Είκοσι μέρες πριν τις ευρωεκλογές, ο συσχετισμός εκλογικής ισχύος παραμένει σε μιαν αβέβαιη ισορροπία, κυρίως γιατί οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να πλέουν σε αχαρτογράφητα νερά και η κοινή γνώμη είναι απρόθυμη να αποκαλύψει τις επιλογές της. Τα μόνα σταθερά δεδομένα είναι ότι, πρώτον, η Ν.Δ. αντιμετωπίζει το ισχυρό ενδεχόμενο να μείνει χωρίς κυβερνητικό εταίρο
με αξιοπρεπή εκλογική επίδοση και, δεύτερον, ότι η ίδια θα επιχειρήσει να αντιστρέψει ακόμη και μια εκλογική της ήττα, εφόσον δεν είναι συντριπτική. Για να το επιτύχει αυτό, δεν εξαντλείται μόνο σε επικοινωνιακούς χειρισμούς παραπλάνησης και εκμαυλισμού της κοινωνίας (βλέπε κοινωνικό μέρισμα, δημοσιονομικός εξωραϊσμός). Η κυβέρνηση δημιουργεί και πραγματικά τετελεσμένα, που δημιουργούν αφόρητες δεσμεύσεις για οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει από εθνικές εκλογές.
Τα τετελεσμένα αυτά δεν υπάγονται μόνο στη γνωστή τακτική της «καμένης γης». Υπάρχει κι αυτή, με την έννοια ότι όλοι οι πόροι του κράτους στραγγίζονται για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ ταυτόχρονα όσοι πόροι της πραγματικής οικονομίας απομένουν ενεργοί καταπίνονται από τη φορολογική «φαγάνα». Και σ' αυτό υπάρχει η δόλια σκέψη ότι, σε περίπτωση μείζονος εκλογικού «ατυχήματος» και αναπόδραστης προσφυγής σε πρόωρες κάλπες, μια άλλη κυβέρνηση θα πνιγεί ταχύτατα στο βουνό δεσμεύσεων και στα βάθη των άδειων ταμείων.
Ωστόσο, πιο σημαντική από τη στρατηγική της «καμένης γης», είναι αυτή της «σπαρμένης γης» Άλλωστε, στη γεωπονία και στην καλλιεργητική πρακτική το δεύτερο προϋποθέτει και βοηθείται από το πρώτο. Η κυβέρνηση «σπέρνει» κρίσιμα τετελεσμένα, με τελευταίο δείγμα το νέο Μεσοπρόθεσμο που έφερε στη Βουλή χωρίς το σύνηθες άγχος της έγκρισης από την ισχνή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία. Ωστόσο, πιο κρίσιμα είναι τα εκτός Βουλής τεκταινόμενα.
Η επανιδιωτικοποίηση των τραπεζών ουσιαστικά ολοκληρώθηκε, με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς ν' ανοίξει ρουθούνι. Η κυβέρνηση, επίσης, σπεύδει να δεσμευτεί στο Eurogroup της προσεχούς εβδομάδας στο μοντέλο ελάφρυνσης του χρέους, με επιμήκυνση και μείωση επιτοκίων, που θα αποφασιστεί οριστικά το φθινόπωρο. Στρατηγικού χαρακτήρα δέσμευση αποτελεί και το ψευδεπίγραφο «νέο αναπτυξιακό μοντέλο: Ελλάδα 2021», που θα εγκλωβίσει κρίσιμους επενδυτικούς πόρους, κοινοτικούς και εθνικούς, σε μια συμπληρωματική, νεοαποικιακή δομή οικονομίας. Ακόμη, υπάρχει σειρά πολιτικών που δρομολογούνται ή έχουν ήδη ψηφιστεί, οι οποίες διευκολύνουν τον «εποικισμό» της οικονομίας από ξένα κεφάλαια τα οποία διακρίνονται για τις αρπακτικές και μονοπωλιακές διαθέσεις τους. Λίγες εβδομάδες μετά την ψήφιση της διαβόητης ρύθμισης για το γάλα, η πολυεθνική Vivartia έσπευσε σε εξαγορά με την οποία ελέγχει άνω του 50% της αγοράς του κλάδου. Κι ανάλογες κινήσεις γίνονται στο πεδίο των υπό ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ. Οι υπερκαλύψεις των εταιρικών ομολόγων, όπως της ΔΕΗ, πανηγυρίζονται ως «ψήφος εμπιστοσύνης των αγορών», αν και στην ουσία είναι άγρια κερδοσκοπία, σε ένα ευρωπαϊκό τοπίο άνυδρο από άποψη αποδόσεων για τους κυνηγούς του χρήματος.
Αυτά τα τετελεσμένα, που τοποθετούν την ελληνική οικονομία στους κερδοσκοπικούς σχεδιασμούς ευρωπαϊκών και άλλων κεφαλαίων, σπέρνονται στην πραγματικά καμένη γη που διαμορφώνεται στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους. Δεν υπάρχει πια φθηνότερη αγορά εργασίας στην Ευρώπη, αν πάρει κανείς υπόψη τον συνδυασμό μισθολογικού κόστους, πραγματικής ανεργίας, συνδικαλιστικού ρίσκου και παραγωγικότητας. Και η κατάσταση θα βελτιωθεί ακόμη περισσότερο για τους υποψήφιους «αγοραστές της Ελλάδας», αν ολοκληρωθούν τα μέτρα «ευελιξίας» και η διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης, με πρώτο βήμα τη συντριβή των επικουρικών ταμείων από τον προσεχή Ιούλιο.
Όλα αυτά δημιουργούν απτά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία, ανεξάρτητα από την εικονική πραγματικότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων. Και συνιστούν δυσβάστακτες και δύσκολα αναστρέψιμες δεσμεύσεις για μια κυβέρνηση -Αριστεράς, κοινωνικής σωτηρίας ή όπως αλλιώς την κατανοεί καθείς- που φιλοδοξεί κατ' ελάχιστον να ακυρώσει τα Μνημόνια και να σταματήσει να χρησιμοποιεί την ελληνική οικονομία σαν ταμειακή μηχανή εξόφλησης των πιστωτών. Αν μιλάει κανείς ειλικρινά και με ρεαλισμό για την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας χωρίς Μνημόνια και χρέος, πρέπει να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του και τον «θερισμό» των καρπών της μνημονιακής σποράς. Δεν είναι μόνο οι εφαρμοστικοί νόμοι των Μνημονίων, αλλά και τα τετελεσμένα του «εποικισμού» των ξένων κεφαλαίων, της «ψήφου εμπιστοσύνης» των αγορών, της εγκατάστασης των «αγοραστών» της Ελλάδας στα φιλέτα της δημόσιας περιουσίας που διατίθενται κοψοχρονιά. Ειλικρινά, χωρίς φόβο και πάθος, πρέπει να λεχθεί στην κοινωνία πως δεν υπάρχει υπουργική απόφαση, πράξη της κρατικής διοίκησης ή συμφωνία με «επενδυτή» που δεν τελεί υπό επανεξέταση. Άλλωστε, θα ήταν ολέθρια ψευδαίσθηση να πιστέψει κανείς ότι μια κυβέρνηση μπορεί να καταστήσει κοινωνικά γόνιμη και την «καμένη» και τη «σπαρμένη» γη με μερικές ψηφοφορίες και υπουργικές υπογραφές, χωρίς τη λαϊκή πλειοψηφία δίπλα της και σε εγρήγορση.