Είναι ανώφελο να κατηγορείται η ευρωπαϊκή τεχνοκρατία για τις ελλιπείς ή λανθασμένες ενέργειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έκαναν ο Ρέντσι και ο Ολάντ στο Παρίσι, όταν είναι οι κυβερνήσεις που φτιάχνουν και χαλάνε την Ευρώπη σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.
Είναι ξεπερασμένο να παρουσιάζεται στο Βερολίνο σαν καλός μαθητής,
όταν οι αλλαγές πρέπει να είναι ριζοσπαστικές. Ο κίνδυνος είναι να εξαπατηθούν οι πολίτες: να διευρυνθεί η κακή τους διάθεση, ο αποπροσανατολισμός και η αποστροφή τους.
Πώς να μην αισθανθούν χαμένοι, ότι τους χλευάζουν, με τόσο αντιφατικές παρεμβάσεις; Στο Παρίσι ο Ρέντσι κατηγόρησε τους τεχνοκράτες, μετά στο Βερολίνο αναγνώρισε τη γερμανική υπεροχή, υπενθυμίζοντας στη Μέρκελ ότι δεν είμαστε «γαϊδούρια για να τα βάλει πίσω από τον μαυροπίνακα, αλλά μια ιδρυτική χώρα που συνεισφέρει για να δοθεί η γραμμή». Ποιος κυβερνά σε τελευταία ανάλυση: ο Γερμανός κηδεμόνας ή η ευρωκρατία; Ποιος έχει την τελευταία λέξη; Να μην το πεις με καθαρές λέξεις: αυτό σημαίνει ότι παρακάμπτεις και εξαπατάς τους λαούς.
Η εξαπάτηση είναι περισσότερο εμφανής την παραμονή των ευρωπαϊκών εκλογών, που τουλάχιστον στα χαρτιά θα έπρεπε να είναι διαφορετικές από τις προηγούμενες. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας πράγματι είναι σαφής και οι ευρωβουλευτές του Στρασβούργου το επανέλαβαν: ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα διοριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αλλά «λαμβάνοντας υπόψη τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» (αρθ. 17). Αυτό που προσπαθούν να κάνουν είναι άλλο πράγμα. Για μια ακόμη φορά οι αποφάσεις θα ληφθούν κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς προηγουμένως να υπάρξει δημόσια συζήτηση, των αρχηγών κρατών ή των κυβερνήσεων. Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι συνένοχο της εξαπάτησης, με τον εσωτερικό κανονισμό του: η επιλογή αυτών που διορίζονται γίνεται με μυστική ψηφοφορία και δεν προβλέπεται δημόσια συζήτηση.

Αυτές οι συμπεριφορές δεν περιορίζονται στο να αγνοούν τις συνθήκες και τις συμφωνίες: γιατί είναι εντελώς ασύμβατες με τη διαφάνεια στην οποία επανειλημμένα αναφέρονται. Θα ξαναέχουμε λοιπόν τα ίδια σκοτεινά παζάρια που στιγμάτισαν την Ένωση επί δεκαετίες. Το Κοινοβούλιο ασφαλώς μπορεί να διεκδικήσει δικαιώματα, μπορεί να καταθέσει μομφή και να καθαιρέσει την εκτελεστική εξουσία και όλο το σώμα, αλλά η απόρριψη θα έρθει μετά τον διορισμό. Είναι πιο περίπλοκο. Δεν είναι τυχαίο ότι το Ευρωκοινοβούλιο δεν τόλμησε ποτέ να απευθύνει μομφή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Εάν πραγματικά πιστεύουν σε αυτά που πρεσβεύουν ο Ρέντσι, ο Ολάντ και η Μέρκελ, θα έστελναν αυτές τις ημέρες άλλο μήνυμα στους τόσο ανθεκτικούς πολίτες που φαινομενικά τους ταλαιπωρούν και τους δημιουργούν άγχος. «Θα σεβαστούμε τους νέους κανόνες, θα σας ακούμε πάντα περισσότερο». Θα σέβονταν την ετυμηγορία της κάλπης. Κανείς τους δεν τολμά να το πει. Την εξουσία που ασκούν, με την ιδιότητα των αρχηγών που διορίζουν ευρωκράτες στις υπηρεσίες τους, δεν θέλουν ούτε να την αποποιηθούν ούτε να την μοιραστούν. Θέλουν να την χρησιμοποιήσουν, την τεχνοκρατία, σαν άλλοθι: εάν τα πράγματα πάνε άσχημα, το φταίξιμο να είναι δικό της. Τα κράτη έχουν εξουσία, όχι ευθύνη και λογοδοσία.
Ο μυστικισμός φθάνει στο ανώτατο όριο, γιατί το σφάλμα είναι ολοκληρωτικά δικό τους για το γεγονός ότι η Ένωση αντιμετωπίζει σήμερα έριδες και ασύμμετρες κοινωνικές αδικίες. Είναι τα κράτη και οι κυβερνήσεις τους που ενστερνίστηκαν την θεωρία που κηρύττουν ορισμένα γαϊδούρια και όχι μόνο της «τάξης» ή των «ασκήσεων στο σπίτι». Είναι η γερμανική θεωρία του ορθονεοφιλελευθερισμού, που γεννήθηκε στη Σχολή του Φράιμπουργκ ανάμεσα στους δύο πολέμους, που καθορίζει ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες, για να λειτουργούν χωρίς εμπόδια οι αγορές: πρώτα πρέπει να ξανατακτοποιηθει το «εθνικό σπίτι» και μετά θα έρθουν η συνεργασία, η αλληλεγγύη και οι κοινοί κανόνες της κοινωνικής ισότητας. Σε διεθνές επίπεδο, αλλά και στο ευρωπαϊκό υπερεθνικό επίπεδο, φθάνει τέλος πάντων να «συντονίζουμε» τις επιμέρους γραμμές, να προτρέπουμε ο ένας τον άλλον. Η αιτία: η εμπειρία του ολοκληρωτισμού που συνδέεται με τις υπερβολικές παρεμβάσεις του κράτους (αξέχαστη έμμεινε η κατηγορία που διατύπωσε ο ορθονεοφιλελεύθερος Βίλχελμ Ρούπκε τη δεκαετία του '50 εναντίον του εμπνευστή του κοινωνικού κράτους: «Αυτό που εσείς οι Εγγλέζοι ετοιμάζετε, με το Σχέδιο Μπέβεριντζ, είναι μια μορφή ναζισμού». Άλλο τόσο αντιφιλελεύθερο κρίθηκε και το New Deal του Ρούζβελτ).
Η αυταπάτη του ορθονεοφιλελευθερισμού, που είναι διάχυτη στην ηγεσία των κρατών, υποστηρίζει ότι εάν ο καθένας άφηνε στις αγορές να κάνουν ό,τι θέλουν, βάζοντας χαλινάρι στη δημοκρατία και τους πολύ αντιπροσωπευτικούς εκλογικούς νόμους, η τάξη θα βασίλευε στο τέλος στον κόσμο. Η κρίση απέδειξε ότι μόνο αντιστρέφοντας τις προτεραιότητες είναι δυνατή μια λύση. Επείγει να ξεκινήσουμε εκ νέου από την αλληλεγγύη, θέτοντας από κοινού τους πόρους μας, γιατί μετά το κάθε κράτος θα έχει περισσότερες δυνάμεις για να διορθώσει τους λογαριασμούς του, καθώς θα υποστηρίζεται από ομοσπονδιακούς θεσμούς και προϋπολογισμούς.
Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ επέλυσαν το πρόβλημα του χρέους τους μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας τους: θέτοντας από κοινού τα χρέη και περνώντας από τη Συνομοσπονδία στην Ομοσπονδία, υιοθετώντας ένα Σύνταγμα. Ακριβώς το αντίθετο γίνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα κράτη αποφάσισαν το Φεβρουάριο του 2013 να παγώσουν τον κοινό προϋπολογισμό και να εμποδίσουν την αύξηση των πόρων που θα επέτρεπε κοινοτικά σχέδια για την ανάκαμψη και κυρίως τη μετατροπή της παλιάς βιομηχανοποίησης σε πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη. Μια απόφαση που το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να επικυρώσει, έναν μήνα αργότερα. Αλλά στο τέλος η απόφαση έγινε δεκτή, παρόλο που μετέφεραν τη συζήτηση για το 2016.
Τα κράτη εφηύραν την τρόικα, τον οργανισμό που συμπεριλαμβάνει την ΕΚΤ, την Επιτροπή και δεν ξέρουμε για ποιο κόμπλεξ κατωτερότητας, το ΔΝΤ, που σήμερα ελέγχει τέσσερις χώρες (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρο). Μια τρόικα που η μόνη πυξίδα της είναι «η τάξη στο σπίτι». Τα κράτη συμφώνησαν τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού fiscal compact, που ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων η Ιταλία του Μόντι, έβαλαν στα Συντάγματά τους χωρίς να ζητήσουν την γνώμη του κόσμου και χωρίς να τους το επιβάλει κανείς.
Αυτό σημαίνει ότι ζούμε στο ψέμα: της Ευρώπης που υπάρχει και αυτής που πρέπει να επανιδρύσουμε. Αυτοί που έχουν στα χέρια τους στην πραγματικότητα τις επιλογές είναι οι αγορές: όχι η ευρωκρατία που χρησιμοποιείται σαν άλλοθι και ούτε τα ψευτοκυρίαρχα κράτη. Το εξήγησε καλά ο Λουτσιάνο Γκαλίνο στη «Ρεπούμπλικα» στις 15 Μαρτίου: δεν υπάρχει καμία έκτακτη κατάσταση ανάγκης που να επιτρέπει μια τόσο ολοκληρωτική αδιαφορία στα δεινά που επιβάλλουν στους πολίτες, πρωτίστως στην Ελλάδα, αλλά και την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Όσον αφορά τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού fiscal compact, σύμφωνα με τον Γκαλίνο, θα πρέπει να διαγράψουμε από το Σύνταγμά τους κανόνες εφαρμογής του, όπως πρότεινε ο Ροντοντά: «Η Ιταλία δεν είναι σε θέση να βρει για περικοπές 50 δισ. ευρώ το έτος για την επόμενη 20ετία. Θα συμβεί αυτό που συνέβη αλλού: περικοπές στην υγεία, παιδιά να πεινούν, φτώχεια» (συνέντευξη στο «Μανιφέστο» στις 13.3.2014).
Εδώ και χρόνια, η Ρώμη προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του Παρισιού, και ίσως εδώ να βρίσκεται η μεγαλύτερη εξαπάτηση. Οι γαλλικές κυβερνήσεις, της Δεξιάς ή της Αριστεράς, έχουν μια ειδική ευθύνη: από τότε που έπεσε το Τείχος απάντησαν συστηματικά «όχι», στο όνομα του κυρίαρχου ντεγκωλικού μύθου, στην πολιτική και στρατιωτική ενότητα που ζήτησε με επιμονή ο Κολ για να καλυφθεί το ευρώ. Καταγγέλλουμε τα γερμανικά λάθη, αλλά η ανόητη γαλλική ακινησία είναι ακόμη πιο καταστροφική.
Η Ευρώπη, ας μην το ξεχνάμε, έγινε χάρις στους Γάλλους Ζαν Μονέ και Ρόμπερτ Σούμαν. Αυτό που δημιουργήθηκε το χρωστάμε στο Παρίσι. Και αυτό που δεν έγινε και αυτό που δεν γίνεται. Αρχίζοντας από τη στρατιωτική ενότητα, που θα επέτρεπε στην Ευρώπη μια τεράστια εξοικονόμηση: περίπου το 40% [των στρατιωτικών δαπανών]. Μαζί θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε εάν έχει έννοια να προμηθευτούμε τα F-35 και τι είδους ευρωπαϊκή ειρήνη θέλουμε, αυτόνομη από την αμερικανική.
Επείγει σήμερα να ξεφύγουμε από τα ψέματα. Οι πολίτες, ζαλισμένοι, δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι οι κυβερνήσεις, με τις ανακρίβειές τους, είναι περισσότερο φαύλες από τους ευρωκράτες. Ότι η Γαλλία αποτελεί ένα εμπόδιο όχι λιγότερο μεγάλο από το Βερολίνο, παρ' όλο που κυβερνάται από τους σοσιαλιστές (ο Σαρκοζί τουλάχιστον προσπάθησε, ο Ολάντ παραμένει άφωνος). Ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη από ένα πραγματικό Σύνταγμα, που να αρχίζει όπως αυτό των ΗΠΑ με τις λέξεις: «Εμείς, ο λαός…»: όχι με τον κατάλογο των κυβερνήσεων που το υπογράφουν. Αλλιώς δεν θα έχουμε την κυριαρχία των πιο ισχυρών Κρατών. Θα έχουμε αυτό που ο Γκαλίνο ονομάζει το Σύνταγμα του Νταβός: ένα άγραφο σύνταγμα, του οποίου οι κυβερνήσεις, θύματα ενός συνδρόμου «φλερταρίσματος του κεφαλαίου», θα επιτρέπουν οικονομικές στρατηγικές που θα επικεντρώνονται στις περικοπές του κοινωνικού κράτος και στις τραπεζικές διασώσεις με τα χρήματα των φορολογούμενων.

*Δημοσιεύτηκε στη «Ρεπούμπλικα» στις 19 Μαρτίου 2014
Μετάφραση - απόδοση: Αργύρης Παναγόπουλος