Μια αποστροφή του Αντ. Σαμαρά, από τις απαντήσεις του σε ερωτήσεις κατά το συνέδριο της Süddeutsche Zeitung το περασμένο Σάββατο στο Βερολίνο, προκάλεσε τον συνήθη οργασμό παραπολιτικής φιλολογίας. «Η κυβέρνηση είναι ισχυρή, δεν θα χάσουμε την πλειοψηφία. Ακόμη κι αν υπάρξει διαρροή ενός βουλευτή, υπάρχει πάντοτε ένα 'μαξιλάρι', καθώς υπάρχουν άλλοι έτοιμοι να βοηθήσουν», είπε ο πρωθυπουργός. Οι συνειρμοί που προκάλεσε επιβεβαιώθηκαν με ποικίλους τρόπους τις μέρες που κύλησαν. Με την απόφαση της ΔΗΜ.ΑΡ. να υπερψηφίσει την τροπολογία για τα φάρμακα και να καταψηφίσει την εξεταστική για τα υποβρύχια. Με τη συμφωνία Σαμαρά να στηρίξει τον αδύναμο κυβερνητικό κρίκο (ΠΑΣΟΚ, Βενιζέλος) και στην εξεταστική. Με τις δηλώσεις μερικών ανεξάρτητων αλλά και βουλευτών των ΑΝ.ΕΛΛ. που έσπευσαν να επιβεβαιώσουν ότι όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται. Και, φυσικά, με τη στάση καθεστωτικών ΜΜΕ, που στην επιχείρηση διεμβολισμού της αντιπολίτευσης επιβεβαίωσαν ότι λειτουργούν ως ενημερωτικό καρτέλ.
Το κυριότερο, ωστόσο, στην αναφορά Σαμαρά είναι ότι αποκαλύπτει με κυνικό τρόπο το πόσο ελεγχόμενο και στεγανοποιημένο από τις επιδράσεις της κοινωνίας έχει γίνει το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Η πρόσκληση Τσίπρα προς βουλευτές της συμπολίτευσης να δείξουν πόσο εννοούν τη διαφωνία τους σε νέα μέτρα χαρακτηρίστηκε «προσκλητήριο αποστασίας» τόσο από τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ όσο και από πηχυαίους τίτλους εφημερίδων. Αντιθέτως, η αποκάλυψη Σαμαρά ότι υπάρχουν εφεδρείες «προθύμων», που σήμερα υποδύονται τους αντιπολιτευόμενους, αλλά μπορούν ανά πάσα στιγμή να συμβάλουν στην αναστήλωση της ισχνής κυβερνητικής πλειοψηφίας, έγινε δεκτή με φιλοφρονήσεις περί «πολιτικής μαστοριάς» και με ρεπορτάζ για την ανθρωπογεωγραφία των «προθύμων».
Το «μαξιλάρι» του Αντ. Σαμαρά μπορεί να έχει πολλά ονοματεπώνυμα, αλλά το κυριότερο είναι ότι αποκαλύπτει τον ευτελισμό του κοινοβουλευτικού βίου στο επίπεδο κακότεχνης οπερέτας, στην οποία τον κύριο ρόλο παίζουν εξωκοινοβουλευτικοί μηχανισμοί, κομματικοί, κρατικοί, επιχειρηματικοί ή άλλοι, ακόμη και διεθνείς, έτοιμοι να ρίξουν το βάρος στη διατήρηση των πλειοψηφικών προσχημάτων.
Το αποτέλεσμα είναι διπλά αρνητικό: από τη μια πλευρά, ένα σύστημα εξουσίας που διαρκώς κρέμεται από μια κλωστή και βρίσκεται σε κραυγαλέα αναντιστοιχία με τη δυσφορία της κοινωνίας τελικά διασώζεται. Και από την άλλη πλευρά, στην κοινωνία εμπεδώνεται μια αυξανόμενη αίσθηση αναποτελεσματικότητας και αδυναμίας να επιδράσει, έστω και αποτρεπτικά, σε αποφάσεις που καθορίζουν το μέλλον της για δεκαετίες.
Έτσι, παρ' ότι η κρίση νομιμοποίησης της διακυβέρνησης εδώ και τρία χρόνια διευρύνεται συνεχώς, πράγμα που αποτυπώνεται σταθερά στις δημοσκοπήσεις (η κυβερνώσα πλειοψηφία δεν ξεπερνά το 33% στην εκτίμηση ψήφου), τελικά μπαλώνεται κοινοβουλευτικά και δεν εκτονώνεται κοινωνικά. Μια αίσθηση παντοδυναμίας του «συστήματος» -παρ' ότι αυτό βρίσκεται στην πιο αδύναμη στιγμή του- τροφοδοτεί δύο βασικές τάσεις στην κοινή γνώμη. Η μία είναι ένα γενικό «αποτράβηγμα» από την πολιτική, μια ταύτιση της πολιτικής πάλης και της κοινοβουλευτικής διαδικασίας γενικώς με το στημένο και εξ ορισμού χαμένο παιχνίδι, από την οποία αντλεί επιρροή και η ανακάμπτουσα Χρυσή Αυγή. Η άλλη τάση είναι μια αντίληψη ανάθεσης της λύσης σε επερχόμενους κοινοβουλευτικούς σωτήρες, όποτε γίνουν εκλογές.
Η χειρότερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει η Αριστερά στον εαυτό της και στην κοινωνία είναι να καλλιεργεί, να ενθαρρύνει ή να υπονοεί αυτή τη δεύτερη αντίληψη. Το αρτιότερο πρόγραμμα, οι πιο τεκμηριωμένες προτάσεις, η πιο καλοσχεδιασμένη τακτική είναι καταδικασμένες σε αποτυχία αν διαμορφώνονται στο εργαστήριο, χωρίς την επίδραση του λαϊκού παράγοντα. Και ο λαϊκός παράγοντας είναι ανησυχητικά απών ή ασθενικά παρών, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, παρ' ότι ο θίασος της κοινοβουλευτικής οπερέτας έδωσε ουκ ολίγες αφορμές. Τα επιμέρους μέτωπα, ακόμη και τα πιο ανθεκτικά (ΕΡΤ, Χαλκιδική, ΑΕΙ, υγεία), μένουν απομονωμένα, δεν ολοκληρώνονται με προγραμματικά αιτήματα και θέσεις γύρω από τα οποία να συσπειρώνεται η πλειοψηφία των θυμάτων του Μνημονίου. Τι δημόσια τηλεόραση θέλουμε, ποια βιομηχανική πολιτική, τι είδους δημόσια πανεπιστήμια, τι είδους δημόσιο, πραγματικά εθνικό σύστημα υγείας.
Πίσω από κάθε μέτωπο που ανοίγει η κυβέρνηση με υπόδειξη της τρόικας υπάρχει μια σύγκρουση συμφερόντων που η Αριστερά οφείλει ν' αναδεικνύει σε όλο της το βάθος. Κάθε πρόταση που διατυπώνει οφείλει να επιλύει αυτή τη σύγκρουση υπέρ των συμφερόντων των φτωχότερων στρωμάτων, της λαϊκής πλειοψηφίας. Να διαμορφώνει και να κινητοποιεί μια ευρεία και ενεργό κοινωνική συμμαχία, η οποία θα καθιστά ανίσχυρες τις τεχνητές πλειοψηφίες της κοινοβουλευτικής οπερέτας και θα καθιστά την κρίση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης υπαρξιακό πρόβλημα των ίδιων των εκπροσώπων. Απέναντι στα «μαξιλάρια» της μνημονιακής κυβέρνησης, η Αριστερά οφείλει να αντιπαρατάξει ολόκληρο το «στρώμα» μιας κοινωνικής πλειοψηφίας που θα κάνει πολλούς να χάσουν τον ύπνο τους. Ειδάλλως θα την πλακώσει και την ίδια το πάπλωμα, κατά την λαϊκή ρήση που εκφράζει τον βαθύ και μακρύ ύπνο...