Τρεις εβδομάδες είναι αρκετές για να χωνευτούν και να αφομοιωθούν τα όποια συναισθήματα χαράς, συγκρατημένης ικανοποίησης, απαισιοδοξίας ή πλήρους απογοήτευσης γέννησαν τα εκλογικά αποτελέσματα. Γιατί, προφανώς, τα ίδια τα αποτελέσματα δεν γέννησαν τα ίδια συναισθήματα σε όλους, ακόμη κι αν περιοριστούμε στον κόσμο της Αριστεράς. Αλλά μετά τα συναισθήματα έρχεται η ώρα της περισυλλογής.

Τη συμβολική σημασία της εκλογικής πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να την προσπερνάει κανείς όσο «συριζοσκεπτικιστής» κι αν είναι. Ούτε αυτοί για τους οποίους η «ενσωμάτωσή του στο σύστημα» ή η «στροφή του στο κέντρο» είναι τελειωμένες υποθέσεις. Ακόμη κι αν ίσχυαν οι δύο αφορισμοί, και μόνο το γεγονός ότι το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος αυτοκατατάσσεται πλέον με σχετική σταθερότητα στην Αριστερά είναι μια αλλαγή, υπό προϋποθέσεις, ιστορική.
Φυσικά, δεν είναι αρκετή για να μιλήσει κανείς για νέο συσχετισμό δυνάμεων, σύμφωνα με το μότο που ακούγεται συχνά εδώ και τρεις εβδομάδες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, βεβαίως, κάθε λόγο να προβάλλει τον εκλογικό συσχετισμό που καταγράφηκε στις 25/5, να τον αντιμετωπίζει σαν μη αναστρέψιμη κατάσταση, τουλάχιστον όσον αφορά την ήττα της συγκυβέρνησης, η οποία δεν νομιμοποιείται πλέον να δεσμεύει με καίριες αποφάσεις μια νέα κυβέρνηση, η οποία μπορεί να προκύψει ανά πάσα στιγμή μέχρι τα μέσα του 2015. Αλλά, αυτό είναι κάτι διαφορετικό από το να μιλά κανείς για «νέο συσχετισμό δυνάμεων».
Ας προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων που επικρατεί σήμερα, κοινωνικά και πολιτικά. Τα αδρά χαρακτηριστικά του, προσωπικά τουλάχιστον, τα αντιλαμβάνομαι ως εξής:
Πρώτον, το εγχώριο καθεστώς, με ό,τι περιλαμβάνει η έννοια (βαθύ κράτος, επιχειρηματική ελίτ, οργανικοί διανοούμενοι, μιντιακό σύστημα, τεχνοκράτες της αγοράς), εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη συσπείρωση και συνοχή από την αρχή της κρίσης. Συμπεριφέρεται με αξιοσημείωτη ομοιογένεια και ταξική αυτοπεποίθηση και υποστηρίζει με φανατισμό όλες τις στρατηγικές επιλογές των δανειστών και της τρόικας. Ακόμη κι όταν κάποιες απ' αυτές προκαλούν θύματα εντός του ίδιου του καθεστώτος.

Δεύτερον, μια ιδιότυπη αντανάκλαση της αταραξίας τού καθεστώτος είναι η συμπεριφορά του μιντιακού λόμπι. Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν κλόνισε την επιμονή του να ζει στην εικονική πραγματικότητα της επελαύνουσας «ανάπτυξης», να βλέπει «ηχηρά όχι» της κυβέρνησης σε νέα μέτρα και να αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ με το γνωστό μείγμα εχθρότητας και πατερναλιστικής εξώθησης προς το «κέντρο».
Τρίτον, τα αφεντικά του εγχώριου καθεστώτος, οι δανειστές και οι εκπρόσωποί τους, αντιδρούν σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα μετά τις 25 Μαΐου. Δεν φαίνεται να αισθάνονται κάποια απειλή από τον «νέο συσχετισμό δυνάμεων». Είτε γιατί πιστεύουν ότι αποτελεί συγκυριακή καταγραφή, είτε γιατί θεωρούν ότι, ακόμη κι αν η εκλεκτή τους συγκυβέρνηση καταρρεύσει στην επόμενη εκλογική δοκιμασία, έχουν πολλά όπλα ώστε να χειραγωγήσουν σε οδυνηρούς συμβιβασμούς ακόμη και μια αριστερή κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούν πια την Ελλάδα παρωνυχίδα μπροστά στα μέτωπα που έχουν ανοίξει με τη Γαλλία ή τη Βρετανία. Ακόμη και το ΔΝΤ, αν και καθησυχασμένο από το πολυαναμενόμενο «μπαζούκα» του Ντράγκι, κάθε άλλο παρά χαλαρώνει την πίεσή του για νέα μέτρα, ενώ αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ομπάμα χειροκροτούν ως «μοντέλο εκσυγχρονισμού» το ακραίο πείραμα που πραγματοποιείται στη χώρα μας.
Τέταρτο, στον αντίποδα βρίσκεται, βεβαίως, ένας νέος εκλογικός συσχετισμός, με σαφή αριστερή υπεροχή, αλλά και με έναν πλειοψηφικό χυλό διεσπαρμένο σε πολιτικά και ιδεολογικά ανερμάτιστες επιλογές. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ενισχύσει τη δυναμική της επιρροής του, τίθεται όμως το ερώτημα ποιο ακριβώς είναι το κοινωνικό της έρεισμα. Το αποτέλεσμα προέκυψε σε συνθήκες χαρακτηριστικής κοινωνικής ακινησίας, ηττοπάθειας και αδυναμίας να ορθωθούν σοβαρά μέτωπα αντίστασης, πέρα από τις εμβληματικές εστίες της ΕΡΤ, των καθαριστριών του ΥΠΟΙΚ ή των κατοίκων της Χαλκιδικής. Ο κόσμος της δουλειάς, οι άνεργοι, οι νέοι, οι κατεστραμμένοι μικρομεσαίοι πλήττονται όχι μόνο από τα μέτρα, αλλά κυρίως από την τρομακτική έλλειψη αυτοπεποίθησης ότι έχουν τη δύναμη να αποτρέψουν τον κυβερνητικό ολετήρα.
Μια πραγματική αλλαγή στον συσχετισμό δυνάμεων προϋποθέτει ν' αλλάξει αυτή η θλιβερή σταθερά της τελευταίας διετίας. Να ξαναβγεί στο προσκήνιο η κοινωνία, τουλάχιστον με την ένταση και τις διαστάσεις της πρώτης διετίας της κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει καρπωθεί το πολιτικό «πλεόνασμα» της διετίας του «μεγάλου θυμού», οφείλει τώρα να επιστρέψει το δικό του «μέρισμα» στην κοινωνία. Ενθαρρύνοντας εστίες αντίστασης, εμπνέοντας μια νέα αφύπνιση των θυμάτων του Μνημονίου, ένα ξαναγέμισμα των πλατειών και των λεωφόρων. Μια κοινωνία ηττοπαθής και αδρανής, και τις πιο ριζοσπαστικές εκλογικές επιλογές να κάνει, λειτουργεί σαν δύναμη συντήρησης. Και, τελικά, είναι ο καλύτερος σύμμαχος του ατάραχου καθεστώτος.