Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Xαιρετίσματα από τον Γουσταύο Λε Μπον...


Άνεργοι και άστεγοι στην ουρά για το δημοτικό συσσίτιο, Νέα Υόρκη 1932 (Imperial War Museum, Λονδίνο)

 ΕΝΘΕΜΑΤΑ...
 του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου
Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2000, μια δεκαετία σχεδόν μετά την κατάρρευση του υπαρκτού-ανυπάρκτου σοσιαλισμού, και που έγινε περισσότερο γνωστό για τον τίτλο του παρά για το περιεχόμενό του, υπήρχε μια πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη που αφορούσε εκείνη τη συγκυρία. Στο Οι Mπόμποι στον Παράδεισο (Bobos in Paradise), o συγγραφέας του Νταίηβιντ Μπρουκς (David Brooks), δημοσιογράφος στους New York Times, ισχυριζόμενος ότι εκφράζει την οπτική και τα συναισθήματα των ανώτερων τάξεων, διαβεβαίωνε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της νεωτερικότητας οι τάξεις αυτές αισθάνονται τόση ασφάλεια. Για πρώτη φορά, έγραφε χαρακτηριστικά, δεν φτάνουν στ’ αυτιά μας οι θόρυβοι από το αγριεμένο πλήθος που στήνει τις γκιλοτίνες έξω από τις πόρτες μας. Αναρωτιέται κανείς αν αυτό το αίσθημα ασφάλειας συνεχίζει να διακατέχει τους κρατούντες ή μήπως σκιρτήματα φόβου αρχίζουν να τους καταλαμβάνουν. Αν κανείς προσέξει τον ιδιαίτερα βίαιο τρόπο με τον οποίο γραφιάδες σαν τον Μπρουκς, γραφιάδες δηλαδή που έταξαν εαυτόν στην «ευγενή» υπηρεσία της προάσπισης των βλέψεων των ελίτ, στρέφονται κατά των μαζών και της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να θέσει αυτό το ερώτημα. Τα παραδείγματα είναι αρκετά, αλλά θα στρέψω την προσοχή μου σε ένα από αυτά, γιατί νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό των αισθημάτων πανικού που αρχίζουν να διατρέχουν τα γραφτά τους, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία στη χώρα μας. Ο συγγραφέας του editorial του τρέχοντος τεύχους του Athens Review of Books (τχ. 27, Μάρτιος 2011) μας συνιστά να μην εμπιστευόμαστε τις κινήσεις των μαζών. Ο λόγος είναι ότι σε αυτές «κυριαρχεί η ανοησία, η απρονοησία, η συναισθηματική εκτόνωση». «Στα μαζικά δρώμενα», γράφει σε ένα άλλο σημείο, «αθροίζεται η ανοησία των συμμετεχόντων και όχι η υπάρχουσα σύνεσή τους». Δεν αρκείται, όμως ο γράφων να κάνει απλώς αυτές τις εκτιμήσεις. Προσπαθεί να τους προσδώσει ένα επιπρόσθετο επιστημονικό κύρος, επικαλούμενος «τα διδάγματα της ψυχολογίας των μαζών». Δεν λαθεύει σε αυτό το τελευταίο. Πράγματι, η «επιστήμη» της ψυχολογίας των μαζών μας κάλεσε πρώτη να δυσπιστήσουμε στα ενεργήματα της μάζας, εφόσον δεν απορρέουν από ορθολογικές στάσεις αλλά από συναισθηματικές συμπεριφορές. Εκείνο όμως που δεν κάνει ο συγγραφέας του συγκεκριμένου πονήματος είναι να μας διαφωτίσει για το ποια είναι η συγκεκριμένη «επιστήμη» που επικαλείται και σε ποια ιδιαίτερη συγκυρία εμφανίσθηκε. Ο μεγάλος ισραηλινός ιστορικός των ιδεών Ζέεβ Στέρνχελ (Zeev Sternhell), ανάμεσα στις πολλές πρωτότυπες ιδέες, διατύπωσε και τούτη εδώ: στις αρχές του 20ού αιώνα η αντίδραση των συντηρητικών στοχαστών στη μεγάλη αξία της νεωτερικότητας που είναι η ισότητα, ενδύθηκε το μανδύα της επιστήμης. Αν, δηλαδή, την επαύριον της γαλλικής Επανάστασης η άρνηση της ισότητας έγινε από τους συντηρητικούς στοχαστές (Θεοκράτες, Μπερκ κ.α.) στο όνομα του θεού και της παράδοσης, στις αρχές του 20ού αιώνα η ίδια άρνηση γίνεται στο όνομα της επιστήμης. Στοχαστές όπως ο Ιταλός Σκιπίο Σίγκελε (Scipio Sighele) ή οι Γάλλοι Γκαμπριέλ Ταρντ (Gabriel Tarde), και κυρίως ο Γουσταύος Λε Μπόν (Gustave Le Bon) προσπαθούν να θεμελιώσουν την «επιστήμη» της ψυχολογίας των μαζών, μια «επιστήμη» που δεν έχει άλλο στόχο από το να πολεμήσει τα εξισωτικά ιδανικά της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Οι διδαχές της είναι απλές, για να μην τις χαρακτηρίσω απλοϊκές. Τα διάφορα άτομα όταν είναι απομονωμένα, είναι ενδεχομένως ικανά για ορθολογικό στοχασμό. Όταν όμως συναποτελούν τη μάζα, που τις περισσότερες φορές οι συγγραφείς αυτοί, και ιδιαίτερα ο Λε Μπον, την αποκαλούν «όχλο», είναι παρορμητικά, οξύθυμα, ανίκανα να σκεφθούν ορθολογικά, ενώ χαρακτηρίζονται από απουσία κριτικού πνεύματος και από υπερβολικά συναισθήματα. Κατά συνέπεια οι πολιτικές ελίτ, καθώς και οι πνευματικές, όπως ο συγγραφέας του editorial, έχουν κάθε λόγο να δυσπιστούν απέναντι τους. Οι ιδέες αυτές διέτρεξαν ολόκληρο τον 20ό αιώνα, κορυφώθηκαν την περίοδο του φασισμού, για να φτάσουν ξεθυμασμένες στο Athens Review of Books. Γεννήθηκαν σε μια συγκυρία φόβου για τις ελίτ απέναντι στις κινητοποιήσεις των μαζών και στον αγώνα τους για ισότητα. Και ανακαλούνται σήμερα που η κρίση που σπαράσσει την ελληνική κοινωνία, φέρνει ξανά με έντονο τρόπο τις μάζες στο προσκήνιο (πλατείες, 28η Οκτωβρίου 2011 κλπ). Παρότι προβάλλονται ως «επιστημονικές», αποτέλεσαν πάντοτε μια μηχανή πολέμου των κυριάρχων τάξεων απέναντι στις κατώτερες και στις διεκδικήσεις τους, ενώ δεν απέβαλαν ποτέ, όπως είναι φυσικό, το βαθύτατα συντηρητικό, αντιδραστικό, και εν τέλει ακροδεξιό τους υπόβαθρο. Σε αυτό το τελευταίο σημείο κατοικοεδρεύει το μεγάλο παράδοξο. Οι άνθρωποι που δεν βρήκαν μία λέξη να πουν για την είσοδο της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση Παπαδήμου, που προσφεύγουν στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της ακροδεξιάς για να ερμηνεύσουν μια ανησυχητική γι’ αυτούς πραγματικότητα, οι ίδιοι άνθρωποι, την ίδια ακριβώς στιγμή, όπως κάνει και το συγκεκριμένο άρθρο, δεν διστάζουν να καταγγείλουν την Αριστερά, ταυτίζοντάς τις πρακτικές, την ιδεολογία και τον λόγο της με την ακροδεξιά. Πρόκειται, βέβαια, για μια πρωτοφανή στρέβλωση στο πεδίο των ιδεών· επειδή όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την ιστορία των ιδεών, αλλά με τους όρους της πολιτικής και της πολιτικής αντιπαράθεσης, η πρακτική αυτή δεν είναι απλώς στρεβλή, είναι και πολλαπλώς επικίνδυνη.
Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων