Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Η Ευ­ρώ­πη α­ντι­μέ­τω­πη με τη γερ­μα­νι­κή η­γε­μο­νία...

Tου  Πέ­ρι Άντερ­σο­ν*, απο την Εποχη...
Βλέ­πο­ντας τα ο­νό­μα­τα ό­σων έ­χουν τι­μη­θεί με Νό­μπελ Ει­ρή­νης -  Με­να­χέμ Μπέ­γκιν, Χέν­ρι Κί­σιν­γκερ και Μπα­ράκ Ομπά­μα -  έρ­χε­ται στο μυα­λό μας ο Γκα­μπριέλ Γκαρ­σία Μάρ­κες, που έ­λε­γε ό­τι το βρα­βείο αυ­τό θα ή­ταν πιο σω­στό να ο­νο­μά­ζε­ται Νό­μπελ Πο­λέ­μου. Αυ­τή τη χρο­νιά, πά­ντως, η  α­πο­νο­μή του μπο­ρεί να ή­ταν λι­γό­τε­ρο πο­λε­μο­χα­ρής, αλ­λά προ­σφέ­ρε­ται για σά­τι­ρα: η Ευ­ρω­παϊκή Ένω­ση νοιώ­θει ευ­τυ­χι­σμέ­νη που φέ­τος τι­μή­θη­κε με τη διά­κρι­ση αυ­τή, η ο­ποία θα μπο­ρού­σε να ο­νο­μα­στεί Νό­μπελ Ναρ­κισ­σι­σμού.
Η τι­μή που έ­κα­ναν, πά­ντως, στις Βρυ­ξέλ­λες και στο Στρα­σβούρ­γο με αυ­τή την α­πο­νο­μή φέ­τος, ήρ­θε στην ώ­ρα της. Τις πρώ­τες χρο­νιές του 21ου αιώ­να εί­δα­με την ευ­ρω­παϊκή μα­ταιο­δο­ξία να α­νε­βαί­νει κα­τα­κό­ρυ­φα. Μας έ­κα­νε να πι­στέ­ψου­με ό­τι η ΕΕ πρό­σφε­ρε στην αν­θρω­πό­τη­τα το αρ­μο­νι­κό συ­νταί­ρια­σμα της κοι­νω­νι­κής και της πο­λι­τι­κής α­νά­πτυ­ξης, σύμ­φω­να με τη ρή­ση του βρε­τα­νού ι­στο­ρι­κού Τό­νι Τζα­ντ.
Από το 2009, οι εμ­φύ­λιες δια­μά­χες στο ε­σω­τε­ρι­κό της ευ­ρω­ζώ­νης διέ­ψευ­σαν σκλη­ρά αυ­τή την υ­περ­βο­λι­κή αυ­τοϊκα­νο­ποίη­ση. Χω­ρίς, ω­στό­σο, αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι έ­χει ε­ξα­λει­φθεί ε­ντε­λώς. Θα ή­ταν πρόω­ρο να το υ­πο­θέ­σει κα­νείς, ό­πως μας δεί­χνει το πα­ρά­δειγ­μα του γερ­μα­νού φι­λό­σο­φου Γιούρ­γκεν Χά­μπερ­μας. Ένα με­γά­λο τμή­μα του πρό­σφα­του έρ­γου του ε­πι­γρά­φε­ται « Η κρί­ση της ΕΕ υ­πό το φώς μιας συ­νταγ­μα­το­ποίη­σης  του διε­θνούς δι­καίου».
Στις ε­ξή­ντα σε­λί­δες του πε­ρι­λαμ­βά­νει κά­που ε­κα­τό α­να­φο­ρές, α­πό τις ο­ποίες τα τρία τέ­ταρ­τα πα­ρα­πέ­μπουν σε γερ­μα­νούς συγ­γρα­φείς, α­νά­με­σα τους και ο ί­διος και τρεις συ­νερ­γά­τες του – τους ο­ποίους ευ­χα­ρι­στεί για τη βοή­θεια που του προ­σφέ­ρουν. Οι άλ­λες α­να­φο­ρές α­φο­ρούν α­πο­κλει­στι­κά σε αγ­γλο­α­με­ρι­κά­νους συγ­γρα­φείς, με πρώ­το και κα­λύ­τε­ρο τον βρε­τα­νό Ντέι­βι­ντ Χελ­ντ, που το ό­νο­μά του συν­δέ­θη­κε με την υ­πό­θε­ση του γιου του Κα­ντά­φι [1]. Κα­μιά άλ­λη ευ­ρω­παϊκή κουλ­τού­ρα δεν έ­χει δι­καίω­μα να κα­τα­γρα­φεί σ’ αυ­τή την α­πλοϊκή έκ­θε­ση ε­παρ­χιω­τι­σμού.
Το θέ­μα του κει­μέ­νου αυ­τού εί­ναι α­κό­μα πιο φο­βε­ρό. Το 2008, ο Χά­μπερ­μας  εί­χε ε­πι­κρί­νει αυ­στη­ρά τη Συν­θή­κη της Λι­σα­βό­νας, για­τί δεν θε­ρά­πευε κα­τά κα­νέ­να τρό­πο το δη­μο­κρα­τι­κό έλ­λειμ­μα  της ΕΕ και δεν ά­νοι­γε κα­νέ­να η­θι­κό και πο­λι­τι­κό ο­ρί­ζο­ντα. Η υιο­θέ­τη­σή της, έ­γρα­φε, δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να «διευ­ρύ­νει το χά­σμα που χω­ρί­ζει τις πο­λι­τι­κές ε­λίτ α­πό τους πο­λί­τες», χω­ρίς να προ­σφέ­ρει στην Ευ­ρώ­πη έ­ναν ο­ποιο­δή­πο­τε θε­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό. Αυ­τό που, α­ντί­θε­τα, χρεια­ζό­ταν, ή­ταν, ό­πως έ­λε­γε, έ­να πα­νευ­ρω­παϊκό δη­μο­ψή­φι­σμα, που θα προι­κο­δο­τού­σε την ΕΕ με μια κοι­νω­νι­κή και δη­μο­σιο­νο­μι­κή ε­ναρ­μό­νι­ση, με δι­κά της στρα­τιω­τι­κά μέ­σα και, κυ­ρίως, με μια προ­ε­δρία ά­με­σα ε­κλε­γό­με­νη, η ο­ποία και μό­νο θα έ­σω­ζε την ή­πει­ρο α­πό έ­να μέλ­λον «υ­πα­γο­ρευ­μέ­νο α­πό τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη ορ­θο­δο­ξία». Ση­μείω­να τό­τε πως αυ­τός ο εν­θου­σια­σμός του Χά­μπερ­μας για μια δη­μο­κρα­τι­κή έκ­φρα­ση της λαϊκής θέ­λη­σης ( για την ο­ποία δεν έ­δει­ξε το ε­λά­χι­στο ση­μά­δι στο ε­σω­τε­ρι­κό της χώ­ρας του) ερ­χό­ταν σε α­ντί­θε­ση με τις πα­ρα­δο­σια­κές α­πό­ψεις του, και γι’ αυ­τό  ε­κτι­μού­σα ό­τι μό­λις υ­πο­γρα­φό­ταν η Συν­θή­κη της Λι­σα­βό­νας, θα την α­πο­δε­χό­ταν δια­κρι­τι­κά [2].  

Ένας α­νυ­πέρ­βλη­τος πα­ρά­δει­σος

Η πρό­βλε­ψη μου αυ­τή α­πο­δείχ­θη­κε κα­τώ­τε­ρη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ο Χά­μπερ­μας ό­χι μό­νο α­πο­δέχ­θη­κε τη συν­θή­κη, αλ­λά έ­γι­νε και κή­ρυ­κάς της. Τώ­ρα α­να­κά­λυ­ψε ό­τι ό­χι μό­νο δεν α­νοί­γει χά­σμα α­νά­με­σα στις ε­λίτ και τους πο­λί­τες, αλ­λά εί­ναι έ­νας συ­νταγ­μα­τι­κός χάρ­της, που δί­νει μια χω­ρίς προ­η­γού­με­νο ώ­θη­ση στην πο­ρεία προς την αν­θρώ­πι­νη ε­λευ­θε­ρία, ε­πεν­δύο­ντας τους θε­σμούς με μια ευ­ρω­παϊκή κυ­ριαρ­χία  θε­με­λιω­μέ­νη ταυ­τό­χρο­να στους πο­λί­τες και στους λα­ούς (και ό­χι στα κρά­τη) της ΕΕ, αυ­τή τη φω­τει­νή μή­τρα, η ο­ποία θα γεν­νή­σει το Κοι­νο­βού­λιο του μέλ­λο­ντος κό­σμου.
Η Ευ­ρώ­πη της Λι­σα­βό­νας, κα­θο­δη­γώ­ντας  μια «δια­δι­κα­σία εκ­πο­λι­τι­σμού» που φέρ­νει την ει­ρή­νη στις σχέ­σεις με­τα­ξύ των κρα­τών, πε­ριο­ρί­ζει τη χρή­ση της ι­σχύος ε­να­ντίον ε­κεί­νων που πα­ρα­βιά­ζουν τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα, χα­ρά­ζει το δρό­μο που ο­δη­γεί α­πό τη δι­κή μας «διε­θνή κοι­νό­τη­τα» του σή­με­ρα – που  εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη αν και α­τε­λής α­κό­μη -  στην «κο­σμο­πο­λί­τι­κη κοι­νό­τη­τα» του αύ­ριο, έ­να εί­δος διευ­ρυ­μέ­νης Ένω­σης, που θα α­γκα­λιά­σει και την τε­λευ­ταία ψυ­χή πά­νω στη Γη.
Με έ­να τέ­τοιο εκ­στα­τι­κό εν­θου­σια­σμό, ο ναρ­κισ­σι­σμός των πε­ρα­σμέ­νων δε­κα­ε­τιών, ό­χι μό­νο δεν α­πο­δυ­να­μώ­νε­ται, αλ­λά φτά­νει σε νέο πα­ρο­ξυ­σμό. Το ό­τι η Συν­θή­κη της Λι­σα­βό­νας μι­λά­ει για τα κρά­τη κι ό­χι για τους λα­ούς της Ευ­ρώ­πης· το ό­τι υ­πο­γρά­φτη­κε για να πα­ρα­ποιή­σει τη λαϊκή θέ­λη­ση ό­πως εκ­φρά­στη­κε σε τρία δη­μο­ψη­φί­σμα­τα· το ό­τι κα­θιε­ρώ­νει μια δο­μή που δεν ε­μπι­στεύο­νται ε­κεί­νοι στους ο­ποίους ε­πι­βάλ­λε­ται· το ό­τι, α­ντί να γί­νε­ται ά­συ­λο των δι­καιω­μά­των του αν­θρώ­που, η ΕΕ α­πο­τε­λεί α­να­πό­σπα­στο μέ­ρος μιας πρα­κτι­κής βα­σα­νι­σμών και κα­τα­κτή­σεων χω­ρίς οι πιο λα­μπροί εκ­πρό­σω­ποι της να πού­νε μια λέ­ξη: ό­λα αυ­τά ε­ξα­φα­νί­ζο­νται μέ­σα σε πα­νευ­τυ­χείς πα­νη­γυ­ρι­σμούς.
Ο Χά­μπερ­μας, χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, εί­ναι εν μέ­ρει θύ­μα της ί­διας της δι­κής του υ­πε­ρο­χής: κλει­σμέ­νος σε έ­να δια­νο­η­τι­κό σύ­μπαν που α­πο­τε­λεί­ται α­πο­κλει­στι­κά  α­πό θαυ­μα­στές και μα­θη­τές του, α­πο­δει­κνύε­ται ό­λο και λι­γό­τε­ρο ι­κα­νός να δια­λε­χτεί με θέ­σεις  που α­πέ­χουν α­πό τις δι­κές του έ­στω και λί­γα χι­λιο­στά. Κα­θώς θεω­ρεί­ται σύγ­χρο­νος διά­δο­χος του Κα­ντ, κιν­δυ­νεύει να γί­νει έ­νας μο­ντέρ­νος Λάι­μπνι­τς, οι­κο­δο­μώ­ντας  με α­τε­λείω­τους ευ­φη­μι­σμούς μια θε­ο­δι­κία, ό­που τα κα­κά της οι­κο­νο­μι­κής α­πορ­ρύθ­μι­σης συ­να­γω­νί­ζο­νται με τα α­γα­θά της α­φύ­πνι­σης   του κο­σμο­πο­λι­τι­σμού, και ό­που η Δύ­ση α­νοί­γει το δρό­μο της δη­μο­κρα­τίας και των δι­καιω­μά­των του αν­θρώ­που ο­δη­γώ­ντας στον πα­ρά­δει­σο μιας οι­κου­με­νι­κής νο­μι­μό­τη­τας.

Στη δί­νη της ύ­φε­σης

Δεν έ­χει πά­ψει η συ­νή­θεια να γί­νε­ται η Ευ­ρώ­πη σκο­πός του κό­σμου, χω­ρίς να γνω­ρί­ζου­με πολ­λά πράγ­μα­τα για την πο­λι­τι­σμι­κή και πο­λι­τι­κή ζωή που συ­νε­πά­γε­ται. Και δεν εί­ναι οι δυ­σκο­λίες που προ­κα­λεί το ε­νιαίο νό­μι­σμα αυ­τές που θα την κλο­νί­σουν. Δεν έ­χει νό­η­μα να ε­πι­μεί­νου­με στη σύγ­χυ­ση που ο­δη­γεί­ται η ΕΕ εξ αι­τίας της κρί­σης του ευ­ρώ. Η Ευ­ρώ­πη κα­τα­τρύ­χε­ται α­πό την πιο βα­θιά και πιο μα­κρό­χρο­νη ύ­φε­ση που γνώ­ρι­σε με­τά το δεύ­τε­ρο πα­γκό­σμιο πό­λε­μο.
Για να κα­τα­νοή­σου­με ποιες εί­ναι οι πη­γές της, χρειά­ζε­ται να υ­πο­λο­γί­σου­με την υ­πο­κεί­με­νη δυ­να­μι­κή που λει­τουρ­γεί στην κρί­ση της ευ­ρω­ζώ­νης. Για να μι­λή­σου­με με α­πλά λό­για, η ύ­φε­ση εί­ναι συ­νι­στα­μέ­νη δύο μοι­ραίων ε­ξε­λί­ξεων, που ε­νερ­γούν α­νε­ξάρ­τη­τα η μία α­πό την άλ­λη.
Η πρώ­τη εί­ναι η γε­νι­κευ­μέ­νη έ­κρη­ξη του πλα­σμα­τι­κού κε­φα­λαίου, με το ο­ποίο οι α­γο­ρές λει­τούρ­γη­σαν στον α­να­πτυγ­μέ­νο κό­σμο στη διάρ­κεια του με­γά­λου κύ­κλου χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής με­ταλ­λα­γής που ά­νοι­ξε στη δε­κα­ε­τία του ΄80, ό­ταν η κερ­δο­φο­ρία στην πραγ­μα­τι­κή οι­κο­νο­μία συρ­ρι­κνω­νό­ταν υ­πό την πίε­ση του διε­θνούς α­ντα­γω­νι­σμού και οι ρυθ­μοί οι­κο­νο­μι­κής με­γέ­θυν­σης έ­πε­φταν α­πό δε­κα­ε­τία σε δε­κα­ε­τία.
Οι μη­χα­νι­σμοί αυ­τής της ε­πι­βρά­δυν­σης, που εί­ναι εγ­γε­νείς στον κα­πι­τα­λι­σμό, έ­χουν  πε­ρι­γρα­φεί με ε­ξαι­ρε­τι­κό τρό­πο α­πό τον Ρο­μπέρ Μπρε­νέ στο έρ­γο του για την ι­στο­ρία του α­νε­πτυγ­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού ή­δη α­πό το 1945. Οι ε­πι­πτώ­σεις τους στη διό­γκω­ση του δη­μό­σιου και ι­διω­τι­κού χρέ­ους, που δεν στή­ρι­ξαν μό­νο τα πο­σο­στά κέρ­δους, αλ­λά και την ε­κλο­γι­κή βιω­σι­μό­τη­τα των κομ­μά­των ε­ξου­σίας, πρό­σφα­τα α­να­λύ­θη­καν α­πό τον Βόλφ­γκαν­γκ Στρεκ. Η α­με­ρι­κά­νι­κη οι­κο­νο­μία α­πει­κο­νί­ζει αυ­τή την τρο­χιά με πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή σα­φή­νεια. Και η λο­γι­κή της ι­σχύει για το σύ­στη­μα στο σύ­νο­λό του.

Η ευ­ρω­παϊκή ι­δαι­τε­ρό­τη­τα

Στην Ευ­ρώ­πη, ω­στό­σο, μια δια­φο­ρε­τι­κή λο­γι­κή α­κο­λου­θή­θη­κε με­τά την ε­πα­νέ­νω­ση της Γερ­μα­νίας και το σχέ­διο της νο­μι­σμα­τι­κής έ­νω­σης στη Συν­θή­κη του Μάα­στρι­χτ,  και κα­τό­πιν στο Σύμ­φω­νο Στα­θε­ρό­τη­τας, που έ­χουν δια­μορ­φω­θεί με βά­ση τις γερ­μα­νι­κές α­παι­τή­σεις.
Σύμ­φω­να με αυ­τές, το κοι­νό νό­μι­σμα έ­πρε­πε να τε­θεί υ­πό την κη­δε­μο­νία μιας κε­ντρι­κής τρά­πε­ζας που λει­τουρ­γεί με βά­ση τις α­ντι­λή­ψεις του Χά­γιεκ [3], ού­τε, χω­ρίς να δί­νει λο­γα­ρια­σμό ού­τε στους ε­κλο­γείς στις κυ­βερ­νή­σεις, αλ­λά θα εί­χε μο­να­δι­κό στό­χο τη στα­θε­ρό­τη­τα των τι­μών. Στη  νέα νο­μι­σμα­τι­κή ζώ­νη θα κυ­ριαρ­χού­σε η γερ­μα­νι­κή οι­κο­νο­μία, διευ­ρυ­νό­με­νη προς τις χώ­ρες της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης, που προ­σέ­φε­ραν, λί­γα μέ­τρα α­πό τα σύ­νο­ρα της, έ­να πε­λώ­ριο κοί­τα­σμα φθη­νής ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης.
Το κό­στος της ε­πα­νέ­νω­σης ή­ταν υ­ψη­λό και τρά­βη­ξε προς τα κά­τω τη γερ­μα­νι­κή οι­κο­νο­μι­κή με­γέ­θυν­ση. Για να ξα­να­πά­ρει πά­νω του, ο γερ­μα­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός ε­φάρ­μο­σε μια χω­ρίς προ­η­γού­με­νο πο­λι­τι­κή συ­μπίε­σης των μι­σθών, που τα γερ­μα­νι­κά συν­δι­κά­τα α­να­γκά­στη­καν να α­πο­δεχ­θούν υ­πό την α­πει­λή της με­τα­φο­ράς των ερ­γο­στα­σίων στην Πο­λω­νία, τη Σλο­βα­κία και πιο πέ­ρα α­κό­μα.
Για τη Νό­τια Ευ­ρώ­πη, οι οι­κο­νο­μι­κές  συ­νέ­πειες  ή­ταν πλή­ρως προ­βλέ­ψι­μες. Από τη μια, με την αύ­ξη­ση της βιο­μη­χα­νι­κής πα­ρα­γω­γής και τη σχε­τι­κή μείω­ση του κό­στους ερ­γα­σίας οι ε­ξα­γω­γι­κές βιο­μη­χα­νίες της Γερ­μα­νίας έ­γι­ναν πιο α­ντα­γω­νι­στι­κές α­πό πο­τέ, λε­η­λα­τώ­ντας έ­να αυ­ξα­νό­με­νο τμή­μα των α­γο­ρών της ευ­ρω­ζώ­νης. Από την άλ­λη, στην πε­ρι­φέ­ρειά της, η α­ντί­στοι­χη α­πώ­λεια α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας των το­πι­κών οι­κο­νο­μιών δεν έ­γι­νε αι­σθη­τή χά­ρη σε μια υ­περ­προ­σφο­ρά φθη­νών κε­φα­λαίων με ε­πι­τό­κια ει­κο­νι­κά, που ο­ρί­ζο­νταν για ό­λη τη νο­μι­σμα­τι­κή έ­νω­ση με πλα­σμα­τι­κό τρό­πο, σύμ­φω­να με τους κα­νό­νες που ε­πέ­βα­λε η Γερ­μα­νία.

Χω­ρίς κοι­νό πε­πρω­μέ­νο

Όταν η γε­νι­κευ­μέ­νη κρί­ση που εκ­δη­λώ­θη­κε στις Η­ΠΑ χτύ­πη­σε την Ευ­ρώ­πη, το α­ξιό­χρεο του πε­ρι­φε­ρι­κού χρέ­ους κα­τέρ­ρευ­σε. Όμως, ε­νώ οι Η­ΠΑ α­ντι­με­τώ­πι­σαν το πρό­βλη­μα με μα­ζι­κά δη­μό­σια σχέ­δια σω­τη­ρίας α­πο­τρέ­πο­ντας την πτώ­χευ­ση των τρα­πε­ζών των α­σφα­λι­στι­κών ε­ται­ριών και α­να­ξιό­χρεων ε­ται­ριών, και με έκ­δο­ση χρή­μα­τος α­πό την κε­ντρι­κή τρά­πε­ζα που μπο­ρού­σε να φρε­νά­ρει τη μείω­ση της ζή­τη­σης, στη ζώ­νη του ευ­ρώ υ­πήρ­χαν δύο ε­μπό­δια, που δεν ε­πέ­τρε­ψαν να ε­φαρ­μο­στεί μια τέ­τοια προ­σω­ρι­νή λύ­ση.
Δεν ή­ταν μό­νο το κα­θε­στώς της Ευ­ρω­παϊκής Κε­ντρι­κής Τρά­πε­ζας, που προ­δια­γρα­φό­ταν στη Συν­θή­κη του Μάα­στρι­χτ, το ο­ποίο ε­μπό­δι­ζε τυ­πι­κά την ε­πα­να­γο­ρά χρέ­ους των κρα­τών με­λών, αλ­λά και η α­νυ­παρ­ξία «κοι­νού πε­πρω­μέ­νου» του βε­μπε­ρια­νού έ­θνους [4], που θα συ­νέ­δεε κυ­βερ­νώ­ντες και κυ­βερ­νώ­με­νους σε κοι­νή πο­λι­τι­κή τά­ξη, ε­ντός της ο­ποίας οι πρώ­τοι θα πλή­ρω­ναν α­κρι­βά την πλή­ρη α­γνό­η­ση των υ­παρ­ξια­κών α­να­γκών των δεύ­τε­ρων.
Στο ευ­ρω­παϊκό εί­δω­λο του φε­ντε­ρα­λι­σμού, δεν θα μπο­ρού­σε να υ­πάρ­ξει πα­ρά μια «έ­νω­ση με­τα­βι­βά­σεων» κα­τά το α­με­ρι­κα­νι­κό μο­ντέ­λο. Έτσι, ό­ταν η κρί­ση χτύ­πη­σε, η συ­νο­χή της ευ­ρω­ζώ­νης θα μπο­ρού­σε να ε­ξα­σφα­λι­στεί ό­χι μό­νο με τις κοι­νω­νι­κές δα­πά­νες, αλ­λά με την πο­λι­τι­κή αυ­θε­ντία: εκ μέ­ρους της Γερ­μα­νίας (ε­πι­κε­φα­λής ε­νός συ­να­σπι­σμού μι­κρών κρα­τών του Βορ­ρά) με την ε­πι­βο­λή δρα­κό­ντειων προ­γραμ­μά­των λι­τό­τη­τας –που δεν θα μπο­ρού­σαν να δια­νο­η­θούν οι δι­κοί της πο­λί­τες στις χώ­ρες του Νό­του, οι ο­ποίες δεν μπο­ρούν πια να ξα­να­βρούν την α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τά τους ερ­γα­λείο την υ­πο­τί­μη­ση.

Οι κυ­βερ­νή­σεις πέ­φτουν...

Κά­τω α­πό αυ­τή την πίε­ση οι κυ­βερ­νή­σεις των «μι­κρών» χω­ρών έ­πε­σαν η μία με­τά την άλ­λη. Στην Ιρλαν­δία, στην Πορ­το­γα­λία και την Ισπα­νία, τα κα­θε­στώ­τα που βρέ­θη­καν στις ε­κλο­γές στην αρ­χή της κρί­σης σα­ρώ­θη­καν στις ε­κλο­γές και έ­δω­σαν τη θέ­ση τους σε διά­δο­χες κα­τα­στά­σεις, που α­νέ­λα­βαν να αυ­ξή­σουν τη δό­ση των δρα­στι­κών φαρ­μά­κων.
Στην Ιτα­λία, η ε­σω­τε­ρι­κή διά­βρω­ση και οι ε­ξω­τε­ρι­κές πα­ρεμ­βά­σεις συν­δυά­στη­καν για να α­ντι­κα­τα­στα­θεί μια κυ­βέρ­νη­ση στη­ριγ­μέ­νη στη Βου­λή α­πό μια κυ­βέρ­νη­ση «τε­χνο­κρα­τών», χω­ρίς προ­σφυ­γή σε ε­κλο­γές.
Στην Ελλά­δα, έ­να κα­θε­στώς που ε­πι­βλή­θη­κε α­πό το Βε­ρο­λί­νο, το Πα­ρί­σι και τις Βρυ­ξέλ­λες, υ­πο­βί­βα­σε τη χώ­ρα σε μια κα­τά­στα­ση που θυ­μί­ζει την Αυ­στρία του 1922, ό­ταν ε­πι­βλή­θη­κε υ­ψη­λή ε­πι­τρο­πεία α­πό την Αντά­ντ υ­πό την αι­γί­δα της Κοι­νω­νίας των Εθνών, η ο­ποία α­παι­τού­σε «ό­λο και με­γα­λύ­τε­ρες οι­κο­νο­μίες και θυ­σίες α­πό ό­λα τα στρώ­μα­τα του πλη­θυ­σμού» και πίε­ζε την κυ­βέρ­νη­ση «να στα­θε­ρο­ποιή­σει τον Προϋπο­λο­γι­σμό σε πο­λύ χα­μη­λό­τε­ρο ε­πί­πε­δο» προ­ει­δο­ποιώ­ντας ό­τι «ο έ­λεγ­χος της ε­πι­τρο­πείας θα συ­νε­χι­ζό­ταν, ώ­σπου να ε­πι­τευχ­θεί το ε­πι­διω­κό­με­νο α­πο­τέ­λε­σμα».
Σε ό­λες τις χώ­ρες που ε­φαρ­μό­στη­καν μέ­τρα για την α­νά­κτη­ση της ε­μπι­στο­σύ­νης των χρη­μα­το­πι­στω­τι­κών α­γο­ρών, συ­νο­δεύ­τη­καν α­πό τη μείω­ση των κοι­νω­νι­κών δα­πα­νών, την α­πορ­ρύθ­μι­ση των α­γο­ρών και την ι­διω­τι­κο­ποίη­ση των δη­μό­σιων α­γα­θών. Για να τις δε­σμεύ­σουν, το Βε­ρο­λί­νο και το Πα­ρί­σι α­πο­φά­σι­σαν να ε­πι­βά­λουν τη συ­νταγ­μα­τι­κή κα­το­χύ­ρω­ση της α­παί­τη­σης για ι­σο­σκε­λι­σμέ­νο Προϋπο­λο­γι­σμό εκ μέ­ρους των 17 με­λών της ευ­ρω­ζώ­νης.

Μια νέα «ει­δι­κή σχέ­ση»

Οι θε­ρα­πείες που δο­κι­μά­στη­καν το 2011, δεν πρό­κει­ται να για­τρέ­ψουν τα προ­βλή­μα­τα της ευ­ρω­ζώ­νης. Οι δια­φο­ρές των ε­πι­το­κίων που ε­πι­βάλ­λο­νται στα δη­μό­σια δά­νεια, δεν πρό­κει­ται να ε­πα­νέλ­θουν στα προ κρί­σης ε­πί­πε­δα. Και το χρέ­ος που συσ­σω­ρεύε­ται δεν εί­ναι α­πο­κλει­στι­κά δη­μό­σιο. Αντί­θε­τα, σύμ­φω­να με ε­κτι­μή­σεις οι ε­πι­σφα­λείς α­παι­τή­σεις των τρα­πε­ζών έ­φτα­ναν τα 1,3 τρι­σε­κα­τομ­μύ­ρια ευ­ρώ. Τα προ­βλή­μα­τα πά­νε πιο βα­θιά, τα θε­ρα­πευ­τι­κά σχή­μα­τα εί­ναι πιο α­δύ­να­μα και ό­σοι τα δια­χει­ρί­ζο­νται εί­ναι πιο εύ­θραυ­στοι α­π’ ό,τι πι­στεύουν οι ε­πί­ση­μοι κύ­κλοι.
Τη στιγ­μή που εί­ναι σα­φές ό­τι το φά­σμα της στά­σης πλη­ρω­μών δεν έ­χει α­ντι­με­τω­πι­στεί, τα τε­χνά­σμα­τα της κ. Μέρ­κελ και του κ. Σαρ­κο­ζί κιν­δυ­νεύουν να μην έ­χουν μέλ­λον. «Μπο­ρού­με να πε­ρι­μέ­νου­με ό­τι η γερ­μα­νι­κή ι­σχύς θα χρη­σι­μο­ποιη­θεί με τις πιο βίαιες μορ­φές, ό­χι μέ­σω υ­ψη­λών ε­πι­τα­γών ή της Κε­ντρι­κής Τρά­πε­ζας, αλ­λά μέ­σω της α­γο­ράς», ε­πι­ση­μαί­να­με πριν την ε­πέ­λα­ση της κρί­σης.
Η Γερ­μα­νία, που πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε άλ­λο κρά­τος υ­πήρ­ξε η κυ­ρίως υ­πεύ­θυ­νη για την κρί­ση του ευ­ρώ ε­ξαι­τίας της πο­λι­τι­κής της συ­μπίε­σης των μι­σθών στο ε­σω­τε­ρι­κό και του φθη­νού κε­φα­λαίου στο ε­ξω­τε­ρι­κό, υ­πήρ­ξε ε­πί­σης ο κύ­ριος αρ­χι­τέ­κτο­νας της πο­λι­τι­κής που με­τα­φέ­ρει τα βά­ρη στις πλά­τες των πιο α­δύ­να­μων στρω­μά­των. Με αυ­τή την έν­νοια, έ­χει φθά­σει η στιγ­μή για μια νέα ευ­ρω­παϊκή η­γε­μο­νία. Μα­ζί της εμ­φα­νί­στη­κε το πρώ­το α­ναί­σχυ­ντο μα­νι­φέ­στο γερ­μα­νι­κής ε­πι­κυ­ριαρ­χίας στην ΕΕ.

