Των Δημήτρη Γιατζόγλου - Τάκη Κατσαρού, απο την Αυγη...

Η δημόσια κριτική του Μανώλη Γλέζου στην οικονομική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έγινε δεκτή με κακεντρέχεια, χλευασμό και πανηγυρισμούς από το κυβερνητικό στρατόπεδο. Πολιτικά στελέχη και σχολιαστές συστημικών ΜΜΕ έσπευσαν να αξιοποιήσουν τη «ρωγμή» των ερωτημάτων, προκειμένου να επιβεβαιώσουν την πολεμική τους: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κυβερνητική πρόταση για την οικονομία. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπατά την κοινωνία όταν διαβεβαιώνει για τις δυνατότητες ενός οικονομικού προγράμματος, που μπορεί να σταματήσει την καταστροφή και να αποτελέσει διέξοδο από τη διαρκώς αναπαραγόμενη κρίση.
Ήταν μια αναμενόμενη αντίδραση. Όπως αναμενόμενο είναι και το μούδιασμα ενός κόσμου που προσβλέπει στη ριζοσπαστική Αριστερά.
Αλλά, η πολεμική των αντιπάλων και η αυθόρμητη τάση υπεράσπισης του ΣΥΡΙΖΑ δεν νομιμοποιούν τη σιωπή, τις αμήχανες υπεκφυγές και την αμυντική αναδίπλωση. Στον βαθμό που ο προβληματισμός Γλέζου συνοψίζει την αγωνία και τα ερωτήματα του κόσμου της Αριστεράς και της κοινωνίας ευρύτερα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να απαντήσει αναλυτικά και συγκεκριμένα και προφανώς να απορρίψει το στερεότυπο «η δημόσια διαφωνία ωφελεί τον αντίπαλο». Η δική μας Αριστερά ξέρει και μπορεί να αξιοποιεί τις διαφωνίες, ώστε να γίνεται πλουσιότερη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του μόνο ωφελημένοι μπορούν να βγουν αν διακηρύξουν με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα ότι, είναι έξω από την αντίληψή τους και τις προθέσεις τους η επιστροφή ή η αναπαλαίωση τού προ κρίσης προτύπου «ανάπτυξης» και αν συνεχίσουν να παίρνουν σαφείς αποστάσεις από την παλαιοκομματική αντιπολιτευτική πρακτική της δημαγωγίας και του «δώσε και σε μένα μπάρμπα». Μια εντελώς διαφορετική κατανομή των βαρών (και είναι επικίνδυνη αυταπάτη να θεωρούν ορισμένοι ότι δεν υπάρχουν βάρη), με στόχο το μεγαλύτερο μέρος τους να επιρριφθεί στους έχοντες και κατέχοντες και η σκληρή διαπραγμάτευση με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, ώστε, η αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας να συνδεθεί με ρήτρες ανάπτυξης και επιβίωσης του πληθυσμού από την ανθρωπιστική κρίση, είναι η μόνη «υπόσχεση» που μπορεί να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό –που σε άλλες περιόδους θα φάνταζε ως ήπιος ρεφορμισμός- στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά μείζονα ρήξη με το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα και τις καταστροφικές πολιτικές των μνημονίων.

Αυτή είναι μια επιλογή σαφής, κοινωνικά στοχευμένη και πολιτικά συγκεκριμένη. Απλώς, στο ακροατήριό της δεν ανήκει ο γνωστός κύκλος των στυγνών τεχνοκρατών πέριξ του κ. Στουρνάρα και των ηθικολόγων του «μονόδρομου» που καμώνονται πως παίζουν τους «αριθμούς» στα δάχτυλα την ίδια ώρα που αυτοί ακριβώς οι αριθμοί έχουν διαψεύσει όλες τις προβλέψεις τους τα τελευταία τρία χρόνια.
Είναι, όμως, ταυτόχρονα, επιλογή και υπόσχεση εξαιρετικά δύσκολη, που απαιτεί -πέρα από τον πολιτικό της σχεδιασμό- μεγαλύτερη τεκμηρίωση και εξειδικεύσεις, μαζί βεβαίως με τη βαθύτερη επεξεργασία του προγράμματος της οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης που θα φιλοδοξεί να βγάλει τη χώρα από τη στενωπό της κρίσης και των Μνημονίων.
Μήπως λοιπόν εκείνο το προγραμματικό συνέδριο (ή συνδιάσκεψη) για το οποίο είχε κάνει λόγο ο σ. Δραγασάκης έπρεπε ήδη να είχε συγκληθεί; Και μήπως οι διαδικασίες του θα μπορούσαν να σχεδιαστούν, ώστε, να αξιοποιήσουν και να συσπειρώσουν ευρύτερες δυνάμεις που θα ήθελαν να εργαστούν μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και να συμμεριστούν την ελπίδα και την υπόσχεση ενός διαφορετικού μέλλοντος;