Μακριά, σε μια άλλη χώρα, έγιναν όλα όσα θα σας πω. Μου τα διηγήθηκε ο παλιός μου φίλος από τη Νότια Αμερική, Πέδρο Αλδεβαράν.
Νεαρός ακόμη τότε, φοιτητής έβγαινε από το Εθνικό Θέατρο της πατρίδας του, όπου είχε παρακολουθήσει μια παράσταση. Ήταν έναν μόλις χρόνο μετά την πτώση της φρικτής δικτατορίας. Ανέβαινε τον δρόμο προς την κεντρική πλατεία για να πάρει το μετρό, να γυρίσει σπίτι του, όταν τους είδε. Είχαν περίπου την ηλικία του, ήταν κοντοκουρεμένοι, φορούσαν ομοιόμορφα σταχτόχρωμα γυαλιστερά κοστούμια που έμοιαζαν φτιαγμένα από φτηνή φόδρα, ίσως υπόλοιπο μιας αποθήκης αμερικανικού στρατιωτικού ρουχισμού. Το βλέμμα τους ήταν απλανές και στέκονταν παραταγμένοι, ακίνητοι, σε απόσταση πέντε μέτρων ο ένας από τον άλλον, στις δύο πλευρές του δρόμου. Κάποια στιγμή, σαν να τους είχε δοθεί ένα σύνθημα, ξεκίνησαν όλοι μαζί, χωρίς αιτία, να βρίζουν και να προκαλούν τον κόσμο που έβγαινε από το θέατρο και κατευθυνόταν στην πλατεία, με ακατανόμαστες εκφράσεις, όπως: «έλα π... να σε γ...» ή «θα σου ξεσκίσω τη γυναίκα ρε μ...» και άλλα παρόμοια.
Κάποιοι περαστικοί επιχείρησαν να διαμαρτυρηθούν. Οι πιο πάνω, τότε, βγάζοντας και επιδεικνύοντας αστυνομικές ταυτότητες, αρχίσανε να συλλαμβάνουν για «αντίσταση» και να «τσουβαλιάζουν» σε αυτοκίνητα με συμβατικές πινακίδες όλους τους διαμαρτυρόμενους! Ο κόσμος είχε μείνει άναυδος, ενώ το απίστευτο επεισόδιο δεν πέρασε διόλου στις ειδήσεις και στον Τύπο. Επαναλαμβάνω, προς άρση κάθε παρεξήγησης, ότι όλα αυτά έγιναν μακριά από εμάς, σε μια άλλη, εξωτική χώρα...

Αργότερα, ο φίλος μου, που δεν είχε ακόμη συνέλθει απ' την κατάπληξή του, ότι όλα αυτά μπορεί να συμβαίνουν στη δημοκρατική πια χώρα του, ζήτησε από έναν γνωστό του, δημοκρατικό αξιωματικό της αστυνομίας, να του επιβεβαιώσει αν οι δράστες ήταν πράγματι αστυνομικοί. Έλαβε την απάντηση ότι ήταν, όντως, δόκιμοι αστυφύλακες και ότι το όλο πράγμα εντασσόταν σε ένα «σχέδιο εκπαίδευσης» αμερικανικής προελεύσεως, «για να μάθουν οι μελλοντικοί αστυνομικοί να αντιμετωπίζουν 'σωστά' τον κόσμο, σαν εχθρό, και να μη σταματούν μπροστά σε τίποτε». Επρόκειτο για άσκηση. Αυτά μου τα διηγήθηκε, όπως ήδη είπα, ο φίλος μου, προσθέτοντας ακόμη κάτι.
Υπηρετούσε τότε, στη διάρκεια της δικτατορίας, τη στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό της χώρας του. Επικρατούσε μια παλιά συνήθεια σε αυτό. Το «αριστοκρατικό» Πολεμικό ήθελε να ξεφορτώνεται τους κληρωτούς που διέθεταν βεβαρημένο παρελθόν, όπως επικίνδυνους, αμετανόητους ποινικούς, σεσημασμένους προαγωγούς, βιαστές και ναρκομανείς-βαποράκια. Τους «έστελνε» τότε στο «μπας κλας» Λιμενικό, που τους δεχόταν ασμένως και τους μονιμοποιούσε κατόπιν, χωρίς να εξετάζει το ποιόν τους, για να τους «αξιοποιήσει» καταλλήλως. Πολλοί από αυτούς εξελίχθηκαν, «εξευγενίστηκαν» και έφθασαν σε ανώτερα αξιώματα. Από εντολοδόχοι έγιναν εντολείς, αποτελώντας τον αληθινό, εμφανή και αφανή «πυρήνα» του κράτους. Βεβαίως, αυτό, τυπικά, σταμάτησε κάποτε, αλλά η ζημιά είχε κιόλας γίνει, με τάση να εξαπλώνεται παντού. Οι πιο πάνω είχαν μεταφέρει κάποιες κακές τους συνήθειες, που έκτοτε παρέμειναν. Άραγε να έχει σχέση αυτό με το γεγονός ότι μετά την πτώση της δικτατορίας δεν έγινε ποτέ πραγματική κάθαρση; Ποιος ξέρει; Ένα είναι βέβαιο πάντως, ότι το «κακό» νόμισμα διώχνει πάντα το «καλό». Έτσι, λίγοι «κακοί» μπορεί να «μολύνουν» ένα ολόκληρο κράτος και την κοινωνία, διαποτίζοντάς την με τη διεφθαρμένη νοοτροπία τους. Αυτό μπορούμε να το ισχυριστούμε, χωρίς να κινδυνεύουμε να μας κατηγορήσουν για ψευδολόγους.
Ο διανοούμενος φίλος μου θυμήθηκε, άγνωστο γιατί, το σπουδαίο και πάντα επίκαιρο βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ, την «Πτώση». Το βιβλίο αφορά τους «αποπάνω», που υποτίθεται ότι πρέπει να δίνουν πάντα το καλό παράδειγμα. Σε αυτό, παρακολουθούμε την εξομολόγηση ενός «ανώτερου» ανθρώπου, από μια κάστα «εκλεκτών», προορισμένη «εκ φύσεως» να αγρυπνά για τη «σωτηρία» των άλλων. Ας τον ονομάσουμε, για να συνεννοηθούμε, φαρισαίο. Που δίστασε, την κρίσιμη στιγμή, να πέσει στη θάλασσα για να σώσει έναν συνάνθρωπό του από βέβαιο πνιγμό. Επειδή το νερό ήταν παγωμένο! Τον άφησε, έτσι, να χαθεί. Με ένα σαρκαστικό επιφώνημα τελειώνει το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ: «Μπρρ»!