Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Ο Μυστικός Δείπνος και η Σταύρωση του '45...

«Είχα ενταχθεί στην ΕΠΟΝ από έφηβη, μοναχή μου, δίχως παρότρυνση, στην Κατοχή. Το θεωρούσα σπουδαία δουλειά αυτό που κάναμε. Να μαθαίνουμε γράμματα στους μικρότερους, να τους προστρέχουμε, να μεταφέρουμε προκηρύξεις, να βοηθάμε στο κρύψιμο κάθε κυνηγημένου.
Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του '44 και έπειτα εκείνη η μεγάλη φυγή των συντρόφων προς την ύπαιθρο, αναζητώντας καταφύγιο, σωτηρία απ' τα αντίποινα, καθόρισαν όλη τη μετέπειτα ζωή μου.
»Η οικογένειά μου διαλύθηκε κυριολεκτικά. Το σπίτι μας το λεηλάτησαν και το κατέστρεψαν. Στη γειτονιά δεν μπορούσαμε να επιστρέψουμε, όλο και κάποιο μάτι θα μας έπαιρνε είδηση και κινδυνεύαμε από το τουφέκι.
Εμένα με είχαν πιάσει και με είχαν καταχωνιάσει σ' ένα υπόγειο μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, που 'χε πρόσκαιρα μετατραπεί σε μπουντρούμι. Ο μικρός μου αδελφός χαμένος κι αυτός, ο μεγάλος είχε πάρει τα βουνά με τον ΕΛΑΣ, άγνωστο για πού. Οι γονείς μου γύριζαν αλαφιασμένοι, ρωτούσαν δεξιά κι αριστερά μην είδε κανείς τα παιδιά τους.
Ηαδελφή του πατέρα μου είχε ένα σπίτι στο Μουσείο. Πήγε ο πατέρας μου ίσαμε κει μην τυχόν και είχα ξεμείνει λόγω της κατάστασης και με φιλοξενούσε. Αντί για μένα βρήκε ένα τραπέζι στρωμένο και ολόγυρά του μία παράξενη συντροφιά. Στην κεφαλή η θεία μου, οικοδέσποινα και μαγείρισσα, δεξιά της καθόταν ένας Βρετανός στρατιωτικός κι απ' τα αριστερά ένας Ελληνας αξιωματικός με τη γυναίκα του. Τον πατέρα μου τον έπιασε σύγκρυο. Ο Βρετανός γρήγορα αποδείχθηκε πως δεν ήταν άλλος από τον ξάδερφό του, που με την καταστροφή στη Σμύρνη το '22 είχε μπαρκάρει για Αγγλία. Σταδιοδρόμησε στο βρετανικό στρατό και τώρα τον είχαν στείλει στην Ελλάδα να πολεμήσει τους "κομμουνιστές". Αυτός όμως περνούσε τον καιρό του προσπαθώντας να εντοπίσει τους συγγενείς του στην Αθήνα. Ο Ελληνας αξιωματικός βρισκόταν στο σπίτι ετσιθελικά. Είχε με την απειλή περιστρόφου επιτάξει μία κάμαρη. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης μάχης που εκτυλίχθηκε στο Πολυτεχνείο, πυροβολούσε τα παιδιά του λόχου "Μπάιρον", που βρίσκονταν μέσα υπό την αρχηγία του νεαρού τότε Φαράκου, από το παράθυρο ή το μπαλκονάκι.
Ηείδηση ότι ήμουν κρατούμενη και αντιμετώπιζα το ενδεχόμενο της εκτέλεσης, έφτασε αργά το βράδυ, όταν οι συνδαιτυμόνες είχαν πια φάει και έπιναν το καφεδάκι τους στο καθιστικό. Αγριεμένη η θεία μου έβαλε τις φωνές: "Αν πάθει κάτι το κορίτσι, θα πέσω στο κενό. Μα προηγουμένως θα 'χω στείλει γράμμα στους ανωτέρους σου ότι διατηρούσα σχέση μαζί σου και σχεδίαζες να με δολοφονήσεις. Θα σε κάψω...". Ο αξιωματικός σάστισε. "Θα κάνω ό,τι μπορώ, σας δίνω το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής" είπε. Μα δεν τον κράτησε. Ιούδας.
»Εν τέλει το στρατοδικείο αποφάσισε να με καταδικάσει σε φυλάκιση λόγω που ήμουν μικρή και να επανεξετάσει την ποινή μου με την ενηλικίωσή μου. Τα άλλα δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, 22 χρόνων, που δικάζονταν μαζί μου τα έστειλαν στο απόσπασμα. Θυμάμαι το πρωινό που τα πήραν. Σκαρφάλωσα στο φεγγίτη του κρατητηρίου και τα κοιτούσα κλαμένη. "Θα 'ρθω να σας βρω σύντομα" ξεστόμισα. "Οχι" απάντησαν με σθένος. "Ζήσε και για μας"».
Στην Π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων