Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Αριστερή κυβέρνηση: πώς θα πετύχει;

1. Πού πάει το πράγμα; Είναι πιθανή μια συστημική κατάρρευση; Όπως σημείωνε ο σπουδαίος συμβουλιακός κομμουνιστής Πάουλ Μάτικ, πριν 30 χρόνια, «στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό κάθε κρίση μπορεί να εξελιχτεί σε τελική κρίση».
 Έργο του Robert Bereny
Πολλοί (από τον συμβουλιακό Ρόμπερτ Κουρτς και τον αναρχικό γεωγράφο Ντέιβιντ Γκράμπερ, μέχρι τον απολύτως μέινστριμ Ντέιβιντ Γκόρντον του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ,
τον Μίνκι Λι που προφητεύει την χαοτική, τύπου Μαντ Μαξ, μετεξέλιξη του καπιταλισμού και τον Ιμάνουελ Βαλερστάιν, για τον οποίο το σύστημα τα επόμενα χρόνια θα αναφωνήσει «Τετέλεσται»), αμφισβητούν τη δυνατότητα του καπιταλισμού να διατηρήσει, έστω και μετριασμένη, την παραγωγική του δυναμική. Επιπλέον, έχει αναδειχθεί η αδυναμία του να ικανοποιήσει βασικές ανθρώπινες ανάγκες πολύ μεγάλου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού, άρα και η μη νομιμοποίησή του, μαζί με την καθολική ανορθολογικότητα, από τη σκοπιά της σύνολης ανθρωπότητας.

Ξέρω ότι πολλοί σύντροφοι θεωρούν την αναφορά σε τέτοια «αποκαλυψιακά» ζητήματα εκκεντρικότητα. Χωρίς να μπορώ να επεκταθώ, θα επισημάνω κάποιους οδοδείκτες που μας προσανατολίζουν μέσα στο μακροϊστορικό πεδίο, ενώ, ταυτόχρονα, μας προσγειώνουν στο σήμερα.
α) Το 2008 υπήρξε η μεγαλύτερη πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ (2,5%) μετά το 1929. Έκτοτε, ο ρυθμός μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας υποχωρεί συνεχώς: 2010: 5.2%, 2011: 3.9%, 2012: 3.2%, 2013: 2.9%. Ειδικά για τις ανεπτυγμένες οικονομίες: 2010: 3%, 2011: 1.7%, 2012 :1.5%, 2013 :1.2%.
β) Σε όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, ο ρυθμός συσσώρευσης δεν ακολούθησε τον ρυθμό αύξησης του ποσοστού κέρδους. Η καθαρή επένδυση των καπιταλιστών έμεινε πολύ πίσω, πράγμα συνδεδεμένο και με τη χρηματιστικοποίηση.
γ) «Αν δεν είχε μεσολαβήσει η πετυχημένη νεοφιλελεύθερη επίθεση τη δεκαετία του ’80, η πρόβλεψη του Χένρικ Γκρόσμαν θα είχε από καιρό επιβεβαιωθεί»: το σύστημα θα έτεινε προς κατάρρευση (Ανουάρ Σέικ). Σήμερα, βρισκόμαστε μετά την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού.
2. Υπάρχει κεϋνσιανή λύση, τώρα που στόμωσε ο νεοφιλελευθερισμός; Οι νεοκεϋνσιανοί ισχυρίζονται πως ναι, και μάλιστα τεχνικοοικονομικά εύκολη. Αν δεν έλειπε η πολιτική βούληση, όλα θα ήταν απλά. Με επέκταση της δημοσιονομικής ώθησης, παρεμβάσεις ανακούφισης των «υποθηκευμένων», πληθωρισμό 4%, ποσοτική χαλάρωση μέσω της αγοράς από την κεντρική τράπεζα «χαρτιών» από τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, υποτίμηση.
Είναι, λοιπόν, οι οπαδοί της λιτότητες τρελοί; Ναι, απαντούν ο Κρούγκμαν και ο Στίγκλιτς. Κάνουν λάθος. Πάσχοντας από έλλειψη ταξικού κριτηρίου, δεν κατανοούν πως η λιτότητα είναι συνέπεια, και όχι αίτιο της κρίσης. Θεωρούν, επομένως, πως το κρίσιμο είναι να πειστούν οι ελίτ να αλλάξουν πολιτική!
Προφανώς, είμαστε αναφανδόν με την αύξηση των μισθών, χωρίς, ταυτόχρονα, να πιστεύουμε πως αυτό απαντά στο ερώτημα της υπέρβασης της καπιταλιστικής κρίσης. Ο Ισόν το θέτει ξεκάθαρα. Όχι «wage led recovery», αλλά «να πληρώσουν οι πλούσιοι». Λέμε λοιπόν ναι στη μεγάλη δημόσια παρέμβαση, στην επέκταση της δημόσιας δαπάνης που θα κατευθυνθεί σε άμεση αύξηση της δημόσιας απασχόλησης, προσφορά εκπαίδευσης, υγείας και φροντίδας, μείωση της φτώχειας.
Μαζί με τα προηγούμενα, η ιδέα του κοινωνικού ελέγχου διαμορφώνει μια αντικαπιταλιστική στρατηγική οπτική. Ο έλεγχος αφορά τον περιορισμό των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, θέτοντας ερωτήματα όπως: Τι γίνονται τα κέρδη τους; Μερίσματα ή απασχόληση; Τι γίνονται οι φόροι μας; Bailouts ή δημόσια αγαθά;
Εν τέλει, η μεγαλύτερη διαφορά με τους κεϋνσιανούς είναι η στόχευση στην κοινωνική-ταξική κινητοποίηση των μαζών, η επιλογή αυτού που βοηθάει τους αγώνες και όχι την «ανάπτυξη», γενικώς.
 3. Η ευρωζώνη έχει εκραγεί ως οικονομική οντότητα. Ήδη πριν την κρίση, χωρίς συναλλαγματική πολιτική, προϋπολογισμό, φορολογική εναρμόνιση η κατάσταση ήταν αλλοπρόσαλλη. Η κρίση την αποτελείωσε, επιδρώντας με ακραία ασύμμετρο τρόπο στις διαφορετικές περιοχές.
Το σχέδιο του ενιαίου νομίσματος αποδείχτηκε μη συνεκτικό — όχι, όμως, ταξικά αναποτελεσματικό. Η σύγκλιση δεν επήλθε, ο πληθωρισμός δεν συνέκλινε, οι ανταγωνιστικότητες απέκλιναν. Διαμορφώθηκε, έτσι, μια χαώδης μακροοικονομική συνθήκη στην Ε.Ε., στη βάση της οποίας βρίσκεται ο διαφορετικός δομικός πληθωρισμός κατά χώρα.
Επιπλέον, «εσωτερικοί όροι», όπως η εισοδηματική ανισότητα εντός των εθνικών κρατών, παίζουν καθοριστικό ρόλο. Πολλά προβλήματα της ελληνικής κρίσης οφείλονται στον ελληνικό καπιταλισμό: είναι μια ουσιώδης παράμετρος, όχι «παρωνυχίδα», όπως επιμένουν εκσυγχρονιστές και νεοφιλελεύθεροι. Η πραγματική ελληνική «ιδιαιτερότητα» συνίσταται στο ότι η ελληνική αστική τάξη –και δεν εννοώ τις «100 οικογένειες»– υπήρξε διαχρονικά από τις πιο εκμεταλλευτικές στην Ευρώπη, πράγμα που επέδρασε καθοριστικά στο χρέος (λόγω εξαιρετικά μειωμένων εσόδων) και στο εξωτερικό ισοζύγιο (λόγω της επίδρασης των πολυτελών εισαγωγών). Η εσωτερική ακραία ανισότητα προηγήθηκε της εξωτερικής ανισορροπίας (κατά κανόνα έχουμε μεγαλύτερο πληθωρισμό σε οικονομίες με μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες).
Η ευρωζώνη βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα: αποδόμηση ή ριζική επανίδρυση; Δίλημμα πραγματικό, και όχι εικονικό παράγωγο των «οπαδών του καλού ευρώ», απέναντι στο οποίο η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να μην τοποθετείται.
Επιπλέον, για μια ταξική και όχι εθνική οπτική της κρίσης, ας κρατήσουμε πως οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις έχουν ποικίλα και συχνά αντιτιθέμενα συμφέροντα, αλλά απέναντι στις εργατικές τάξεις αποτελούν ενιαίο και αρραγές μέτωπο. Η δημιουργία ενός αντίστοιχου εργατικού μετώπου σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνιστά sine qua non προϋπόθεση για οποιαδήποτε εργατική απάντηση.
Στο μέτρο που η πρόταση της αποδέσμευσης ούτε καν αναρωτιέται γι’ αυτά, είναι εξαιρετικά αδύναμη στο σημαντικότερο πεδίο: το πολιτικό. Γιατί το κρίσιμο ζήτημα δεν έγκειται τόσο στο οικονομικό κόστος μιας εξόδου από το ευρώ, όσο στην πολιτική αδυναμία της επιλογής της αποδέσμευσης — εκτός αν θεωρεί κανείς πως οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις ευνοούν τη διαμόρφωση του ενιαίου εργατικού μετώπου.
Για να θυμηθώ ξανά τον Σέικ (και τον προβληματισμό του Μπαλιμπάρ), «το διακύβευμα της εποχής είναι πώς θα έχουμε κοινωνική ανατροπή, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της κρίσης, χωρίς να οδηγηθούμε σε πολέμους».
4. «Γιατί έχασε η Αριστερά τη δεκαετία του ’70»; Ένα ερώτημα συναφές με τα τωρινά μας πάθη:
Στο Χωρίς Επιστροφή έχουμε τοποθετηθεί αναλυτικά. Συνοψίζω τις αιτίες της αποτυχίας, σε ό,τι αφορά την Αριστερά, σε τέσσερις λέξεις: κυβερνητισμός, κρατισμός, λαϊκομετωπισμός, εθνοκρατισμός.
Η εντύπωση πως φτάνει η κατάκτηση της κυβέρνησης, ενώ το κίνημα «θα στηρίζει», υπήρξε καταδικαστική για τα εγχειρήματα της εποχής.
Επ’ ουδενί είμαστε κρατιστές. Όχι το κράτος, αλλά η κοινωνία πρέπει να βρίσκεται στο προσκήνιο. Οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και εναλλακτικής οικονομίας και η έκρηξη δημοκρατίας των πλατειών δεν συνιστούν «υποστηρικτικά δευτερεύοντα», αλλά ουσιώδεις μετασχηματιστικές πρακτικές. Ο στόχος δεν περιορίζεται στο σταμάτημα της λιτότητας, αλλά στην κοινωνική ανατροπή.
Καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς, κανένα κρατικό παρεμβατικό σχέδιο δεν τελεσφορεί χωρίς την από κάτω κίνηση· μόνο αυτή μπορεί να αλλάξει δραστικά τα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, στην κατεύθυνση μιας «οικονομίας των αναγκών». Η πρόκληση στην καπιταλιστική ηγεμονία περνάει μέσα από πρακτικές όπου μεγάλος αριθμός ανθρώπων αλλάζει από τώρα τα πράγματα.
Τέλος, δεν διατυπώνουμε εθνικές στρατηγικές, οι οποίες αναγκαστικά αρθρώνονται με έναν ανιστόρητο λαϊκομετωπισμό, που δεν διακρίνει παρά «μεγάλο κεφάλαιο» και «λαό». Απαιτείται μια ταξική στρατηγική, που μας συνδέει με τους γερμανούς εργάτες, και όχι με δικά μας αφεντικά.
5. Σήμερα, η ριζοσπαστική Αριστερά, με όλες τις διαφορές, έχει σχεδόν ταυτόσημο πρόγραμμα, καθόλου ριζοσπαστικότερο, με το γαλλικό Κοινό Πρόγραμμα, την βρετανική Εναλλακτική Οικονομική Στρατηγική ή το σουηδικό σχέδιο Meidner του ’70. Ένα πρόγραμμα με άξονες: * ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου * αύξηση μισθών * μείωση ωρών εργασίας * αποεμπορευματοποίηση σημαντικών τομέων της οικονομίας * ενίσχυση βασικών υποδομών, καθολική παροχή δημόσιων αγαθών * διαγραφή ιδιωτικού και δημόσιου χρέους * κοινωνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων. Κάτι σαφώς λιγότερο, δηλαδή, από την Εναλλακτική Στρατηγική των βρετανών Εργατικών του 1975.
Τι μπορεί, λοιπόν, να κάνει τη θετική διαφορά για το σημερινό πρόγραμμα; Η ταξική διάσταση και, μαζί, η διεθνιστική προοπτική.
Τα εγχειρήματα του ’70 είχαν μια σύμφυτη εθνική διάσταση, που λειτουργούσε υπονομευτικά εξαρχής. Η ταξική και η διεθνιστική προοπτική μπορεί να είναι η μεγάλη μας διαφορά. Η βαθιά γνώση, δηλαδή, πως αυτό που θα ξεκινήσει τοπικά δεν θα συνεχίσει –πολύ περισσότερο δεν θα ολοκληρωθεί– τοπικά. Ή θα βρει στήριξη στην εργατική τάξη στην Ευρώπη και τον κόσμο ή θα καταρρεύσει. Η μεγάλη διαφορά είναι η βαθιά γνώση πως τα συμφέροντα και οι ανάγκες των εργαζομένων σε Βορρά και Νότο είναι κοινά. Όχι γενικώς και θεωρητικώς, αλλά τώρα, στη συγκυρία.
Δεν κινούμαστε προς την εφαρμογή, «συνεκτική και ολοκληρωμένη», ενός προγράμματος, μολονότι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Κινούμαστε προς μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, που μπορεί να γίνει θρυαλλίδα για μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη και στον κόσμο. Αν δεν γίνει, θα σβήσει. Για να γίνει, πρώτη προϋπόθεση είναι η ενεργός αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων — άρα, από μέρους μας μια στρατηγική, αλλά και ρητορική, που θα ενδυναμώνει τους όρους αυτής της αλληλεγγύης.
Χρειαζόμαστε μια απάντηση περισσότερο οικουμενική από την οικουμενικότητα του κεφαλαίου.


Το άρθρο είναι συνεπτυγμένη μορφή της εισήγησης του Χρήστου Λάσκου στη Διεθνή Αντικαπιταλιστική Συνάντηση της Αθήνας (άνοιξη του 2013).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων