Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Υπεράσπιση της δημοκρατίας. Δηλαδή;

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, απο το Red NoteBook...
Ακούσαμε πολλά αυτά τα χρόνια για το λαϊκισμό, την κομματοκρατία και τη διαφθορά της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Εμπεδώσαμε τη φλυαρία περί ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς – μιας ηγεμονίας που, όλως παραδόξως, δεν οδήγησε ποτέ ως τώρα την Αριστερά στην εξουσία. Καταλάβαμε επίσης, όσοι το καταλάβαμε, ότι το μίσος για τη Μεταπολίτευση είναι μίσος για την πιο μακρά περίοδο χωρίς πολέμους και πραξικοπήματα στη νεότερη ιστορία μας. Και ξέρουμε, τέλος, ότι από τη δεκαετία του ’60 ήδη, η Ευρώπη συζητά για το «μετασχηματισμό» της δημοκρατίας, τη «μεταδημοκρατία» κ.ο.κ. Παραμένει λοιπόν ένα ερώτημα: Τι ακριβώς υπερασπιζόμαστε σήμερα όταν λέμε ότι υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία;

Έχω τη γνώμη ότι ο δημοκρατικός λόγος στον οποίο αυτοαναγνωρίζεται η Αριστερά είναι, όσο εντείνεται ο κρατικός αυταρχισμός, ένας λόγος αμυντικός και κατά μία έννοια συντηρητικός. Όχι μόνο γιατί αρκείται συχνά στην περιγραφή όσων μηχανεύονται οι εχθροί της δημοκρατίας. Αλλά και γιατί συνήθως αυτοπεριορίζεται σε μια μάχη οπισθοφυλακών, με το να υποδεικνύει την υπαρκτή δημοκρατία ως την καλύτερη δυνατή και, σε τελική ανάλυση, τη λιγότερο κακή συγκριτικά με ό,τι έγινε - και θα μπορούσε να ξανασυμβεί. Αλλά ποιον μπορεί να κινητοποιεί εδώ που είμαστε σήμερα μια μάχη οπισθοφυλακών;

Καθώς πλησιάζει η επέτειος του Πολυτεχνείου, προσπαθώ να σκεφτώ σαν καθηγητής Λυκείου πριν από τη σχολική γιορτή. Νομίζω λοιπόν πως, ειδικά φέτος, θα προτιμούσα έναν εορτασμό με λιγότερα γαρύφαλλα και λιγότερο Θεοδωράκη. Λιγότερο αντιαμερικανισμό και λιγότερη καταγγελία της βαναυσότητας των δικτατόρων.

Αντί για την «εθνικοποίηση» της εξέγερσης, θα με ενδιέφερε περισσότερο μια συζήτηση για τα στηρίγματα της Χούντας στην ελληνική κοινωνία. Αντί για την ανάδειξη του πρωταγωνιστικού ρόλου της Αριστεράς, θα ήθελα να κουβεντιάσω τις αδυναμίες ή τα λάθη της Αριστεράς, πριν και μετά το Πολυτεχνείο – τα λάθη στις αναλύσεις και τις πρακτικές. Αντί για τον ηρωισμό των φοιτητών, θα ήθελα να συζητήσω για την ένοπλη αντίσταση κατά της Χούντας, που μεταπολιτευτικά απωθήθηκε στο όνομα της ομαλότητας. Αντί να μείνουμε στον προδοτικό ρόλο των στρατηγών στο Κυπριακό, θα ήθελα να πηγαίναμε λίγο πιο πίσω, στους πολιτικούς και διπλωματικούς χειρισμούς της δημοκρατικής Αθήνας της δεκαετίας του ’60.

Ακόμα περισσότερο, θα προτιμούσα να κουβεντιάζαμε, με μαθητές και γονείς, για την κριτική της Μεταπολίτευσης - και κυρίως την κριτική της κριτικής αυτής. Για τη λειψή αποχουντοποίηση, το πραξικόπημα της πιτζάμας και τις βόμβες στα σινεμά. Για τα σοσιαλιστικά ΜΑΤ και την Επιχείρηση Αρετή, για το άρθρο 4 και την κρατικοποίηση του συνδικαλισμού, για την εκσυχρονισμένη, αντικομματική δημοκρατία των τεχνοκρατών και των Ανεξάρτητων Αρχών. Θα με ενδιέφερε ειλικρινά να μάθω γιατί η δημοκρατία ταυτίζεται στη συνείδηση τόσων ανθρώπων με το κράτος, το πολιτικό προσωπικό, τις κορυφές και τις τυπικές διαδικασίες της. Και γιατί, εν τέλει, η πιο αναγνωρίσιμη σύλληψη της δημοκρατίας είναι αυτή που ευνοεί τον αποκλεισμό του δήμου από το προσκήνιο.

Αν η Μεταπολίτευση ταυτίστηκε τόσο με τα κόμματα, θα ήθελα να ρωτήσω ποια θεσμικά οχήματα για τον εκδημοκρατισμό υπάρχουν σήμερα – και ποια θα μπορούσαν να υπάρξουν, αν τα υφιστάμενα δεν επαρκούν. Αν το πεδίο «εφαρμογής» της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας υπήρξε το εθνικό κράτος, θα ήθελα να συζητήσω με ποια οχήματα εξισορροπούνται σήμερα οι υπερεθνικές αντιδημοκρατικές τάσεις που δείχνουν πανίσχυρες.

Είναι νομίζω προφανές: η ανάμνηση του ένδοξου τότε, η περιγραφή των κινδύνων και η ανάδειξη των πεδίων της αντίστασης είναι ένα μέρος μόνο απ’ όσα χρειάζεται να κάνουμε. Κι αυτό γιατί το πρόβλημα δεν είναι (ποτέ δεν ήταν) μόνο η δράση των κακόβουλων∙ ήταν και είναι η απόσυρση των έντιμων ανθρώπων. Ενώ, λοιπόν, πράγματι τα εκάστοτε σενάρια ανατροπής της δημοκρατίας δεν σχετίζονται γενικώς με την επιθυμία των ανθρώπων για «κάτι άλλο» (ανέκαθεν συναρτώνται με τη μια ή την άλλη στρατηγική τάξεων, κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών)∙ την ίδια στιγμή, ωστόσο, τα σενάρια αυτά διευκολύνονται από τη συνθήκη που κάνει την υπαρκτή δημοκρατία ένα πουκάμισο αδειανό.

Αν η απάντηση στο ερώτημα «τι υπερασπιζόμαστε» γίνεται τώρα όλο και πιο επιτακτική, δουλειά μας δεν είναι να ψάχνουμε επιχειρήματα για τη συντήρηση του υφιστάμενου. Το σημαντικό είναι να εντείνουμε την πρακτική επιχειρηματολογία, ενισχύοντας το δημοκρατικό πειραματισμό (στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς, στις πολιτικές μας διαδικασίες), δίνοντας χώρο και λόγο και διευκολύνοντας την απόδραση από το βασίλειο του «μη χείρον, βέλτιστον». Η υπεράσπιση της δημοκρατίας χωρίς αλλαγή του νοήματός της, απέχει ελάχιστα από την απολογία του υπάρχοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων