Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Ποιο δικαίωμα είναι προοδευτικό; Μια συζήτηση που πρέπει να ξεκινήσει ...

Της Ηρώς Ζαβογιάννη, απο το Κοκκινο Σημειωματαριο...
Από τη συζήτηση για το δικαίωμα στην ιθαγένεια και το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέχρι και το δικαίωμα στην εργασία και την απεργία διαφαίνεται εδώ και καιρό μια αγωνία μέσα στην ίδια την ελληνική κοινωνία να επαναπροσδιοριστεί η έννοια του δικαιώματος. Τα αιτήματα των Αγανακτισμένων στην Πλατεία Συντάγματος, η απεργία πείνας στην Υπατία, αλλά και η εθνικιστική έκρηξη που αποτυπώνεται από τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην ελληνική κοινωνία όσο και οι επιτάξεις των εργαζόμενων στο Μετρό, για τις οποίες δεν σημειώθηκαν σπουδαίες αντιδράσεις, μας δίνουν αντιφατικά μηνύματα για την κατεύθυνση που θέλουν να δώσουν οι πολίτες στο ζήτημα της δικαιοσύνης. Κοινή αφετηρία βέβαια όλων είναι η επιθυμία για αλλαγή του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ πολιτείας και πολιτών προς το προοδευτικότερο, ιδωμένο ως ισοελευθερία που εξασφαλίζει η διάκριση των εξουσιών. Αλλά τελικά ποια δικαιώματα μπορούν να χαρακτηριστούν ως προοδευτικά και πώς αυτά μπορούν να αποδοθούν στις δεδομένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες; Με ό,τι συνέπεια μπορεί να έχει αυτή η εξέλιξη για το σύστημα δικαιοσύνης, η Αριστερά οφείλει να ανοίξει πρώτη αυτή τη συζήτηση, όχι μόνο περιγράφοντας την πραγματικότητα αλλά και αναλύοντας τη λογική της με βάση την οποία στηρίζει συγκεκριμένα δικαιώματα έναντι άλλων. Πρέπει πρώτοι να καταλάβουμε ότι στις πολύπλοκες και αντιφατικές συνθήκες τις οποίες ζει ο έλληνας πολίτης το σύνθημα « δίκαιο είναι το δίκιο του εργάτη» ακούγεται στα αυτιά των περισσότερων ως απλουστευτικό αν όχι «οπισθοδρομικό» και σε καμία περίπτωση δεν του προσφέρει την αφήγηση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί για να διεκδικήσει «αυτά που του ανήκουν».
Αναζητώντας τα εργαλεία για την ανάγνωση της έννοιας δικαιώματος
Αφού αναζητούμε να ορίσουμε το δικαίωμα με όρους ισοελευθερίας, πρέπει καταρχάς να απορρίψουμε θεωρίες αναδιανεμητικής δικαιοσύνης όπως αυτές αποτυπώνονται στα έργα του Rawls, του Dworkin και άλλων αμερικανών φιλοσόφων του δικαίου και τις οποίες ασπάστηκε περισσότερο η σοσιαλδημοκρατία. Ο λόγος είναι προφανής: οι θεωρίες αυτές εξετάζουν τη δικαιοσύνη μόνο από την οπτική της αναδιανομής των πόρων, χωρίς να ασχολούνται με το ζήτημα της εξουσίας Για να μπορεί όμως κάποιος να ανιχνεύσει την ουσία ενός δικαιώματος, πρέπει να την αναζητήσει στους σκοπούς των εξισωτικών πολιτικών κινημάτων. Αυτά αντιτάχθηκαν στις ιεραρχήσεις που προέκυπταν από τις κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες, για να δικαιολογηθούν, δημιούργησαν τις ανισότητες στην διανομή των ελευθεριών, των πόρων και της ευημερίας. Οι πραγματικοί εξισωτιστές λοιπόν βρίσκονται απέναντι στις ιεραρχήσεις αυτές και αντιτάσσουν την ίση ηθική αξία των προσώπων, η οποία σημαίνει ότι όλοι έχουν ίση ηθική αξία ανεξάρτητα από το πού γεννήθηκαν, από την τάξη τους κτλ και ότι όλοι είναι εξίσου ηθικά υπεύθυνοι για να συνεργαστούν με τους άλλους για το κοινό καλό (σύμφωνα με τους κανόνες της δικαιοσύνης). Οι εξισωτιστές λοιπόν οφείλουν να επιδιώκουν την κατάργηση της καταπίεσης και μία κοινωνική οργάνωση που να επιτρέπει και να διασφαλίζει ότι τα άτομα συμπεριφέρονται ως ισότιμα στις κοινωνικές τους σχέσεις. [1]

Πίσω στις κλασσικές θεωρίες φιλοσοφίας του δικαίου

Η ισοελευθερία στα συστήματα δικαιοσύνης των Locke και Rousseau εξασφαλίζεται όταν η πολιτεία θεσπίζει το δίκαιο σύμφωνα με τη διασφάλιση των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, του δικαιώματος της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Αυτή η δέσμευση αποτελεί τον κρίκο που κρατάει μαζί τα άτομα και πλέον οι πολίτες έχουν καθήκον προς τους συμπολίτες τους να μην τους εμποδίζουν προς τη διασφάλιση και ελεύθερη ανάπτυξη των αντίστοιχων δικαιωμάτων. Το πλαίσιο των υποχρεωτικών δεσμών μεταξύ των πολιτών στη πολιτική κοινότητα ακυρώνεται όταν η πολιτεία δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει τα φυσικά τους δικαιώματα και αυτομάτως σπάει το κοινωνικό συμβόλαιο με αποτέλεσμα το δικαίωμα στην αντίσταση να αποκτά ηθική βάση. [2] Η δυναμικότητα λοιπόν των δικαιωμάτων στην κοινωνική οργάνωση διαφαίνεται ήδη από τα κλασσικά έργα της φιλελεύθερης πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά στον Hegel γίνεται πιο σαφής η πάλη μεταξύ των δρώντων στο πολιτικό σύστημα για τη διασφάλιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων αυτών, πάλη αναγκαία στον ρου της ιστορίας ώστε το άτομο να εξασφαλίσει την ισοελευθερία. Στο παράδειγμα του Δούλου και του Κυρίου, o Hegel το καθιστά σαφές: η σύγκρουση μεταξύ των ατόμων μέσα στην ιστορία είναι μια πάλη για αναγνώριση, η οποία όμως δεν πρέπει να ιδωθεί ως καταληκτική, αλλά ως το στάδιο μέχρι την κατανόηση της αναγκαιότητας της αμοιβαίας αναγνώρισης. [3] Στο στάδιο αυτό περνάμε από το υποκειμενικό πνεύμα στο αντικειμενικό πνεύμα. Αυτό συμβαίνει διότι κατά τον Hegel η αμοιβαία αναγνώριση του άλλου δεν μπορεί να γίνει ούτε με ωφελιμιστικούς όρους (Locke), ούτε με ηθικές προσταγές (Kant). Η ηθική πραγματικότητα πραγματώνεται σε ένα πολιτικό σύστημα ελευθερίας, όπου οι πολιτικοί θεσμοί πραγματώνουν τις ιδέες που παράγονται από τη μελέτη της ιστορικής πραγματικότητας. [4]

Με βάση τα παραπάνω, αφού περιγράψουμε την ιστορική πραγματικότητα της κρίσης (οικονομική, πολιτική, κοινωνική) την οποία βιώνουν σήμερα τόσο οι Έλληνες όσο και οι μετανάστες που ζουν σε αυτή τη χώρα, οφείλουμε να δημιουργήσουμε μια νέα αφήγηση των δικαιωμάτων με πυρήνα τον αποκλεισμό του αποκλεισμου μερών της κοινωνίας που περιθωριοποιούνται είτε γιατί δεν παράγουν ανάλογα (άστεγοι, άνεργοι, άτομα με ειδικές ανάγκες, τοξικομανείς), είτε γιατί αντιδρούν (εργαζόμενοι στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μέσα από τις συνδικαλιστικές τους ενώσεις, αναρχικοί μέσα στις καταλήψεις), είτε γιατί η περιθωριοποίησή τους δίνει την ψευδαίσθηση σε άλλους ότι έχοντας την εθνική ταυτότητα μετέχουν των δικαιωμάτων που τους εξασφαλίζει το Σύνταγμα (μετανάστες).

Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί σήμερα αποτελούν το 99% του συνόλου όσων ζουν στην Ελλάδα. Καλούμαστε να υπερασπιστούμε τις απεργίες όχι για να υπερασπιστούμε τις συντεχνίες αλλά για να μπορεί ο εργαζόμενος να διεκδικεί τον μισθό του συλλογικά και να αμείβεται αξιοπρεπώς. Υπερασπιζόμαστε τις καταλήψεις όχι για να υπερασπιστούμε τα «γκαζάκια», αλλά γιατί οι περισσότερες από αυτές αποτελούν χώρους που προωθούν τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας, υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στην ιθαγένεια στους μετανάστες 2ης γενιάς όχι για να έρθει όλη η Αφρική στην Ελλάδα, αλλά γιατί αυτοί που μετέχουν της ελληνικής παιδείας και παράγουν είναι ίδιοι με εμάς και οφείλουμε να τους αναγνωρίσουμε ως τέτοιους. Τέλος, καταδικάζουμε τις πράξεις αστυνομικής βίας τόσο έντονα, αλλά και ορισμένες δικαστικές αποφάσεις, όχι γιατί είμαστε τρομοκράτες, αναρχικοί οι «μπαχαλάκηδες», αλλά γιατί η αστυνομία, όπως και η δικαιοσύνη, θα έπρεπε να είναι τα τελευταία προπύργια όπου το 99% του πληθυσμού θα κατέφευγε για να υπερασπιστεί το δικαίωμά του στη ζωή (όπως στις διαδηλώσεις) και στην αξιοπρεπή διαβίωση (επιτάξεις που δικαιολόγησαν τα δικαστήρια), αλλά δυστυχώς δρουν προς όφελος μιας πολιτείας που έχει σπάσει το κοινωνικό συμβόλαιο προ πολλού. Η νέα αφήγηση για τα προοδευτικά δικαιώματα είναι επιτακτικό να ξεκινήσει και να ΄ναι συνεκτική και ολοκληρωμένη για να μπορεί να φτάσει απευθείας στα αυτιά των πολιτών που ακούνε από "χτες".

Υποσημειώσεις

[1] Anderson, E.  What is the Point of Equality?, Ethics 119(1999), σ 287-337
[2] Λοκ, Τζων, Δεύτερη Πραγματεία Περί Κυβερνήσεως,  μτφ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης. Αθήνα: Γνώση
[3] Χέγκελ,  Φρίντριχ Βίλχελμ Γκεοργκ. Φαινομενολογία του Πνεύματος,  εισ. Μτφ. Σχ Δημήτρης Τζωρζόπουλος,τομ 1ος. Αθήνα- Γιάννινα: Δωδώνη, 1993
[4]  Χέγκελ, Φρίντριχ Βίλχελμ Γκέοργκ, Βασικές Κατευθύνσεις της Φιλοσοφίας του Δικαίου ή Φυσικό Δίκαιο και Πολιτειακή και Πολιτειακή Επιστήμη,  εισαγωγή και μετάφραση Σταμάτης Γιακουμής . Αθήνα – Γιάννινα: εκδ. Δωδώνη, 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων