Την περασμένη Τετάρτη 30 Απριλίου, παραμονή της εργατικής Πρωτομαγιάς, παρά λίγο να θρηνήσουμε θύματα, να κλάψουμε (όσοι ακόμα δεν θεωρούμε το κλάμα ξεπερασμένο πολιτικό συναισθηματισμό) στην κυριολεξία, ανθρώπινες ζωές (για το «ανθρώπινες», βέβαια,
ας κρατήσουμε κάποια επιφύλαξη έτσι όπως κατάντησαν την ανθρώπινη υπόσταση οι Σαμαρινοβενιζέλοι και όλος ο υπόλοιπος θίασος της λαθραίας οικονομίας και της εμπορευάμενης συνείδησης??? μια ειρκτή δηλαδή μέσα στην απόλυτη καταισχύνη), παρά λίγο επαναλαμβάνω να θρηνήσουμε στην κυριολεξία ποδοπατημένες έως (βιολογικού) θανάτου ζωές, τις ίδιες ζωές στις οποίες ο ψυχικός και νοητικός θάνατος έχει ήδη επέλθει λόγω υπερβολικής δόσης απελπισίας στην οποία είναι εθισμένες. Σ' αυτή την ανείπωτη βαρβαρότητα του εθισμού στην απελπισία όπου σε οδηγεί η κατερείπωση - ενός προς ένα - όλων εκείνων των φραγμάτων που υδροδοτούν το ανθρώπινο ον σε εύφορη κατάσταση. Τετάρτη πρωί λοιπόν στη λαϊκή αγορά του Κολωνού. Οι εργαζόμενοι στις λαϊκές αγορές που απεργούν, αποφασίζουν να μοιράσουν, ως τρόπο διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα αλληλεγγύης, δωρεάν προϊόντα της δουλειάς τους. Αποτέλεσμα; Ένα πλήθος που όρμησε σαν νομαδική ορδή να αρπάξει τρόφιμα. Μέχρι και οι άνθρωποι της λαϊκής αγοράς πηδούσαν έντρομοι πάνω από τους πάγκους για να μην ποδοπατηθούν από το φρενιασμένο πλήθος. Από εκείνη τη μάζα που ακαρεί φτάνει από την ανάδευση στην ταραχή και από κει στην έκρηξη της τυφλής ανάγκης. Και ιδού μπροστά μας, μέσα στον «ξανθό Απρίλη» του Σολωμού, πώς γίνεται πραγματικότητα (και αγριότητα επίσης) το όνειρο του Γκαίμπελς για την φοβερή επίδραση που έχει πάνω στη μάζα το σοκ από «την καταστροφή της καθημερινότητας». Ιδού πώς η βραχεία ανάγκη αποσυσχετίζει τα όντα πρώτα από τον εαυτό τους και ύστερα από τους άλλους. Ιδού πώς μετατρέπεται το ποιητικό απαρηγόρητο της παραμυθίας, σε δάκρυ που τυφλώνει και υποβιβάζει την όραση σε απόσταση χειρονομημένης αρπαγής. Ιδού πώς αιμορραγεί έως θανάτου η παρηγορητική ικανότητα χωρίς την οποία ο άνθρωπος δεν υφίσταται.
Φαντάσου τον θόρυβο, φαντάσου την ανάσα του διπλανού εχθρού, φαντάσου τον πόνο που προκαλείς χωρίς να το καταλαβαίνεις (καταλαβαίνω; άγνωστο και, προπαντός, άχρηστο ρήμα), φαντάσου την τεράστια απόσταση που σε χωρίζει από το απόλυτο δικαίωμα τροφής, πάει να πει της ζωής, που μεταλλάχτηκε καταστροφικά σε φαντασιακό απόσπασμα ενός πανάκριβα πληρωμένου (υπό την έννοια της πληρότητας) «δωρεάν», χωρίς καμιά δωρεά. Πλην βεβαίως εκείνης της «δωρεάς» στη σκέψη των τεράτων από τον Γκαίμπελς που αποκάλυπτε (με ποταμούς αίματος) έναν προς έναν τους χιτώνες της φρίκης ώσπου να φτάσει στον πυρήνα της: τον απόλυτο, τον καθηλωτικό τρόμο μέσα στο παραλυμένο μυαλό και τη διαλυμένη ψυχή: όσοι έχουν υποστεί το σοκ της καταστροφής της καθημερινότητας - διακήρυττε ο Γκαίμπελς - δύσκολα μπορούν να φτάσουν μέχρι την εξέγερση. Ας το έχουν υπόψη τους όσοι ελπίζουν υπερβολικά σ' αυτές τις υπερθετικές ημέρες της προεκλογικής εισήγησης μιας ισομορφίας των ελπίδων άρα και των επιχειρημάτων.
Φαντάσου λοιπόν τον τρόμο ως μήκος. Αυτό είναι που πρέπει να φαντασθούμε και να νιώσουμε: τον τρόμο ως μήκος. Ως απόσταση που σε χωρίζει από τον καρπό. Πάει να πει, τον τρόμο ως υποκατάστατο καρπού, ενός καρπού που απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο μέσα στις αριθμητικές των τραπεζών, των χρηματιστηρίων και των κυβερνήσεων. Κι ο διπλανός σου να σε σπρώχνει αγριεμένος για να προσγειωθούν πιο εύκολα τα αεροπλάνα (που εσύ τα πλήρωσες με το αίμα της ψυχής σου και το αίμα της ψυχής των παιδιών σου και τη σκονισμένη φλέβα των γονιών σου καθώς που μπήγεται μεσ' στην ανάσα τους η σκόνη), να προσγειωθούν λέω τα στρατιωτικά αεροπλάνα γεμάτα φράγκα, φράγκα κρυφά, φράγκα της ακαρπίας και της άκαρπης ζωής, γεμάτα χαρτονόμισμα που μετατρέπει τα μαθηματικά σε εφιάλτη και την αριθμητική των ανθρώπων σε κρεματόριο. Καίγονται οι άνθρωποι, εξορισμένοι από την δουλειά τους, εξορισμένοι από το δικαίωμα του ζην κι έχεις αυτή την... εκλεκτή κυρία, τη Μαρία Σπυράκη, να σου λέει ότι ήξερε για το κρυφό χρήμα που λάθρα ερχόταν, με πληρωμένα από σένα έξοδα μεταφοράς και μεταφορικό μέσο, για να καταλήξει στις τσέπες των λαθρεμπόρων (μιλάμε δηλαδή για το μαφιόζικο έγκλημα του λαθρεμπόριου χρήματος), αλλά έκρινε -αυτή μόνη - ότι η σωτηρία της χώρας επιτάσσει την απόκρυψη του τερατώδους σε μέγεθος εγκλήματος. Σε ένα κανονικό κράτος δεν γνωρίζω πόσες κατηγορίες επισύρει η ως άνω ενέργεια. Στην Ελλάδα η Μαρία Σπυράκη κατέρχεται στον πολιτικό στίβο ζητώντας την ψήφο και εκείνων των οποίων η ζωή καταστράφηκε λόγω ακριβώς της εγκληματικής απόκρυψης αυτού του κατάμαυρου συστημικού (παρασάγγας πιο τοξικού από το πολιτικό) χρήματος. Λοιπόν, η Μαρία Σπυράκη (κι όλοι όσοι ανήκουν στην ίδια συνομοταξία) δεν ζητά την ψήφο κανονικών, εν ελευθερία προτιμήσεων, πολιτών. Ζητά την ψήφο εκείνων που καταστράφηκε η καθημερινότητα της ζωής τους. Ζητά ψήφο απελπισίας. Η κάθε Μαρία Σπυράκη μοιράζει ψηφοδέλτια σε όλες τις λαϊκές αγορές του τρόμου. Διότι εκεί, στις λαϊκές αγορές, μοιράζεται σαν το ζεστό ψωμί ο τρόμος. Εκεί υπάρχει η παρομοίωση της πραγματικότητας: σαν το ζεστό ψωμί. Αυτό ζητούν. Το παρομοίωμα.
Θέλω να πω, ότι το λαϊκό παρανάλωμα για τους καρπούς στον Κολωνό, το ξέβρασε το C-130 (αγορασμένο από τον λαό) που ήταν γεμάτο χαρτοθάνατο. Ώστε στον Κολωνό αυτό που έγινε ήταν ένα λαϊκό προσκύνημα στον Γκαίμπελς. Ας το έχουμε υπ' όψη μας. Όσο έχουμε ακόμα όψη. Και όσοι...