Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Η υποκριτική του καθαρού παραλόγου

Του Κωστα Κρεμμυδα απο την Εποχη ...

μνήμη Γιάννη Μπανιά

Δεν είναι εμπνευσμένος ο τίτλος από τον Καντ, αλλά από τον Σταύρο Δήμα, που φρόντισε, στοργικός πατέρας κι αυτός, να μεταβιβάσει στο γιο την έδρα ΤΟΥ, λίγο πριν την αύξηση των αντικειμενικών αξιών. Προς μελλοντική διερεύνηση η αξία του νεαρού ακινήτου, που θα κοσμήσει την επόμενη βουλή μαζί με τους λοιπούς γόνους. Δεν ξέρω την εκτίμηση των ψηφοφόρων έναντι των γόνων, αν κρίνω πάντως απ’ τη συνέχειά τους φαίνεται πως η διαδοχή –είτε ως επιλογή είτε ως ποδηγέτηση– ανθεί στην ελληνική σκηνή. (Κι εμείς κάθε Πάσχα στη Σύρο, μολονότι αντιοικολογικό, τιμούμε τους γόνους: απλώς τους προτιμάμε στο τηγάνι, ως πίτα.)
Γελιέται όποιος νομίζει πως το διακύβευμα των επόμενων εκλογών (αν και όταν γίνουν) θα ’ναι η ανατροπή των κατοχικών διαταγμάτων κι η αποτροπή της παρατεταμένης δουλείας. Η πριμοδότηση των γόνων κι η δική μας αγωνία για την επιτυχία τους θα κυριαρχήσει: τι θα κάνουν στην Α’ Αθήνας με τη ΝΔ ο γιος Ψυχάρη κι η κόρη Κεφαλογιάννη, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στρέμματα φυτείες στο Ρέθυμνο για να ’ρθει στο σιδηρόφρακτο Άγνωστο να κάνει δηλώσεις στα κανάλια, εξηγώντας μας την υποβόσκουσα εθνική μας υπερηφάνεια στη θέα του παρελαύνοντος Αποδήμου. Τελικά, δεν έχω καταλήξει αν προτιμώ τους κλασικούς εκτελεστές τύπου Παπαδήμου, να με πυροβολούν ανέκφραστα και κατάστηθα, ή τους χαριτόβρυτους πολιτευτές –με την απαξιωτική σημασία του όρου– να μου εξηγούν τσαχπίνικα όσα πρέπει να λησμονήσω για να τους (ξανα)ψηφίσω, ο μαλάκας. (Προσωπικά μου πάει μόνο το αλέγκρο του Νάσου Αλευρά, μοιάζουμε και στο μαλλί, μολονότι το στυλ του είναι σαφώς πιο κοσμοπολίτικο και περισσότερο αεράτο). Για άλλη μια φορά τις εκλογές δε θα τις κερδίσει ο περήφανος λαός, αλλά οι κυρίαρχοι καναλάρχες που θ’ αποκλείουν, θα επιλέγουν και θα πριμοδοτούν κατά βούληση. (Μόνο τον Μαργαρίτη δεν κατάφεραν να βγάλουν. Κρίμα οι τόσες εμφανίσεις. Ίσως να ’φταιγε που δεν ήταν ξανθός, γιατί στην ανανεωτική αριστερά, και την τηλεόραση, εκτός της Διαμαντοπούλου, μόνο οι ξανθές έχουν πέραση).
Τελικά η ζωή μας δεν είναι άλλο από μια μάταιη προσπάθεια να πείσουμε και να πειστούμε, να αστυνομεύσουμε και ν’ αστυνομευθούμε, να ψηφίσουμε και να ψηφιστούμε, να διαφθείρουμε και να διαφθαρούμε (για το τελευταίο μάς διαβεβαιώνουν καθημερινά οι πολιτικοί μας και οι δημοσιογραφικοί αναλυτές μας). Μέσα από αντινομίες, αντιφάσεις, παροδικές κατακτήσεις, παρατεταμένες ήττες, διαρκή λάθη και προσωρινές επιτυχίες (που δεν ξέρω αν αποξενώνουν, αλλά σίγουρα θέτουν σε δοκιμασία το έρμα και την υπόστασή μας), δεν κάνουμε άλλο από το να διατυπώνουμε ατελέσφορες απόψεις, και στην ουσία να διαχειριζόμαστε λυπητερές αναμνήσεις –ακριβώς γιατί η ανάμνηση προαπαιτεί απώλεια, έστω και χρόνου. Γι’ αυτό επισύρει τη λύπη η επιστροφή στο χθες, που διογκώνεται αναγκαστικά όσο χάνεται κάθε ελπίδα στο αύριο.
 Ελπίζω θα πει ζω τη στιγμή και σκέφτομαι την αιωνιότητα, μου αντιτείνει ο Στεφανίδης επικεντρώνοντας  στο «Σκέφτομαι θα πει αλλάζω», του Μπρεχτ. Κι όμως οι αγωνιώδεις (γιατί το «σκέπτομαι» προϋποθέτει δράση, και η δράση διακινδύνευση/ρίσκο) σκέψεις, και συνακόλουθα πράξεις, του Ίμρε Νάγκι στη Βουδαπέστη του 1956 δεν αποσόβησαν την εισβολή, όπως και η κατάρρευση δεν απέτρεψε την κυριαρχία της πολιτικής μαφίας. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι οι νευρώνες της σκέψης, αλλά η ουσία της.
Πόσο σκεπτόμενοι και πόσο διεφθαρμένοι είμαστε οι δυτικοευρωπαίοι; Ο βαθμός πολιτικής σκέψης δεν αντικατοπτρίζεται στις πολιτικές ηγεσίες; Γιατί τόσο ευρύ το φάσμα της παρακμής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων; Μήπως γιατί επιλέγονται από βαθειά διεφθαρμένους εκλέκτορες; Και πώς νομιμοποιούνται οι αποφάσεις διεφθαρμένων κυβερνητών, που έχουν ψηφιστεί από διεφθαρμένους (ή έστω εξαπατημένους) εκλογείς;
Τι μένει λοιπόν και σε τι θα ελπίσουμε οι απελπισμένοι; Στις ξανθές υπάρξεις, τις φαντεζί γραβάτες, τους γόνους επωνύμων, τις υποσχέσεις των κλαδικών, στο κομματικό καθήκον, το αριστερό φιλότιμο, στην καθαρότητα ιδεολογίας και δέρματος, στις μοιρασιές των εκλογικών περιφερειών, στις σταυροδοσίες, στο επιτελείο του αρχηγού, στις νουθεσίες των Ευρωπαίων, στην επικείμενη ανάσταση, ή στην κοντινότερή μας σταύρωση. Που ούτως ή άλλως αποτέλεσε γεγονός αδιαμφισβήτητο. (Σε αντίθεση με την Ανάσταση, που δεν ήταν παρά απλή διαβεβαίωση αγγέλου προς τις γυναίκες:  «Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε; ουκ έστιν ώδε, ηγέρθη γαρ καθώς είπεν…»).
«Τελικά, κάποτε θα πρέπει να καθιερωθεί ως μεγίστη αξία ή τολμηρή απόφαση ένα ξεκίνημα που ως μοναδικό στόχο δε θα έχει τη φυγή αλλά την άφιξη. Καταφυγή ίσως; Αλλά προς τα πού;», μας έλεγε ο ζωγράφος Απόστολος Γιαγιάννος (που μεταξοτυπίες του θα διατίθενται με τον επόμενο Μανδραγόρα για ενίσχυση του περιοδικού). Συμπληρώνοντας: «Το παρελθόν προσφέρει τετελεσμένα θετικά ή αρνητικά γεγονότα, που όμως ανήκουν σε άλλους χρόνους, εντελώς διαφορετικούς. Ενώ οι τόποι του σήμερα, έστω κι αν είναι ίδιοι με αυτούς του χθες, είναι ριζικά διαφοροποιημένοι, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και οι λέξεις αλλαγή, μεταμόρφωση, μετάλλαξη να μην ανταποκρίνονται καν ως αξιόπιστοι χαρακτηρισμοί. Άρα, ποια καταφυγή μπορεί να αποτελέσει επιδίωξη του σύγχρονου απελπισμένου και αγανακτισμένου ανθρώπου; Ποιος μπορεί να είναι ο ιδανικός τόπος της άφιξης; Και ποια μπορεί να είναι η αφετηρία μας; Όλοι οι ιππείς του μύθου, της ιστορίας ή του ονείρου και του οράματος πορεύονται προς μια κατεύθυνση για ένα επίπεδο ανώτερο από εκείνο του σημείου εκκίνησης. Ο σύγχρονος αναβάτης θα τα καταφέρει;».

Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων