Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Οι « Ευαγγελιστές » των Βρυξελών στην ρουμανική ύπαιθρο...

Εκατομμύρια Ρουμάνων ζουν από τη γεωργία, εφαρμόζοντας ένα μοντέλο επικεντρωμένο στην ιδιοκατανάλωση των προϊόντων που παράγουν. Στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να βάλει τέλος σε αυτό. Τα « στελέχη εξευρωπαϊσμού » οργώνουν ολόκληρη τη χώρα για να προωθήσουν τη συγκεκριμένη πολιτική, θυμίζοντας παλαιότερες εποχές. Αντίθετα από την εικόνα που προβάλλουν τα διαφημιστικά σποτ, οι αυτάρκεις αγρότες που πλήττονται από τη λιτότητα που επιβάλλουν οι διεθνείς θεσμοί, αντιστέκονται.
Το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του υπουργείου Γεωργίας διασχίζει με μεγάλη ταχύτητα τους δρόμους της υπαίθρου, έχοντας ενεργοποιήσει τον ανιχνευτή ραντάρ της τροχαίας αμέσως μόλις βγήκε από το Βουκουρέστι. Στους πρόποδες των Καρπαθίων, μικρές διακριτικές πινακίδες μας ενημερώνουν για την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένου καλαμποκιού της αμερικανικής εταιρείας Pioneer. Τα γιγάντια ατσάλινα κουφάρια των εργοστασίων της πάλαι ποτέ βαριάς βιομηχανίας της χώρας ορθώνονται εγκαταλελειμμένα, περιτριγυρισμένα από χιλιάδες στρέμματα δημητριακών.
Οι εκτάσεις αυτές ανήκουν στην Agro Invest, το ρουμανικό γίγαντα της βιομηχανίας αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, ο οποίος διαφημίζει μέσα από τεράστιες γιγαντοαφίσες τον –πρόσφατο- στόχο του να κατακτήσει τα tchernoziom, τα ρουμανικά μαύρα χώματα που συγκαταλέγονται στην πλέον εύφορη γη σε ολόκληρη την Ευρώπη. « Κοιτάξτε ! Εσείς είστε ! », αναφωνεί ο Γκαμπριέλ Γκαρμπάν, διευθυντής επικοινωνίας του Οργανισμού Πληρωμών για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου και της Αλιείας (APDRP). Τα φουγάρα ενός ολοκαίνουργιου εργοστασίου της Michelin δεσπόζουν στη εθνική οδό. Λίγο παρακάτω, βλέπουμε ένα βραχοκιρκίνεζο ζυγισμένο στον ουρανό να παρατηρεί έναν εβδομηντάρη αγρότη που κάθεται ανάμεσα στα αγριόχορτα κρατώντας ένα βιβλίο. Η κόσα με την οποία θέριζε είναι ακουμπημένη λίγο παραπέρα. Κάθε τόσο σηκώνει το βλέμμα του για να επιτηρεί τη μία και μοναδική αγελάδα του. « Καλλιεργείται… », μας λέει ο Γκαρμπάν κυριευμένος από ποιητικό οίστρο και μας θυμίζει τη φράση του Ρουμάνου φιλόσοφου Λουσιάν Μπλάγκα : « Η αιωνιότητα γεννήθηκε στην ύπαιθρο ».
Φτάνοντας στη Σερκάια, στο κέντρο της χώρας, έχουμε την εντύπωση ότι η αιωνιότητα πατάει για τα καλά το γκάζι. Στην είσοδο του δημαρχείου, μια αφίσα μας ενημερώνει ότι « Το καραβάνι του Εθνικού Προγράμματος για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου (PNDR) έρχεται στο χωριό σου ! ». Στο δημοτικό γήπεδο, μέσα σε μια μεγάλη σκηνή, έξι « στελέχη εξευρωπαϊσμού » με τις μπλε στολές τους αρχίζουν την προβολή ενός PowerPoint στο οποίο παρουσιάζεται ένα « πρόγραμμα χρηματοδότησης αγελαδοτροφικής φάρμας ». Από το 2007, η Ρουμανία έχει πρόσβαση στα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Αγροτικού Ταμείου για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου (Feader), το οποίο συγχρηματοδοτεί την ανάληψη πρωτοβουλιών : ο στόχος είναι να μετατραπούν σε « δυνητικούς επιχειρηματίες » τα τρεισήμισι εκατομμύρια Ρουμάνων που ζουν καλλιεργώντας λιγότερα από δέκα στρέμματα γης, επιδιδόμενοι σε μια γεωργία αυτάρκειας και ιδιοκατανάλωσης. Το μερίδιο των αγροτών στον ενεργό πληθυσμό αποτελεί ευρωπαϊκό ρεκόρ : 30%, έναντι 28% το 1989. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα πυροδότησε μια « επιστροφή στη γη » : ο μέσος όρος της έκτασης της γης που καλλιεργούν οι αγρότες είναι 20 στρέμματα (κι αυτά σε κατατεμαχισμένες ιδιοκτησίες), έναντι 550 στη Γαλλία.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρμπάν είναι εξοργισμένος : « Ο βοσκός που συναντήσαμε προηγουμένως συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο τη ρουμανική γεωργία : δεν είναι ανταγωνιστικός. Πώς μπορείς να ξανοιχτείς στην ευρωπαϊκή αγορά όταν κάθε αγρότης παράγει πέντε λίτρα γάλα την ημέρα ; » Και ποια είναι η απάντηση που προτείνει ; Να ακολουθήσει το παράδειγμα των τριάντα κατοίκων της Σερκάια που παρακολουθούν την προβολή του PNDR. Η Καταλίνα Μουζά, συνάδελφος του Γκαρμπάν, είναι ενθουσιασμένη : « Είναι πολύ σημαντικό να πειστούν οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Εδώ, σ’ αυτό το χωριό, ήρθαν ο παπάς κι ο δάσκαλος ». Στην οθόνη παρουσιάζονται οι « οικονομικοί και χρηματοοικονομικοί επιχειρησιακοί στόχοι », οι οποίοι υποτίθεται ότι θα επιτρέψουν σε έναν αγρότη να παράγει « 24 τόνους ντομάτας επί πέντε χρόνια », χάρη σε μια « επένδυση 23.754 ευρώ, από τα οποία τα 7.400 θα είναι επιδοτούμενα ». Η Μουζά διευκρινίζει : « Οι μικροί αγρότες δεν μπορούν να αποτελέσουν τους δυνητικούς δικαιούχους αυτού του προγράμματος. Απευθυνόμαστε κυρίως σε άτομα τα οποία επιθυμούν να στήσουν μια επιχείρηση ».
Ο Αλεξάντρου Στράμτου είναι ένας από αυτούς. Ο τριαντάχρονος γεωπόνος μας ξεναγεί γεμάτος περηφάνια στη νέα του φυτεία, στην οποία καλλιεργεί βιολογικά μύρτιλα. Η Ευρώπη χρηματοδότησε το ήμισυ του κόστους αυτού του προγράμματος, καταβάλλοντας 300.000 ευρώ. Το υπόλοιπο το ανέλαβε ο ίδιος. « Χρεώθηκα, αλλά η επιχείρηση πάει καλά. Πουλάω όλη μου την παραγωγή σε μια πορτογαλική εταιρεία, η οποία εξάγει τα μύρτιλά μου στη Γερμανία, στη Χιλή… Μάλιστα, μερικές φορές, βρίσκω τα φρούτα μου να πουλιούνται εδώ !
- Κι όλες αυτές οι μεταφορές σε κάθε γωνιά του κόσμου, δεν είναι κάπως αντιοικολογικές και ασύμβατες με τη βιολογική γεωργία ;
- Ειλικρινά, στα παλιά μου τα παπούτσια ».

Στο σουπερμάρκετ, οι πατάτες είναι ιταλικές, γερμανικές…

Την επόμενη μέρα, στα περίχωρα της Μπάρλα, στη Νότια Ρουμανία, ο Χαντί Χούρι μας καλωσορίζει στη φάρμα του και μας ζητάει να φορέσουμε μια λευκή στολή, για να μην μολύνουμε τις 120.000 κότες που εκτρέφονται στα τέσσερα κτήρια του πρώην Αγροτικού Συνεταιρισμού Παραγωγής [1]. Ο νεαρός Λιβανέζος Χούρι είναι ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Haditon, τον οποίο έχει συστήσει μαζί με δώδεκα συνεταίρους, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάγονται από τη Μέση Ανατολή. Ο όμιλος παράγει το ένα τέταρτο των αυγών που καταναλώνονται στη Ρουμανία : « Εάν δεν έχεις τη σφραγίδα έγκρισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τράπεζες ούτε που καταδέχονται να σε κοιτάξουν. Εάν όμως την έχεις, τότε έρχονται εκείνες σε σένα ! ». Πράγματι, το Feader συμμετείχε στην ανακαίνιση της μονάδας του Χούρι, χρηματοδοτώντας την με ένα εκατομμύριο ευρώ. Ο τριαντάχρονος επενδυτής είναι ενθουσιασμένος : « Υπέροχη χώρα η Ρουμανία. Τα κτήρια του πρώην κομμουνιστικού συνεταιρισμού δεν μου κόστισαν σχεδόν τίποτε. Ο μισθός των 25 υπαλλήλων μου είναι ένα κομμάτι ψωμί κι οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις είναι σημαντικές. Το πρόβλημα είναι οι Πολωνοί.
-  Σας ανταγωνίζονται ;
-  Με αθέμιτο τρόπο. Δεν έχουν τις ίδιες υγειονομικές προδιαγραφές και επιδοτούνται περισσότερο απ’ ό,τι εμείς. Αυτό είναι το πρόβλημα με την Ευρώπη : ναι μεν υπάρχει άφθονο χρήμα για τον εκσυγχρονισμό, αλλά μας βάζει να ανταγωνιζόμαστε όλοι μεταξύ μας ».
Ο Θεοντόρ Νικολέσκου, βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας και πρώην υφυπουργός Δικαιοσύνης, σχολιάζει : « Η επιτυχία του Χαντί αποτελεί παράδειγμα για όλους μας. Χάρη στην Ε.Ε. γινόμαστε ανταγωνιστικοί και δημιουργούμε τις συνθήκες που απαιτούνται για να καθοδηγεί η ελεύθερη αγορά τη συμπεριφορά των ανθρώπων ».
Το βράδυ, διανυκτερεύουμε σε ένα δωμάτιο 60 τετραγωνικών μέτρων με μαρμάρινο μπάνιο, σε μια άδεια τουριστική πανσιόν που χτίστηκε με την υποστήριξη του Feader. Καθώς πίνουμε το ποτό μας, ο Γκαρμπάν και η Μουζά μας μιλάνε για τους γονείς τους (φυσικούς και στυλίστες μόδας), οι οποίοι προτίμησαν τη ζωή της πόλης και εγκατέλειψαν τα οικογενειακά κτήματα. Κι όμως, στη Ρουμανία, το γκοσπονταρί (οικογενειακό κτήμα) εξακολουθεί να αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική μονάδα της κοινωνικής οργάνωσης : κατοικία του αγρότη, αυλή, βοηθητικοί χώροι του υποστατικού και λαχανόκηπος. Ο Ίον Νεάγκου, ο σοφέρ του υπουργείου Γεωργίας, μας εξηγεί ότι έχει νοικιάσει τα 30 στρέμματα που κληρονόμησε από τους γονείς του σε έναν αγρότη, ο οποίος συμμετέχει σε έναν συνεταιρισμό [2]. « Κάλλιο δεύτερος στην πόλη, παρά πρώτος στο χωριό… ». Ο μάγειρας της πανσιόν αντιδρά θυμωμένος : « Εγώ το καλλιεργώ το γκοσπονταρί μου. Έχω τα γουρούνια μου, τις κότες μου, τις αγελάδες μου. Πώς θα τα ‘βγαζα πέρα χωρίς αυτό, με τα λεφτά που βγάζω από αυτήν την εποχιακή απασχόληση ; » Αν και η νεαρή σερβιτόρα είναι ενθουσιασμένη που επωφελείται από την παραγωγή του γκοσπονταρί των γονιών της, τίποτε στον κόσμο δεν θα την έκανε να πιάσει τσάπα στα χέρια της : « Δεν θα τη ρημάξω εγώ την πλάτη μου ». Αντίθετα, ο Νεάγκου επιθυμεί να περάσει τα γηρατειά του στο πατρογονικό αγρόκτημα, γιατί « εκεί βρίσκεται η καρδιά μου »… Σιγά σιγά, η σχέση των ανθρώπων με τις αγροτικές εργασίες αλλάζει : η υποτίμησή τους από τα μέλη των περισσότερων οικογενειών επιταχύνει τη διαδικασία της εγκατάλειψης των καλλιεργειών που είναι επικεντρωμένες στην αυτάρκεια [3].
Τριακόσια χιλιόμετρα παρακάτω, μακριά από το διαφημιστικό Καραβάνι του PNDR, όταν ο Τεοντόρ Βινγκαρζάν μας διαβεβαιώνει ότι επιδίδεται σε γεωργία αυτάρκειας και ιδιοκατανάλωσης σε έκταση πεντακοσίων στρεμμάτων, δυσκολευόμαστε να τον πιστέψουμε. Ο τριαντατετράχρονος γιος του μας ξεναγεί στο αγρόκτημα. Αν και είναι πολιτικός μηχανικός, προτίμησε να μείνει στα οικογενειακά κτήματα στο Βίντου ντε Τζος, παρά « να κερδίζει 300 ευρώ στην πόλη, στην καλύτερη των περιπτώσεων ». Στον στάβλο, ο νεαρός μας δείχνει τις τρεις αγελάδες του, αρμέγει μία από αυτές και μας προσφέρει μια κούπα ζεστό γάλα. « Νάτος κι ο εκσυγχρονισμός ! », αστειεύεται ξεπλένοντας το μπολ σε μια βρύση στον τοίχο. « Εδώ και λίγο καιρό έχουμε και τρεχούμενο νερό ! ». Οι Βινγκαρζάν χρησιμοποιούν την κοπριά των ζώων τους για λίπασμα στα σιτηρά που παράγουν, τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για ζωοτροφή στα βοοειδή που εκτρέφουν : « Στο τέλος του χρόνου μας έχει μείνει ένα γουρούνι για τα Χριστούγεννα, το γάλα μας και τα αυγά μας ».
Ποιος, όμως, ευθύνεται για τη γεωργία της αυτοσυντήρησης την οποία υφίστανται, γι’ αυτή τη δουλειά « σκλάβου » ; « Αυτή η βρομιάρα η Ευρωπαϊκή Ένωση », φωνάζει έξαλλος ο πατέρας, του οποίου ο μικρότερος γιος εξορίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες αναζητώντας δουλειά. « Το τοπικά προϊόντα μας είναι βιολογικά και εξαιρετικής ποιότητας… Όμως, τα προϊόντα της Δυτικής Ευρώπης μας έχουν τσακίσει ! Παίρνουν μεγαλύτερες επιδοτήσεις, οι καλλιέργειές τους είναι περισσότερο εκμηχανισμένες και, άρα, τα προϊόντα τους είναι πολύ φτηνότερα από τα δικά μας. Ρίξτε μια ματιά στο σουπερμάρκετ : οι πατάτες είναι ιταλικές, γερμανικές, γαλλικές… ». Κι όμως, ο Βινγκαρζάν είχε πιστέψει στην Ευρώπη : τις πρώτες βδομάδες μετά την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, είχε ταξιδέψει στη Δύση. Οι επισκέψεις του σε σύγχρονες γεωργικές εκμεταλλεύσεις του Βελγίου, της Γαλλίας και της Αυστρίας τον είχαν πείσει ότι έπρεπε να μεγαλώσει τα οικογενειακά του κτήματα που μόλις είχαν επιστραφεί στους δικαιούχους τους, να αγοράσει μηχανήματα, να κυνηγήσει το όνειρο της ευημερίας. « Προδόθηκα… ».
Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, ο υφυπουργός Γεωργίας, Αχίμ Ιριμέσκου, ο οποίος μας δέχεται στο γραφείο του στο Βουκουρέστι, μας δηλώνει ότι θεωρεί τη γεωργία της αυτοσυντήρησης μεγάλο πλεονέκτημα για τη χώρα : « Διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Απασχολεί μια μεγάλη μάζα ατόμων, τα οποία, χάρη σε αυτήν. δεν είναι άνεργοι και εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους χωρίς να ζητούν ενισχύσεις από το κράτος ». Ωστόσο, το ηγετικό στέλεχος του Συντηρητικού Κόμματος επιθυμεί « να τους επανεντάξει στην αγορά και να τους καταστήσει ανταγωνιστικούς χάρη στα προγράμματα ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις ». « Όσοι δεν κάνουν αυτό το βήμα θα εξαφανιστούν, γιατί η πλειονότητά τους είναι ηλικιωμένοι αγρότες δίχως διάδοχο ο οποίος θα συνεχίσει τη δραστηριότητα. Αυτή είναι η φυσική λύση ». Βέβαια, όταν μας εξηγεί τη δέσμη των μέτρων που έχουν υιοθετηθεί (αύξηση της ελάχιστης έκτασης καλλιεργειών που δίνει δικαίωμα στη χρηματοδότηση, επενδύσεις που εξαρτώνται μονάχα από τη δυναμική της συγκέντρωσης της γεωργικής γης) και μας αναφέρει ότι αυτό το νομοθετικό οπλοστάσιο έχει ήδη μειώσει « τους δικαιούχους των άμεσων πληρωμών κατά 300.000 άτομα », όλη αυτή η διαδικασία αρχίζει να μας φαίνεται πολύ λιγότερο « φυσική »…
Οπουδήποτε βρεθούμε, ακούμε να υμνούν εν χορώ την « ανταγωνιστικότητα », όπως ακριβώς συνέβαινε στη Γαλλία τη δεκαετία του 1960 και μετέπειτα, με την τεχνική και οικονομική στήριξη που δόθηκε στους αγρότες [4]. Έτσι, η δόκτωρ Κριστίνα Ποκόλ, η οποία διδάσκει Οικονομία της Υπαίθρου στο Πανεπιστήμιο Γεωργικών Επιστημών της Κλουζ-Ναπόκα, προχωράει σε ένα μακρύ κατηγορητήριο, στο οποίο απαριθμεί όλα τα « προβλήματα που ταλανίζουν τη ρουμανική γεωργία » : κατατεμαχισμός των ιδιοκτησιών, χαμηλή παραγωγικότητα, εκμηχανισμός, ο οποίος βρίσκεται στα σπάργανα… Μας φέρνει δε ως παράδειγμα μια αγροτική εκμετάλλευση μηλοκαλλιέργειας, την οποία είδε στην τηλεόραση : « Μια τεράστια έκταση, τα πάντα είναι αυτοματοποιημένα με συστήματα πληροφορικής : αυτά τα προϊόντα είναι ανταγωνιστικά. Αυτόν ακριβώς το δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε ».

Ένα μέλι που είναι πανάκριβο σε σχέση με την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού

Επηρεασμένος από τα ταξίδια του στην Κίνα και στη Γερμανία, ο Τιμπέριου Μπίρις δοκίμασε ν’ ακολουθήσει το συγκεκριμένο δρόμο. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία ενός μελισσοκομικού συνεταιρισμού στο Μπλαζ : 200 παραγωγοί παράγουν και συσκευάζουν με υπερσύγχρονη τεχνολογία 400 τόνους μέλι κάθε χρόνο. Σχεδόν ολόκληρη η προαναφερθείσα ποσότητα εξάγεται. Ο Τεοντόρ Παράου, μελισσοκόμος με 200 κυψέλες, εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι « οι Ρουμάνοι δεν έχουν τη δυνατότητα να καταναλώνουν ρουμανικό μέλι. Είναι πολύ ακριβό σε σχέση με την αγοραστική μας δύναμη. Γι’ αυτόν το λόγο, το αγοράζουν οι μεγάλοι εισαγωγείς από τη Δύση ». Οι μεσάζοντες προσπαθούν να συμπιέσουν τις τιμές τόσο χαμηλά, ώστε ο Μπίρις φοβάται ότι « πολύ σύντομα, θα αναγκαστούν να κλείσουν τον συνεταιρισμό » Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το μέλι που παράγει η χώρα είναι « ανταγωνιστικό » : το κόστος του ανέρχεται περίπου στο μισό εκείνου της Δυτικής Ευρώπης…
Το παράδοξο αυτού του γεωργικού φιλελευθερισμού μπορεί να συνοψιστεί μέσα σε δύο προτάσεις : η ρουμανική γεωργία κερδίζει μερίδια αγοράς στο εξωτερικό, αλλά αδυνατεί να θρέψει τον πληθυσμό της χώρας, καθώς το 70% των τροφίμων που καταναλώνονται είναι εισαγόμενα. Αυτός ο ελεύθερος –κι εντελώς νοθευμένος- ανταγωνισμός που προωθεί η Ε.Ε. ευνόησε την ανάπτυξη μιας γεωργίας που στηρίζεται στο μοντέλο των μεγάλων επιχειρήσεων : μέσα σε περίπου δώδεκα χρόνια, σχεδόν 10 εκατομμύρια στρέμματα, δηλαδή το 6,5% της γεωργικής γης [5], έχουν περάσει στα χέρια ξένων επενδυτών. Η τάση συγκέντρωσης συνεχίζεται, ντοπαρισμένη από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, τη μηδενική αξία της γης και το χαμηλό εργατικό κόστος. Στα τέλη του 2013, η κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα ένα νομοσχέδιο με το οποίο απελευθερώνεται εντελώς η αγορά γης. Πέρυσι, ο υπουργός Γεωργίας, Ντανιέλ Κονσταντίν, αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις για το γεγονός ότι είχε δανειστεί αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από έναν από τους ισχυρότερους ιδιοκτήτες γεωργικών επιχειρήσεων βιομηχανικού τύπου της χώρας [6]. Εξάλλου, δύο από τους προκατόχους του, ο Βαλέριου Ταμπάρα και ο Στελιάν Φούια, εργάζονταν στο παρελθόν στην πολυεθνική εταιρεία Monsanto…
Οι συγκρούσεις συμφερόντων είναι προφανείς και η πολιτική γραμμή ξεκάθαρη : σε αντάλλαγμα για τις δύο συμφωνίες που υπέγραψε το Βουκουρέστι με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2009 και το 2011, κατάργησε 200.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων [7], περιέκοψε κατά 25% τον μισθό των υπόλοιπων δημοσίων υπαλλήλων και αύξησε κατά πέντε μονάδες τον ΦΠΑ, ο οποίος έφθασε στο 24% [8]. Η αγορά εργασίας, η οποία προσφέρει τις περισσότερες φορές απασχόληση με χαμηλό μισθό και μειωμένη κοινωνική προστασία, ωθεί τους Ρουμάνους στη μετανάστευση : το 2007, το 12% του ενεργού πληθυσμού εργαζόταν στο εξωτερικό, οι περισσότεροι σε θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης [9].

« Ούτε κι ο Τσαουσέσκου δεν θα είχε ονειρευτεί τέτοιο πράγμα ! »

Σαν να μην έτρεχε τίποτα, η Κοινή Αγροτική Πολιτική φέρνει στη χώρα τα ίδια εργαλεία ακριβώς με εκείνα που είχαν χρησιμοποιηθεί στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, το πρόβλημα της αυτάρκειας εκεί σε τρόφιμα είχε λυθεί και η αγορά εργασίας μπορούσε να απορροφήσει τα εργατικά χέρια με τη χαμηλή εξειδίκευση που εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και συνέρρεαν στις πόλεις. Πόσω μάλλον που η αλλαγή στη ζωή τους συνεπαγόταν συχνά την κοινωνική άνοδο στο αστικό περιβάλλον. Στη Ρουμανία του 21ου αιώνα, η δυναμική που προτείνει το καραβάνι του PNDR –οι αγρότες οφείλουν, με δική τους πρωτοβουλία, να απευθυνθούν σε έναν οργανισμό και να συνάψουν με αυτόν συμβάσεις για τη χρηματοδότηση του οικονομικού σχεδίου τους- συνεπάγεται το βάθεμα των ανισοτήτων, οι οποίες ήδη υπάρχουν ανάμεσα σε περιοχές με καλλιέργειες μεγάλης ή μικρής έκτασης, ή ανάμεσα στην αγροτιά που επιδίδεται στη γεωργία της αυτοσυντήρησης και στις βιομηχανικού τύπου επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση όταν πρόκειται να διεκδικήσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια [10]. Για τους εμπνευστές των σχεδίων αυτών δεν έχει την παραμικρή σημασία το γεγονός ότι η ρουμανική ύπαιθρος έχει ήδη δει να παρελαύνουν κι άλλοι προφήτες των « ορθών πρακτικών » : ήδη από το 1948, η διεύθυνση προπαγάνδας και αγκιτάτσιας του Κομμουνιστικού Κόμματος έστελνε σε ολόκληρη τη χώρα « κινηματογραφικά καραβάνια » που πρότειναν σοβιετικές –και στη συνέχεια ρουμανικές- ταινίες που υμνούσαν τα πλεονεκτήματα της κολλεκτιβοποίησης [11]…
« Δεν ξέρετε πόσο λυπάμαι που τα σκοτώνω… » : Η Τσεζάρα Φιτ, καθηγήτρια Ιστορίας της Μουσικής στο λύκειο της Άλμπα Τζούλια, κοιτάζει τα περίπου τριάντα σφαγμένα κοτόπουλα στον κήπο της. Ο άντρας της, Τζόζιφ Φιτ, μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Ρουμάνων Συνθετών, φέρνει στο τραπέζι τα προϊόντα που παράγει η οικογένεια : ντομάτες, αγγούρια, κόκκινο κρασί και τούικα (ρακί από δαμάσκηνα), και μας εξηγεί την εξαιρετικά λυπηρή κατάσταση : « Στη λαϊκή αγορά, ηλικιωμένες κυρίες πουλάνε εξαιρετικής ποιότητας τοπικά προϊόντα, τα οποία όμως είναι απλησίαστα. Στα σουπερμάρκετ, τα προϊόντα είναι φθηνότερα, αλλά έρχονται από μακριά και είναι γεμάτα χημικά ». Έτσι, το ζευγάρι αποφάσισε να στραφεί στην κτηνοτροφία, προς μεγάλη χαρά και της κόρης τους, καθηγήτριας επίσης, η οποία επωφελείται από την παραγωγή τους : τα 180 ευρώ του μισθού της δεν της επιτρέπουν να πληρώνει τους λογαριασμούς της… Η λιτότητα που επιβάλλουν οι δανειστές της χώρας ενθαρρύνει, ως έσχατη λύση, τη στροφή προς τη γεωργία της αυτοσυντήρησης. Εξάλλου, και στην Ελλάδα, μετά την εφαρμογή των σχεδίων « βοήθειας » του ΔΝΤ, δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι των πόλεων πραγματοποιούν μια επιστροφή στα χωράφια, η οποία δεν περνάει απαρατήρητη [12]. Ορίστε, λοιπόν, που οι συνθέτες και οι καθηγητές δουλεύουν τώρα στα χωράφια : « Ούτε κι ο Τσαουσέσκου δεν θα είχε ονειρευτεί τέτοιο πράγμα ! », ειρωνεύεται ο κύριος Φιτ.
Αηδιασμένος από τον « σάπιο » πολιτικό κόσμο, η μόνη προοπτική που βλέπει για έξοδο από την αδιέξοδη κατάσταση είναι ένα « μαλθουσιανό σοκ » : « Μια τεράστια παγκόσμια καταστροφή που θα προκαλούσε δύο ή τρία δισεκατομμύρια νεκρούς. Είναι πιθανό ότι όσοι επιζήσουν θα ανοικοδομήσουν την κοινωνία πάνω σε πιο ηθικές βάσεις ». Για τους ίδιους λόγους, ο Βινγκαρζάν εύχεται από την πλευρά του την « επιστροφή της μοναρχίας ». Η Ραμόνα Ντομινιτσιουάου και ο Ατίλα Σζοκς, -ακτιβιστές της EcoRuralis, της μοναδικής ρουμανικής οργάνωσης που μάχεται για την προστασία των μικρών αγροτών- αγωνίζονται να… συγκεντρώσουν χρήματα για τη διατήρηση των σπόρων των τοπικών ποικιλιών ντομάτας και απορρίπτουν όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς : « Είναι όλοι διεφθαρμένοι ».
Η διαφθορά στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων -την οποία όλοι καταδικάζουν, ακόμα κι ο πρόεδρος Τραϊάν Μπασέσκου, ο οποίος προβάλλει ως κύριο μέλημά του την καταπολέμησή της- δεν αφήνει να φανεί η παραμικρή δυνητική λύση για τα προβλήματα της χώρας. Ακόμα χειρότερα, αποσπά την προσοχή από τις πολιτικές που εφαρμόζονται, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν μονάχα στον στόχο του προσωπικού πλουτισμού. Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκαλεί τακτικά το Βουκουρέστι για την κακή χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, δεν αμφισβητεί καθόλου τις κατευθύνσεις που ακολουθούνται. Πρόσφατα, ο Μανουέλ Μπαρόζο –με τη δική του ιδιαίτερη αίσθηση της πραγματικότητας- δήλωσε [13] ότι « η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (…) συνοδεύτηκε από ευρύτατες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της χώρας, και οι Ρουμάνοι πολίτες μπόρεσαν να επωφεληθούν από αυτές ». Όσο για το ΔΝΤ, εκτιμά ότι οι συμφωνίες που υπογράφηκαν με το Βουκουρέστι « στέφθηκαν από επιτυχία [14] ».
Φυσικά, αυτά τα τόσο λαμπρά πολιτικά αποτελέσματα έπρεπε να τύχουν κάποιας αναγνώρισης : ο Ντάσιαν Τσιόλος, πρώην υπουργός Γεωργίας, διορίστηκε, το 2009, επίτροπος αρμόδιος για τη γεωργία και την ανάπτυξη της υπαίθρου. Με αυτήν του ακριβώς την ιδιότητα διαπραγματεύθηκε τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οι αγρότες της χώρας του δεν αισθάνονται διόλου υπερήφανοι…

Notes

[1] Οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί Παραγωγής της κομμουνιστικής περιόδου ήταν κρατικές δομές, οι οποίες διαλύθηκαν με το νόμο του 1991 περί ιδιοκτησίας γης και το ενεργητικό τους ρευστοποιήθηκε.
[2] Για να αντιμετωπιστεί ο κατατεμαχισμός της γεωργικής γης που προκλήθηκε από την αποκολεκτιβοποίηση, ο νόμος για τις αγροτικές εταιρείες καθιερώνει περισσότερες μορφές συνεταιρισμού και συνεργασίας των αγροτών : τις εμπορικές εταιρείες, τις οικογενειακές ενώσεις και τις « γεωργικές εταιρείες », αναγνωρισμένες νομικές οντότητες, οι οποίες συγκροτούνται από μεταβλητό αριθμό εταίρων.
[3] Βλέπε Patrick Champagne, « L’Héritage refusé. La crise de la reproduction sociale de la paysannerie française, 1950-2000 », Seuil, συλλογή « Points Essais », Παρίσι, 2002.
[4] Για μια σύντομη σύνθεση αυτής της επιχειρηματολογίας, βλέπε Francois Colson, « Le développement agricole face à la diversité de l’agriculture française », Economie rurale, n°172, Παρίσι, 1986.
[5] Judith Bouniol, « L’accaparement des terres en Roumanie, menace pour les territories ruraux », EcoRuralis-Transnational Institute-Hands Off the Land Alliance, Ιανουάριος 2013.
[6] Attila Szocs, « Scandal hits Romania’s newly appointed minister for agriculture », 6 Φεβρουαρίου 2013.
[7] (ΣτΜ) : Η Ρουμανία έχει διπλάσιο πληθυσμό από την Ελλάδα.
[8] Mirel Bran, « La bataille des deux Roumanie », Le Monde.fr, 30 Νοεμβρίου 2011.
[9] Despina Vasilcu και Raymonde Séchet, « Vingt ans d’expérience migratoire en Roumanie postcommuniste », Espace, populations, sociétés, n°2, Λίλλη, 2011.
[10] Béatrice von Hirschhausen, « Les sociétés rurales roumaines face à l’irruption des programmes de développement », Revue d’études comparatives Est-Ouest, n°4, τόμος 39, Παρίσι, 2008.
[11] ό.π.
[12] Τάνια Γιωργοπούλου, « Επιστροφή στη γη, η ελληνική εκδοχή », άρθρο της εφημερίδας Καθημερινή, το οποίο αναδημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στην Courrier International, στις 8 Απριλίου 2011.
[13] Ανακοίνωση του ρουμανικού υπουργείου Εξωτερικών, Βουκουρέστι, 2 Δεκεμβρίου 2012.
[14] « La Roumanie redemande une cure de FMI », Le Monde.fr, (σε συνεργασία με το AFP), 16 Ιουλίου 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων