Του Βόλφγκανγκ Μίνχαου, μεσω της Αυγης...

Η Άνγκελα Μέρκελ οφείλει την εκλογική της επιτυχία στη δυνατότητά της να πείθει τους ψηφοφόρους ότι έχει «σίγουρα χέρια» στην οικονομική πολιτική. Με αυτό το σκεπτικό, αρκετοί Γερμανοί σχολιαστές παραλληλίζουν το σήμερα με την εκστρατεία το 1957 του προκατόχου της στο χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, Κόνραντ Αντενάουερ, που εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία με το σύνθημα «όχι πειράματα».
Ίσως φαίνεται ενστικτωδώς αληθινό ότι τα «σίγουρα χέρια» ισοφαρίζουν τον προϋπολογισμό κάθε χρόνο, ότι αρνούνται να δεχτούν διασώσεις ή να χαρίσουν χρέη, ότι απορρίπτουν εργαλεία συνυπευθυνότητας με το σκεπτικό ότι αυτά ενθαρρύνουν τις υπερβολικές δαπάνες. Αν ρίξετε όμως μια ματιά βαθύτερα, είναι σαφές ότι η πρόσφατη Ιστορία βρίθει από παραδείγματα για το τι συμβαίνει όταν επιβάλλεις την υπερβολική λιτότητα ενώ σοβεί η ύφεση, όταν αναβάλλεις την αναπόφευκτη αναδιοργάνωση χρεών ή όταν καθυστερείς την αναπόφευκτη ανακεφαλαιοποίηση ενός τραπεζικού συστήματος.
Αυτά δεν τα κάνουν τα σίγουρα χέρια. Αντίθετα, είναι απίστευτα ανεύθυνη συμπεριφορά. Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε, χρησιμοποιώντας τη ρήση του Αντενάουερ, «οικονομικό πείραμα». Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν κατάφεραν να διαδώσουν αυτήν την αλήθεια και η ανικανότητά τους αυτή σημαίνει ότι δεν τους άξιζε να κερδίσουν τις εκλογές.

Η νίκη της Μέρκελ θα έχει τρεις επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική:
Πρώτο και σημαντικότερο είναι ότι η προσέγγιση για τη λύση της κρίσης -ή τη μη λύση- δεν θα αλλάξει. Ορισμένοι επενδυτές έχουν εκφράσει την ελπίδα ότι θα αποδεχτεί την αποκαλούμενη «συμμετοχή του δημόσιου τομέα» που δίνει τη δυνατότητα παραγραφής κάποιων χρεών. Αυτό δεν θα γίνει.
Ορισμένοι θέλουν να διαγράψει η ΕΚΤ ένα μέρος από τα χρεόγραφα που έχει στην κατοχή της στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αναχρηματοδότησης. Ούτε αυτό νομίζω ότι θα γίνει, δεδομένης της εχθρότητας που νιώθει ο γερμανικός λαός, η γερμανική κεντρική τράπεζα και πιθανόν το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας σε οποιαδήποτε μορφή χρηματοδότησης κρατικών χρεών. Η επίλυση της κρίσης μέσω κάποιας μορφής απαλοιφής χρεών δεν έχει νομική βάση στην Ε.Ε. και αποτελεί πολιτικό ναρκοπέδιο.
Πιστεύω ότι η επίλυση του προβλήματος θα παίρνει όλο και περισσότερο τη μορφή της πρακτικής που οι τράπεζες αποκαλούν προσποίηση και παράταση. Παρατείνεις τη διάρκεια των δανείων, μειώνεις τα επιτόκια και προσποιείσαι ότι το χρέος παραμένει ανέπαφο. Είναι μια πρακτική που στερείται διαφάνειας και δημοκρατίας.
Στην κρίση της Ευρωζώνης το λογικό όριο θα ήταν να παραταθούν οι διάρκειες των δανείων στο άπειρο και να μειωθούν τα επιτόκια στο μηδέν. Αυτοί οι όροι προφανώς θα αποφευχθούν, αλλά η καθαρή τρέχουσα αξία των δανείων σίγουρα θα μειωθεί. Οπότε, θα έλθει τρίτο πρόγραμμα για την Ελλάδα, δεύτερο για την Πορτογαλία και μετά τέταρτο και τρίτο αντίστοιχα. Όλα θα επιλυθούν. Τίποτα δεν θα επιλυθεί.
Δεύτερον, η νίκη της Μέρκελ θα αφήσει ανέγγιχτη τη γενική προσέγγιση της μακροοικονομικής πολιτικής, παρότι, όπως προβλέπω, θα μπει σε ευρεία συγκυβέρνηση με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Και δεν πρέπει να υποτιμούμε την τάση του SPD προς την «ορθοδοξία», όταν βρίσκεται στην κυβέρνηση. Το κόμμα θα συνεχίσει να υποστηρίζει την τρέχουσα περιοριστική δημοσιονομική στάση στην eυρωζώνη.
Για την ακρίβεια, θα απορρίψει την ιδέα να χρησιμοποιήσει η Γερμανία τα δημοσιονομικά της περιθώρια για να ισορροπήσει τη λιτότητα στον Νότο. Θα παρουσιάσει σθεναρά νομικά επιχειρήματα. Όλα τα μέλη της Ευρωζώνης συνυπέγραψαν το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, που υποχρεώνει τους πάντες να εφαρμόζουν αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές για να μειώνουν τους συντελεστές χρέους. Δεν υπάρχει ρήτρα σε αυτούς τους νόμους και τις συνθήκες που να επιτρέπει στις χώρες να αναβάλουν τη μείωση του χρέους σε μεγάλη περίοδο, για χάρη ενός καλύτερου μακροοικονομικού μίγματος πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο που δεν υπάρχουν τέτοιες ρήτρες.
Πρόσφατα, οι ρυθμοί επιβολής της λιτότητας έχουν επιβραδυνθεί λιγάκι. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο η Ευρωζώνη αναδύεται αργά από την ύφεση. Όμως, δεδομένου ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι χάνονται, περιμένω ότι η δημοσιονομική πολιτική θα σφίξει και πάλι του χρόνου. Το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει στην Ιταλία.
Η τρίτη οικονομική επίπτωση της νίκης Μέρκελ είναι ότι αναβάλλει τη στιγμή που το SPD θα επιστρέψει σε πιο μακροοικονομική προοπτική. Μπορεί να συμβεί κάποια στιγμή, αλλά όχι στην ερχόμενη τετραετία. Υποπτεύομαι ότι το κόμμα γενικώς θα υποστηρίξει την ορθόδοξη στρατηγική της Μέρκελ με αντάλλαγμα λίγες δεσμεύσεις για δαπάνες σε θέματα τα οποία είχε αναδείξει στην προεκλογική εκστρατεία.
Το SPD ποτέ δεν συνήλθε πολιτικά από το άλμα στην όχθη της προσφοράς, το οποίο έγινε υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, τον προκάτοχο της Μέρκελ στην καγκελαρία. Εξόρκισε τον κεϊνσιανισμό, τη στιγμή που η Ευρώπη τον χρειαζόταν όσο τίποτε άλλο.
Τώρα, κολλημένο σε μια ευρεία συγκυβέρνηση, το SPD τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα συνεχίσει να υποστηρίζει το τρέχον πολιτικό πλαίσιο. Είναι στη φύση της ευρείας συγκυβέρνησης να αποδυναμώνει την εσωτερική της αντιπολίτευση.
Τα δύο κόμματα που θα βρεθούν στην αντιπολίτευση είναι οι Πράσινοι και το κόμμα της Αριστεράς. Και τα δύο επικεντρώνονται σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά είναι μικρά κι έχουν περιορισμένη επιρροή στις διαπραγματεύσεις.
Αυτό σημαίνει ότι, αν ελπίζατε σε ένα ζευγάρι «σίγουρα χέρια», προφανώς πήρατε αυτό που ζητήσατε. Πάντα πρέπει να προσέχουμε τι ευχόμαστε.