Το πρό­τυ­πο της γερ­μα­νι­κής η­γε­μο­νίας

Σε άρ­θρο του που δη­μο­σίευ­σε η ση­μα­ντι­κή γερ­μα­νι­κή ε­πι­θεώ­ρη­ση «Merkur» ο νο­μι­κός Κρι­στόφ Σόν­μπερ­γκε­ρ, ε­ξη­γεί ό­τι το εί­δος η­γε­μο­νίας που εί­ναι μοι­ραίο να α­σκή­σει η Γερ­μα­νία στην Ευ­ρώ­πη, δεν έ­χει να κά­νει με το οικ­τρό σλό­γκαν «ε­νός α­ντιι­μπε­ρια­λι­στι­κού λό­γου α­λά Γκράμ­σι». Οφεί­λου­με να την α­ντι­λη­φθού­με με τη συ­νταγ­μα­τι­κή έν­νοια που δί­νει ο νο­μι­κός Χάιν­ριχ Τρί­πε­λ, δη­λα­δή με το λει­τουρ­γι­κό ρό­λο που α­να­τί­θε­ται στο πιο ι­σχυ­ρό κρά­τος στους κόλ­πους ε­νός ο­μο­σπον­δια­κού συ­στή­μα­τος, κα­τά το πρό­τυ­πο της Πρω­σίας στη Γερ­μα­νία τον 19ο και 20ού αιώ­να.
Η ΕΕ α­ντα­πο­κρί­νε­ται α­κρι­βώς σ’ αυ­τό το πρό­τυ­πο: έ­να ου­σια­στι­κό δια­κυ­βερ­νη­τι­κό κον­σόρ­τσιουμ συ­να­ντά­ται στο Ευ­ρω­παϊκό Συμ­βού­λιο, του ο­ποίου οι συ­νε­δριά­σεις α­να­γκα­στι­κά δεν «πα­ρά­γουν ή­χο» και μό­νο με τη βοή­θεια της ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σίας θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ό­τι μια μέ­ρα θα κα­τα­στεί «το γα­λά­ζιο άν­θος της δη­μο­κρα­τίας, α­παλ­λαγ­μέ­νο α­πό κά­θε γήι­νο θε­σμι­κό κα­τά­λοι­πο [5].
Όμως, κα­θώς τα κρά­τη που εκ­προ­σω­πού­νται στο Ευ­ρω­παϊκό Συμ­βού­λιο εί­ναι ά­νι­σα ως προς το μέ­γε­θος και το βά­ρος, θα ή­ταν μη ρε­α­λι­στι­κό να υ­πο­θέ­σου­με ό­τι θα μπο­ρού­σαν να συ­ντο­νι­στούν σε ι­σό­τι­μη βά­ση. Για να λει­τουρ­γή­σει η ΕΕ, α­παι­τεί α­πό το κρά­τος με το με­γα­λύ­τε­ρο πλη­θυ­σμό και πλού­το να της δώ­σει συ­νο­χή και κα­τεύ­θυν­ση. Η Ευ­ρώ­πη έ­χει α­νά­γκη α­πό τη γερ­μα­νι­κή η­γε­μο­νία και οι Γερ­μα­νοί ο­φεί­λουν να πά­ψουν να δεί­χνουν δει­λία στην ά­σκη­ση αυ­τής της η­γε­μο­νίας.

Η Γαλ­λία α­πλώς α­κο­λου­θεί

Η Γαλ­λία, που το πυ­ρη­νι­κό ο­πλο­στά­σιό της και η μό­νι­μη έ­δρα στο Συμ­βού­λιο Ασφα­λείας του Ο­ΗΕ δεν έ­χουν πια το ί­διο ό­πως άλ­λο­τε βά­ρος, ό­φει­λε να α­να­θεω­ρή­σει τις α­παι­τή­σεις της. Η Γερ­μα­νία ό­φει­λε να συ­μπε­ρι­φερ­θεί στη Γαλ­λία ό­πως ο Φον Μπί­σμαρκ στη Βαυα­ρία μέ­σα στο ο­μο­σπον­δια­κό σύ­στη­μα του Δεύ­τε­ρου Ράι­χ, φι­λο­δω­ρώ­ντας τον κα­τώ­τε­ρο ε­ταί­ρο με συμ­βο­λι­κά προ­νό­μια και γρα­φειο­κρα­τι­κές πα­ρη­γο­ρίες. Θα α­πο­δεχ­θεί η Γαλ­λία τό­σο εύ­κο­λα την υ­πο­βάθ­μι­ση στο κα­θε­στώς αυ­τό που ε­πι­φυ­λάχ­θη­κε στο Δεύ­τε­ρο Ράιχ για τη Βαυα­ρία; Ίδω­μεν.
Η γνώ­μη του Μπί­σμαρκ για τους Βαυα­ρούς εί­ναι γνω­στή: «Κά­τι α­νά­με­σα σ’ έ­ναν Αυ­στρια­κό και έ­να αν­θρώ­πι­νο ον». Υπό την προ­ε­δρία του Σαρ­κο­ζί, η α­να­λο­γία δεν θα μπο­ρού­σε να φα­νεί α­συ­νή­θι­στη, κα­θώς το Πα­ρί­σι ή­ταν προ­σκολ­λη­μέ­νο στις προ­τε­ραιό­τη­τες του Βε­ρο­λί­νου. Σή­με­ρα, ό­μως, ί­σως ται­ριά­ζει έ­νας πιο σύγ­χρο­νος πα­ραλ­λη­λι­σμός. Η α­γω­νία που δεί­χνει η γαλ­λι­κή πο­λι­τι­κή τά­ξη να μη χω­ρι­στεί πο­τέ α­πό τα γερ­μα­νι­κά σχέ­δια μέ­σα στην ΕΕ και να συ­μπράτ­τει πά­ντο­τε σ’ αυ­τά, θυ­μί­ζει ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο μια άλ­λη «ει­δι­κή σχέ­ση»: των Βρε­τα­νών που αρ­πά­ζο­νται με α­πελ­πι­σία α­πό το ρό­λο του υ­πα­σπι­στή των Η­ΠΑ.
Εί­ναι έ­να ε­ρώ­τη­μα για πό­σο χρό­νο α­κό­μα μπο­ρεί να διαρ­κέ­σει αυ­τή η οι­κειο­θε­λής γαλ­λι­κή υ­πο­τα­γή, χω­ρίς να υ­πάρ­ξει α­ντί­δρα­ση. Οι φαν­φα­ρο­νι­σμοί του κ. Φόλ­κερ Κά­ου­ντε­ρ, γραμ­μα­τέα της Χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κής Ένω­σης (CDU), που εί­πε ό­τι «η Ευ­ρώ­πη μι­λά­ει πια γερ­μα­νι­κά», μπο­ρούν να προ­κα­λέ­σουν μάλ­λον μνη­σι­κα­κία πα­ρά ευ­πεί­θεια. Εδώ και πολ­λά χρό­νια, πά­ντως, κυ­ρίως ε­ξαι­τίας της στρέ­βλω­σης που προ­κα­λεί το γαλ­λι­κό ε­κλο­γι­κό σύ­στη­μα, δεν υ­πάρ­χει στην ΕΕ πο­λι­τι­κή τά­ξη πιο ο­μό­θυ­μα κομ­φορ­μι­στι­κή α­πό τη γαλ­λι­κή. Το να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς ό­τι ο κ. Ολά­ντ θα ε­πι­δεί­ξει λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρη οι­κο­νο­μι­κή και στρα­τη­γι­κή α­νε­ξαρ­τη­σία, θα ή­ταν μια νί­κη της ελ­πί­δας έ­να­ντι της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές δο­νή­σεις

Για τον ί­διο λό­γο, δεν υ­πάρ­χει χώ­ρα στην ΕΕ, ό­που το χά­σμα α­νά­με­σα στη λαϊκή γνώ­μη και τις ε­πί­ση­μες προ­θέ­σεις να εί­ναι τό­σο βα­θύ. Ο κ. Ολά­ντ ήρ­θε στην ε­ξου­σία ό­πως και ο κ. Ρα­χόι στην Ισπα­νία, χω­ρίς νε ε­πι­δειχ­θεί ι­διαί­τε­ρος ζή­λος α­πό την πλευ­ρά των ψη­φο­φό­ρων, σαν η μό­νη ε­φι­κτή λύ­ση. Εξί­σου γρή­γο­ρα θα μπο­ρού­σε να ε­ξα­σθε­νί­σει η θέ­ση του, μό­λις ε­φαρ­μο­στεί η πο­λι­τι­κή λι­τό­τη­τας.
Στους κόλ­πους του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου ευ­ρω­παϊκού συ­στή­μα­τος, μό­νο στην Ελλά­δα προ­κλή­θη­κε ση­μα­ντι­κή λαϊκή α­να­τα­ρα­χή για την ώ­ρα, αν και η Ισπα­νία γνω­ρί­ζει ή­δη προ­μνη­μο­νια­κές δο­νή­σεις. Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι τί­πο­τε δεν εγ­γυά­ται ό­τι α­κό­μη και οι πιο σκλη­ρές δο­κι­μα­σίες θα προ­κα­λέ­σουν την α­ντί­δρα­ση των λαών και δεν θα τους πα­ρα­λύ­σουν, ό­πως μας έ­δει­ξε η ε­μπει­ρία της πα­θη­τι­κό­τη­τας των Ρώ­σων α­πέ­να­ντι στην κα­τα­στρο­φι­κή κυ­βέρ­νη­ση Γιέλ­τσιν. Ωστό­σο, οι λα­οί της ΕΕ εί­ναι λι­γό­τε­ρο πε­σμέ­νοι και, κα­θώς οι ό­ροι ζωής τους χει­ρο­τε­ρεύουν σα­φώς, τα πε­ρι­θώ­ρια της υ­πο­μο­νής τους μπο­ρεί να α­πο­δειχ­θούν μι­κρό­τε­ρα.
Πί­σω α­πό κά­θε σε­νά­ριο υ­πάρ­χει μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: α­κό­μη κι αν μπο­ρού­σε να ε­πι­λυ­θεί η κρί­ση του ευ­ρώ χω­ρίς να υ­πο­φέ­ρουν οι πιο α­δύ­να­μοι –πράγ­μα α­πί­θα­νο –η υ­πο­βό­σκου­σα πε­ρι­στο­λή της α­νά­πτυ­ξης δεν πρό­κει­ται να ε­ξα­λειθ­φεί.

* Ο Πέ­ρι Άντερ­σον εί­ναι κα­θη­γη­τής Ιστο­ρίας και Κοι­νω­νιο­λο­γίας στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Λος Άντζε­λες και συ­νερ­γά­της του New Left Review

[1] Ο Χελ­ντ εί­χε α­να­λά­βει το δι­δα­κτο­ρι­κό του Σαΐφαλ Ισλάμ Κα­ντά­φι στο Λό­ντον Σκουλ οφ Εκο­νό­μι­κς. Το δι­δα­κτο­ρι­κό του δό­θη­κε χω­ρίς να πα­ρα­δώ­σει την ερ­γα­σία του, με α­ντάλ­λαγ­μα μια γεν­ναία χο­ρη­γία της Λι­βύης. Όταν ξέ­σπα­σε το σκάν­δα­λο, ο Χε­ντ α­να­γκά­στη­κε να ε­γκα­τα­λεί­ψει το πα­νε­πι­στή­μιο.
[2] Το 2005 ο Χά­μπερ­μπας με­τεί­χε με πά­θος στην κα­μπά­νια για το γαλ­λι­κό δη­μο­ψή­φι­σμα για τη Συ­νταγ­μα­τι­κή Συν­θή­κη προ­λέ­γο­ντας κα­τα­στρο­φές σε πε­ρί­πτω­ση που α­πορ­ρι­πτό­ταν. Δεν εί­πε λέ­ξη, ω­στό­σο, ό­ταν η Γερ­μα­νία α­πο­φάν­θη­κε γι' αυ­τήν χω­ρίς προ­σφυ­γή σε ο­ποιο­δή­πο­τε εί­δος λαϊκής ε­τυ­μη­γο­ρίας. Όπως άλ­λω­στε έ­κα­νε και την ε­πο­χή της Συν­θή­κης του Μάα­στρι­χτ.
[3] Φι­λε­λεύ­θε­ρος αυ­στρια­κός οι­κο­νο­μο­λό­γος (1899-1992).
[4] Έννοια που χρη­σι­μο­ποίη­σε ο γερ­μα­νός κοι­νω­νιο­λό­γος Μαξ Βέ­μπερ (1864-1920)
[5] Δα­νει­σμέ­νο α­πό τον ποιη­τή Νο­βά­λις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων