Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Ο Τσέχοφ στη Νιγρίτα...

της Μαριαννας Τζιαντζη...
Μιλώντας για τους χιλιάδες κατάδικους, εξόριστους στο ρωσικό νησί Σαχαλίνη, στην Άπω Ανατολή, ο Τσέχοφ γράφει: «Τους οδηγήσαμε εκεί αλυσοδεμένους, τους διαφθείραμε [...] βοηθήσαμε να πληθύνουν οι εγκληματίες και όλα αυτά τα κακουργήματα τ’ αποδίδαμε στους δεσμοφύλακες με τις κόκκινες μύτες. Μα [...] δε φταίνε οι δεσμοφύλακες, φταίμε όλοι μας, κι όμως μια δεκάρα δε δίνουμε [...] Και η πολυθρύλητη δεκαετία του ’60 τίποτα δεν έκανε για τους αρρώστους και τους φυλακισμένους, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την πιο σπουδαία υποθήκη του χριστιανικού πολιτισμού. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι για τους ασθενείς κάτι γίνεται, αλλά για τους φυλακισμένους τίποτα απολύτως» (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Περισσότερη ελευθερία: Ο Τσέχωφ, σελ. 159).
 
Το 1890 ο 30χρονος Τσέχοφ, πολλά υποσχόμενος συγγραφέας, εγκαταλείπει τη ρωσική πρωτεύουσα και, με την ιδιότητα του γιατρού, ταξιδεύει στην καρδιά του σκότους, σε ένα νησί-τόπο εξορίας. Επίσημος στόχος, η απογραφή των ασθενειών και η σύνταξη μιας επιστημονικής διατριβής. Αληθινός στόχος, «να φύγει, να ξεφύγει απ’ όλα αυτά», δηλαδή την κανονική, τακτοποιημένη ζωή. Δεν πήγε εκεί σαν καλός Σαμαρείτης για να βοηθήσει ή για να καταγγείλει την κτηνωδία του τσαρισμού. Πήγε για ν’ αλλάξει ο ίδιος. Και μετά την επιστροφή του στη Μόσχα, γράφει σε ένα φίλο του: «Τι λαπάς θα ήμουνα αν έμενα στο σπίτι».
      Στην Ελλάδα του 2014 έχουμε πολλές μικρές Σαχαλίνες. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι «για τους ασθενείς κάτι γίνεται»: τα δημόσια νοσοκομεία μας «σαχαλινοποιούνται». Όσο για τα βασανιστήρια, για το συλλογικό έγκλημα της Νιγρίτας, δεν φταίνε μόνο οι αγριεμένοι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, αλλά φταίμε όλοι μας και κυρίως αυτοί που κυβερνούν, αυτοί που τους στηρίζουν, εμείς που δεν μπορούμε να τους ανατρέψουμε.
      Μετά τη Σαχαλίνη ο Τσέχοφ δεν έγραψε διηγήματα για κατάδικους (μόνο ένα). Όμως αυτό το κολασμένο νησί τον σφράγισε, άλλαξε το βλέμμα με το οποίο έβλεπε τους ανθρώπους και τον κόσμο.
      Κι εμείς παραμένουμε λαπάδες, καθώς ανεχόμαστε το Κακό ή μάλλον καθώς έχουμε αναθέσει την καταπολέμησή του σε λίγους ευαίσθητους ακτιβιστές, σε λίγους θαρραλέους επιστήμονες, σε λίγους σπλαχνικούς γραφιάδες και κοιτάζουμε μόνο «τους δεσμοφύλακες με την κόκκινη μύτη».
 
(ΠΡΙΝ, “Το τέλος της αγοράς”, 13.4.2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων