμερική, οι συμβιβασμοί μεταξύ των αντίπαλων δυνάμεων διέθεταν στέρεα θεσμικά θεμέλια και τύγχαναν καθολικής αποδοχής. Στη Μέση Ανατολή, αντίθετα, η λογική της διαίρεσης υπερισχύει της αναζήτησης του συμβιβασμού, με τέτοιο τρόπο που οι διάφορες ομάδες αλληλοσπαράσσονται για την εξουσία αντί να τη μοιραστούν.
Κατά τρίτο λόγο, η αδυναμία των τοπικών θεσμών, σε συνδυασμό με τις κακοσχεδιασμένες επεμβάσεις ξένων δυνάμεων, διευκολύνει τα σχέδια όσων θέλουν να υπονομεύσουν τη δημοκρατική διαδικασία. Οι Τυνήσιοι σαλαφιστές και οι δήθεν φιλελεύθεροι Αιγύπτιοι είναι πολιτικές προσωπικότητες με δευτερεύοντα ρόλο και δεν έχουν τίποτα να χάσουν υπονομεύοντας τους συμβιβασμούς που έχουν επιτευχθεί με κόπο. Ενισχύονται σε επιρροή στο μέτρο που οι θεσμοί διαβρώνονται και τα συμφέροντα που διακυβεύονται πληθαίνουν. Σε ακραία σενάρια, διαλυμένα κράτη δεν έχουν τα μέσα να σπάσουν τον φαύλο κύκλο του διλήμματος ασφαλείας. Στην Υεμένη και στον Λίβανο, αρκετές ομάδες προτιμούν να πάρουν τα όπλα παρά να εμπιστευτούν ένα κράτος ανίκανο να τις προστατεύσει, με αποτέλεσμα να το αποδυναμώνουν λίγο περισσότερο.
Το τελευταίο, πιο θετικό, σημείο αφορά την ιδιότητα του πολίτη. Οι αραβικοί λαοί δεν αντιλαμβάνονται πια τον εαυτό τους ως μάζες υπηκόων, αλλά ως δυνάμεις πολιτών που δικαιούνται σεβασμό και ελεύθερη έκφραση. Όταν αναδυθεί ένα νέο κύμα ξεσηκωμού, θα είναι πιο αυθόρμητο, πιο εκρηκτικό και με μεγαλύτερη διάρκεια. Οι Άραβες πολίτες υπήρξαν μάρτυρες ακραίων λύσεων, στις οποίες οι κυβερνήσεις τους είναι έτοιμες να καταφύγουν για να διατηρηθούν στην εξουσία. Τα καταπιεστικά καθεστώτα γνωρίζουν καλά την αποφασιστικότητα των μαζών να τα « απαλλάξουν » από τα καθήκοντά τους. Η « αραβική άνοιξη » δεν έχει πει την τελευταία της λέξη.

Notes

[1] Edward Luttwak, « In Syria, America loses if either side wins », The New York Times, 24 Αυγούστου 2013.
[2] Τα έξι μέλη του είναι η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ, το Ομάν και το Κατάρ.
[3] Σημαντικός θεσμός του σουνιτικού ισλάμ, με έδρα το Κάιρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων