Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

«Ο πιο κομπλεξικός λαός στον κόσμο»...

του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Προφανώς και δεν «είμαστε ο πιο κομπλεξικός λαός στον κόσμο». Για τον απλούστατο λόγο ότι τέτοια ανάποδα καλλιστεία ούτε έχουν γίνει ποτέ, ώστε να μας δοθούν τα πρωτεία, ούτε είναι εφικτό να γίνουν. Και, εννοείται, όχι επειδή λείπει η τεχνογνωσία, αλλά επειδή η ανθρωπογνωσία δεν έχει καμία σχέση με τέτοιους αφελείς διαγωνισμούς. Αλλο τώρα αν εμείς συνηθίσαμε -βασισμένοι σε μια ψευδαισθησιογόνο «πατριδογνωσία»- να πιστεύουμε πως αριστεύουμε σε όλα, αφήνοντας πολλούς παρασάγγες πίσω μας τους υπόλοιπους λαούς.


Ο εθνικός μας σκόρερ Αγγελος Χαριστέας, στο τιτίβισμά του λίγο μετά την ήττα της Εθνικής μας από την Κολομβία, εύλογα ενοχλημένος από τη σωρεία των ειρωνικών σχολίων, απέδωσε την πρωτιά της κομπλεξικότητας στον ελληνικό λαό. Πάρα πολύ γρήγορα όμως, και μάλλον απελπισμένος από τον εναντίον του επικοινωνιακό βομβαρδισμό, υποχρεώθηκε να παλινωδήσει και, με δεύτερο τουίτ, να πει ότι απέσυρε το αρχικό γιατί ουδείς κατάλαβε τι εννοούσε έτσι όπως το είχε γράψει. Αλλά συνήθως η μισή αλήθεια είναι ένα μισαδάκι που δεν είναι καθόλου αληθινό. Αν ο ποδοσφαιριστής της Εθνικής του 2004 ήθελε να φανεί ωφέλιμος, ίσως περισσότερο κι απ’ ό,τι με το νικηφόρο γκολ του στον τελικό του Γιούρο στην Πορτογαλία, θα έπρεπε να επιμείνει. Οχι στην αρχική του διάγνωση περί πρωταθλήτριας χώρας στο κόμπλεξ, αλλά στην υποκείμενη άποψή του ότι ναι, δεν είμαστε λαός άμωμος, ανεπίληπτος, ιδανικός. Οτι τα προβληματάκια μας τα έχουμε. Και ότι, τελικά, το ζήτημα δεν είναι αν έχουμε κόμπλεξ ανωτερότητας ή κόμπλεξ κατωτερότητας, αλλά ότι αυτά τα δύο συνυπάρχουν, κι όχι για να αλληλοεξουδετερωθούν αλλά για να αλληλοτροφοδοτηθούν· ότι, συνήθως, συναισθηματικά μετακινούμαστε ταχύτατα από το ύψος στο βάθος και τούμπαλιν· πως ό,τι μας συναρπάζει τη μια στιγμή και το αποθεώνουμε, αμέσως έπειτα το περιγελούμε με σχεδόν μαζοχιστική αγριότητα· πως υψώνουμε αγάλματα μόνο και μόνο για να έχουμε τη μάλλον φτηνή χαρά να τα γκρεμίσουμε όταν τα βαρεθούμε ή πάψουν να μας κάνουν τη δουλειά για την οποία τα προορίσαμε. Ενα παράδειγμα και ο Χαριστέας: Οποτε σκόραρε ήταν Αγγελος, οιονεί θεϊκός απεσταλμένος. Και όποτε -σαν άνθρωπος κι αυτός- έχανε κάποια ευκαιρία, ήταν άμπαλος· ο πιο άμπαλος απ’ όλους τους άμπαλους.


Αν ψάχνουμε να εντοπίσουμε καλά και σώνει εθνικά γνωρίσματα, ιδού ένα: Αυτολατρευόμαστε και σχεδόν ταυτόχρονα αυτοχλευαζόμαστε. Πάντοτε -και για οτιδήποτε- επιλέγουμε τον υπερθετικό. Γράφουμε τους ύμνους μας για την ιστορία μας, τη γλώσσα μας κ.λπ., κι ύστερα πιάνουμε τα μοιρολόγια. Λέμε πως η πάστα μας είναι τέτοια που μας επιβάλλει να πολεμάμε κατά της μοίρας και συγχρόνως μεμψιμοιρούμε ατέλειωτα. Ισως επειδή ποτέ δεν κοπιάζουμε στ’ αλήθεια ώστε να μάθουμε τι ακριβώς είμαστε και ποιες οι απαιτήσεις μας από τον εαυτό μας και τους άλλους. Μας βόλεψαν τα υπνωτιστικά σχήματα της κληρονομιάς, της συνέχειας, του περιούσιου λαού και τα παρεμφερή. Αρπαζόμαστε από αυτά χωρίς να συνειδητοποιούμε πως είναι φασματικά. Και πως είναι αυτοκαταστροφικό να τα χρησιμοποιούμε σαν μοναδικό στήριγμά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων