Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Κυβερνήσεις που τους αρέσει να καίγονται

Red NoteBook ...
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Παραμονές επετείου Πολυτεχνείου, πριν από καμιά δεκαετία περίπου, ο Δημήτρης Παπαχρήστος δημοσίευε στο περιοδικό «Μετρό» ένα διήγημά του με τίτλο «Τα σπίρτα που τους αρέσει να καίγονται», αφηγούμενος την εξέγερση του Νοέμβρη σαν παραμύθι. Θυμήθηκα το διήγημα με αφορμή ένα πρόσφατο σημείωμα του Γιάννη Βούλγαρη στα Νέα («Ένα σκαλί πριν από το βάραθρο», 5.11.2011). Εκεί, ο (και) μελετητής του Γκράμσι διεκτραγωδεί την «εμφάνιση μαχητικών πόλων κόκκινου και μαύρου φασισμού», και εκτιμά ότι η προσπάθεια υπέρβασης αποκλίσεων και ανομιών του είδους «θα εκδιπλωθεί σε βάθος δεκαετίας»· «στη διάρκειά της», καταλήγει ο ίδιος με σιδηρά βεβαιότητα, «θα ‘καούν’ διάφορες κυβερνήσεις».

Προσπερνάω τον δημοσιογραφικό αντιολοληρωτισμό του Βούλγαρη – όσο κι αν είναι λυπηρό να διαβάζεις έναν πολιτικό επιστήμονα μεταμφιεσμένο σε κόλουμνιστ του protagon· τον προσπερνάω, όσο κι αν, στο φόντο της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ, ακούγεται μάλλον προκλητικός. Πιο ενδιαφέρουσα μου φαίνεται η αξίωση να δεχτούμε ότι, για τα επόμενα (τουλάχιστον) δέκα χρόνια, οι κυβερνήσεις της χώρας θα είναι αναλώσιμα σχήματα – κυβερνήσεις που θα τους αρέσει να καίγονται, αρχής γενομένης από την κυβέρνηση Παπαδήμου.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Βούλγαρης διατυπώνει ως κοινό τόπο έναν ισχυρισμό που σηκώνει τόσο νερό. Πέρσι, ας πούμε, με αφορμή τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Αριστεράς, προειδοποιούσε ότι «όποιο κόμμα και αν εμφανιστεί στο πολιτικό σκηνικό, θα πρέπει [να] ενστερνίζεται τις συνθήκες έκτακτης εθνικής ανάγκης, [να] είναι ταυτόχρονα ένα παράδοξο είδος ‘μη κόμματος’ [και να] αποδεχθεί την ενδεχόμενη προσωρινότητά του» («Σηματοδότης του κενού στα αριστερά», 12.6.2010).

Αλλά από πού κι ως πού είναι αυτονόητο ότι, από τώρα και για τα επόμενα δέκα χρόνια, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα της χώρας θα είναι α λα καρτ;

Αν τα πάρουμε αυτά τοις μετρητοίς, στην πραγματικότητα δεχόμαστε ότι κανένα κόμμα και καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να εκφράζει κάποια εκδοχή λαϊκής κυριαρχίας – με καλύτερη διατύπωση: ότι κανένα κόμμα δεν θα μπορεί να «μεταφράζει» σε κρατική πολιτική κοινωνικά αιτήματα, συμφέροντα και συμμαχίες, στο όνομα ενός προγράμματος για τον «τόπο» και το «κοινό καλό» που να διαθέτει κοινωνική νομιμοποίηση. Παραδόξως, όμως, η έκλειψη αυτής ακριβώς της δυνατότητας –να «μεταφράζεται» δηλαδή το μερικό συμφέρον σε κοινό–, αποτελεί κατά τον Βούλγαρη συνθήκη αναγκαία για την ανάταξη της Ελλάδας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα αν σκεφτεί κανείς ότι τούτη την αδυναμία των κομμάτων δεν θα μπορούν να την υπερβούν ούτε κυβερνήσεις εθνικής συνεργασίας, αφού κι αυτές θα είναι «μιας χρήσης». Σε απλά ελληνικά, η σωτηρία της Ελλάδας-ως-έθνους προϋποθέτει την εξουδετέρωση της Ελλάδας-ως-κοινωνίας και, εν τω μεταξύ, οδηγεί νομοτελειακά σε κυβερνήσεις-μαριονέτες που θα λογίζονται ως καμένα χαρτιά πριν καν σχηματιστούν. Αλλά τότε τι νόημα θα έχει η προσφυγή στις κάλπες, αν το αποτέλεσμα θα είναι προδιαγεγραμμένο - οι αυτοκτονικές κυβερνήσεις;

Επιπλέον, τι θα καταξιώνει τις κυβερνήσεις αυτές, πέρα από τη συνείδηση της εθνικής έκτακτης ανάγκης; Αν προσφύγουμε στην αυταρχική πολιτική θεωρία, ως είθισται τελευταία, η δυνατότητά τους και μόνο να επιβάλλουν μονομερώς τις σωτήριες αποφάσεις, στο όνομα πάντοτε της ανάγκης αυτής. Μιας ανάγκης «εθνικής» (για τον Βούλγαρη δεν υπάρχουν πια Αριστερά και Δεξιά, άρα λογικά ούτε και κοινωνικές τάξεις), το περιεχόμενο της οποίας εντούτοις θα ερμνηνεύουν αποκλειστικά οι ίδιες οι κυβερνήσεις (ίσως και οι διανοούμενοι που τις υποστηρίζουν), ελλείψει κομμάτων, που ουσιαστικά θα έχουν αυτοκαταργηθεί. Μιας ανάγκης έκτακτης μεν, που όμως θα διαρκέσει τουλάχιστον δέκα χρόνια.

***

Σύμφωνα με μια ορισμένη ανανεωτική αριστερά (έστω κι αν η ίδια αποφεύγει πια να χαρακτηρίζεται έτσι), το βασικό πρόβλημα του τόπου επί δεκαετίες, όσα δηλαδή «μας έφεραν μέχρις εδώ», ήταν οι μονοκομματικές κυβερνήσεις. Σήμερα βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση την κυβέρνηση να μη μονοπωλεί ένα και μόνο κόμμα – ούτε καν δύο. Σήμερα, που οι εχθροί του Πολυτεχνείου βρήκαν θέση στο υπουργικό συμβούλιο, άνθρωποι ταυτισμένοι ιστορικά μ’ αυτή την αριστερά μιλούν τη γλώσσα ενός νέου, τεχνοκρατικού εθνικισμού, για τον οποίο οι ταξικές αντιθέσεις καταργήθηκαν, προς δόξαν του σταλινικού Συντάγματος του ‘36. Την ίδια στιγμή, και χάριν της Ελλάδας-ως-έθνος, οι ίδιοι άνθρωποι υποστήριξαν, διαδοχικά, μια κοινωνία των αρίστων (στηρίζοντας και τα τρία μνημόνια), ένα πανεπιστήμιο των αρίστων (προπαγανδίζοντας το νόμο Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη) και, τι πιο φυσικό, κυβερνήσεις των αρίστων, που ως διά μαγείας αίρονται υπεράνω παλαιοδημοκρατικών αγκυλώσεων –εξ ου και είναι αναλώσιμες: οι τάξεις δεν καταργούνται με απόφαση.

Τι σχέση μπορεί να έχει, τώρα, η δημοκρατία που διεκδίκησε το Πολυτεχνείο με τη δημοκρατία των Αρίστων, που καλοβλέπουν και πρώην αριστεροί, ένας θεός το ξέρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων