Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

να παίρνεις τα φυλλάδια στα φανάρια ...

το βυτιο...

Την περασμένη βδομάδα κρεμόμαστε ξανά απ’ τις ανακοινώσεις του Μπένυ. Τ’ ακούω στωικά, με λίγο εκνευρισμό, λιγότερη αγωνία, περισσότερο σιχτίρι. Ενώ έχω κόψει τα δελτία ειδήσεων, τη μέρα εκείνη ξαναπέφτω. Παρακολουθώ σχετικά προσεχτικά τον Κουτρουμάνη στο μέγκαμου, να μιλάει για τις συντάξεις, να προσπαθεί να εξηγήσει τί (ακόμη) κόβεται, τις μειώσεις έρχονται κλπ. Ερωτήσεις επί ερωτήσεων, μισές απαντήσεις, τα προηγούμενα μέτρα, τα επόμενα,
το νέο φορολογικό. Δεν είμαι πια τσαντισμένος. Συνειδητοποιώ ότι κοιτώντας τον υφυπουργό στην τηλεόραση, επικεντρώνομαι στο βλέμμα του, που για πρώτη φορά μου μοιάζει ότι αποφεύγει τον φακό. Μου περνάει απ’ το μυαλό ότι μπορεί να ντρέπεται, αλλά αμέσως διαφωνώ με τον εαυτό μου. Διαπιστώνω ότι αυτός που ντρέπεται είμαι εγώ. Ύστερα καταλαβαίνω ότι το μόνο που μπορώ να νιώσω γι’ αυτούς τους ανθρώπους πια, είναι ένα ατέλειωτο σίχαμα, μια βαθιά περιφρόνης. Η αίσθησή μου επιβεβαιώνεται, όταν μετά από λίγο, παρακολουθώ το πραγματικά ανυπόφορο δίδυμο μόσιαλου-μαρκόπουλου στο άλτερ. Συζητάνε λέγοντας ακριβώς τα ίδια που λέγανε προχθές, πέρσι, πριν 5 χρόνια. Μόνο περιφρόνηση γι’αυτά τα άτομα. Δεν είναι τίποτα πια, είναι σκέτος αέρας, μηδενικά που βγάζουν ήχους. Το μόνο που κρατάω στο μυαλό μου, πατώντας το μαγικό κόκκινο κουμπί, είναι κάτι σαν απορία: είναι δυνατόν να ελπίζουν αυτοί οι άνθρωποι ότι θα έχουν ξεχαστεί σε είκοσι ή τριάντα χρόνια; Τους φαντάζομαι πλούσιους, ακόμη κουστουμαρισμένους, μονίμως πετυχημένους και εντελώς αξέχαστους. Αντιμέτωπους με τη συλλογική μνήμη, τη μαζική φτώχια ή τα βλέμματα μιας χαμένης γενιάς.
***
Κλείνοντας την τιβί, αναρωτιέμαι πώς ανακοινώνεις στους γονείς σου άλλη μια μείωση της σύνταξης. Μου έλεγε καλός φίλος τις προάλλες: «δεν φοβάμαι για μένα, ότι κι αν γίνει. Οτιδήποτε, όσο σκληρό και αν είναι. Το έχω σκεφτεί, θα προσπαθήσω να το αντιμετωπίσω. Σκέφτομαι όμως κάποιους δικούς μου ανθρώπους και..» σταμάτησε απότομα τα λόγια του, δεν χρειαζόταν άλλο, συμφωνούσα. Αλλά πάλι, αυτή η αίσθηση περιφρόνησης με έχει κατακυριεύσει. Λες κ έχει πάρει και την οργή και την αγωνία και τις έχει κατεδαφίσει για να κερδίσει μέσα μου όλο το έδαφος. Δεν καταδέχομαι να με διαλύει ο κάθε Κουτρουμάνης, ο κάθε Μπένυ που σε κάθε του δημόσια εμφάνιση πια αναφέρεται επιδεικτικά και επίμονα στο «έθνος», ούτε καν στη χώρα. Είναι πολύ λίγοι, πολύ αναίσθητοι, πολύ κυνικοί. Ο πολιτισμός τους δεν έχει καμία σχέση με τον δικό μας. Ζουν σε άλλο πλανήτη. Η Λανγκάρντ, βγαίνει, ως εκπρόσωπος ενός αμερικάνικου, κατά βάση οργανισμού και μας κάνει διάλεξη για τον τρόπο ζωής, για τις θυσίες, για το πώς πρέπει να αναπνέουμε ισοσκελισμένα. Την ίδια ώρα, μερικά χιλιόμετρα παραδίπλα, πλάι στην ηθικολογία και τις ανθρωποθυσίες του ΔΝΤ, δολοφονείται εν ψυχρώ κάποιος Τρόι Ντέιβις. Αθώος ή ένοχος, δεν έχει καμία σημασία. Ο πολιτισμός τους σηκώνει το όπλο, κηρύττει τη λιτότητα, λέει πως ζούσαμε πάνω απ’ τις δυνατότητές μας, αποφασίζει πως η μόνη δυνατότητα ενός Τρόι Ντέιβις είναι ο θάνατος. Ο πολιτισμός των Ευρωπαίων πάλι, μας κουνάει το δάχτυλο, φωνάζει ότι δεν είμαστε ανταγωνιστικοί, εργατικοί, αποτελεσματικοί. Ο πολιτισμός των Ευρωπαίων δεν γουστάρει τα περιττά έξοδα. Δεν συνεχίζουμε με τους μετανάστες, τους άστεγους και ένα σωρό άλλους. Το βασικό είναι να απολύονται δημόσιοι υπάλληλοι. Το βασικό είναι να κόβεται το ρεύμα σε όποιον δεν έχει να πληρώσει. Το βασικό είναι να φορολογείται ο μισθός σου που είναι 400€. Το βασικό είναι να μειώνεται η σύνταξη του ΟΓΑ. Μόνο έτσι επιτέλους θα γίνουμε σωστοί Ευρωπαίοι. Μόνο έτσι ο Μπένυ θα σώσει το έθνος.
Μόνο περιφρόνηση. Δεν ανήκουμε σε τίποτα κοινό. Δεν μας εμπεριέχει καμία αφαίρεση, καμία πραγματική φαντασιακή κοινότητα. Περιφρόνηση στους εξουσιομανείς.
***
Περπατάω στην Πανεπιστημίου δύο μεσημέρια μετά. Στ’ ακουστικά έτσι, για το σπάσιμο, πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου. Λίγο πιο μπροστά, βλέπω ξαφνικά έναν άντρα να πέφτει. Σωριάζεται απότομα στο πεζοδρόμιο. Κατευθείαν, τρέχουν αυτοί που περπατούσαν δίπλα του και ένας δυο απ’ το παρακείμενο τυροπιτάδικο. Του μιλάνε, ένας φέρνει ένα μπουκαλάκι νερό. Ο άλλος βγάζει το κινητό, ρωτάει τον άνδρα: «είσαι καλά; Θες να τηλεφωνήσω σε κάποιον;». Εκείνη την ώρα, παρατηρώ μια γυναίκα που κάνει δυο βήματα πίσω απ’ τον πεσμένο. Πιάνει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο απ’ αυτά που μοιράζουν σωρηδόν στις γωνίες του κέντρου και επιστρέφει. Ύστερα, σηκώνει προσεχτικά το κεφάλι του άντρα και βάζει το διαφημιστικό φυλλάδιο από κάτω. Δεν ξέρω γιατί το έκανε, πιθανώς για να μην ακουμπάνε τα μαλλιά στο βρώμικο πεζοδρόμιο. Φεύγοντας, έπειτα από κανα δίλεπτο, πρέπει να άκουσα τρεις φορές ακόμη το ίδιο κομμάτι. Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου. Ανεβαίνοντας την Ιπποκράτους, έλεγα μέσα μου, ότι είναι βέβαιο, δεν είμαστε απ΄το ίδιο μέρος εμείς. Ο πολιτισμός μας δεν σηκώνει χέρι (ή ασπίδα σε 8χρονα), δεν δολοφονεί εν ψυχρώ, δεν ψεκάζει δίκαιους και άδικους, δεν λυπάται να μοιραστεί το φαΐ του με τον δίπλα στερημένο. Ο πολιτισμός μας, εμείς οι ίδιοι, είμαστε αυτό το διαφημιστικό φυλλάδιο. Αυτή η κίνηση. Να προφυλάξουμε τα μαλλιά του πεσμένου απ’ το βρώμικο πεζοδρόμιο. Να τρέξουμε στον άγνωστο πεσμένο, ένα μεσημέρι στην Πανεπιστημίου. Είμαστε και θα παραμείνουμε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο, μαξιλάρι στο κεφάλι των άγνωστων περαστικών.
***
Και τέλος πάντων, έχουμε συνηθίσει τον τελευταίο καιρό να βλέπουμε μόνο την (μπόλικη είναι η αλήθεια) μιζέρια και την ασχήμια τριγύρω. Ξαναδιάβασα τις προάλλες ένα παλιότερο κείμενο του Σραόσα για την Αθήνα και έτυχε να συμπέσει με τις απεργίες στα ΜΜΜ, οπότε περπατούσα αρκετή ώρα τη μέρα. Πέρασα λοιπόν από το Σύνταγμα ένα τέτοιο πρωινό και σταμάτησα να κοιτάξω πάνω την πολύπαθη βουλή μέχρι κάτω, όσο φτάνει το μάτι. Απόρησα με όσους λένε τον τελευταίο καιρό ότι το Σύνταγμα μετά τις συγκεντρώσεις έχει χάσει σε ζωντάνια (βέβαια, προσωπικά πιστεύω ακριβώς το ανάποδο). Πρέπει να ήταν γύρω στις 2 το μεσημέρι και πίστεψα ότι ήμουν μπροστά σε μια εξαιρετική, σχεδόν κινηματογραφική εικόνα. Ύστερα όταν έφτασα στο Κουκάκι, δεν ήθελα να μπω στο αμάξι. Πέρασα δίπλα από απίθανα όμορφα κορίτσια, από απίθανα – ότι να’ναι – μαγαζιά, δίπλα από εκπληκτικά συνθήματα και ενδιαφέρουσες γωνίες. Αν καταλήγω σε μια περιφρόνηση, σε μια λύπη για αυτούς τους ανθρώπους που κάνουν ότι κάνουν κι έπειτα έχουν το υπέρμετρα αλαζονικό ύφος του Μπένυ, καταλήγω και σε μια ασυνείδητη αλλά πανίσχυρη πεποίθηση ότι υπάρχει μια ομορφιά εκεί έξω, ακόμη ανέγγιχτη, γλυκιά, σχεδόν ερωτική.
Και όπως μου θύμησε ο καλός κύριος Καίσαρας, το θέμα είναι να παραμείνεις άνθρωπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων