Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Ζωρζ Σαρή...

ofisofi...
 

  
" Οι νύχτες γινήκανε παγίδες θανάτου. Οι στρατιώτες βροντάνε τις πόρτες με τα κοντάκια τους. Οι νοικοκυραίοι πετάγονται από τον ύπνο αλαφιασμένοι. Τα χέρια τους τρέμουν. Με τι κουράγιο ν' ανοίξουν; Μα, αν δεν ανοίξουν, θα σπάσουν την πόρτα. Η μάνα, ο παππούς, ο πατέρας προσπαθούνε να εξευμενίσουν τους ξένους που περνάνε το κατώφλι τους. Μια παράλογη ελπίδα: άνθρωποι είναι κι αυτοί. Έχουνε ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια, είναι παντρεμένοι, θα'χουνε παιδιά, σπιτικό. Τις Κυριακές θα πηγαίνουνε με το προσευχητάρι στην εκκλησιά .Τρέμει ένα χαμόγελο στα χείλη της μάνας. Ο πατέρας ανοίγει τα χέρια και σκύβει το κεφάλι σαν να τους λέει: καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε...Όμως οι στρατιώτες είναι σιδερένιοι κι έχουνε στην πλάτη ένα καλοκουρδισμένο ελατήριο. Τα μάτια τους πετάνε φλόγες, τα πόδια τους κλοτσάνε, τα χέρια τους βαράνε. Ουρλιάζουν. Σκύβουν πάνω από τα κρεβάτια κι οσμίζονται σαν άγρια σκυλιά τη ζεστασιά των σεντονιών. Ποιος κοιμόταν εδώ; ποιος κρύβεται στο πατάρι; Γιατί το πίσω παράθυρι είναι ανοιχτό; Κυκλώστε το σπίτι, κυκλώστε το τετράγωνο! Αν το χέρι τους γραπώσει τη λεία, τότε ξεκαρδίζονται στα γέλια. Το κορίτσι που χτες έγραφε στον τοίχο: " Λευτεριά στο Λαό!", τον εργάτη που που χτες τύπωνε την προκήρυξη : " Όχι στην επιστράτευση!" , το αγόρι που χτες τραγουδούσε μέσα στους δρόμους της Αθήνας: " Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά κι ο Έλλην ξεσπαθώνει, ξεσπαθώνει...", τον Έλληνα που ξεσπάθωσε τον σέρνουνε πίσω τους καταματωμένο, τον φορτώνουν στην κλούβα που περιμένει μ' ανοιχτό στόμα, τον ρίχνουν στις φυλακές, στα μπουντρούμια της Μέριλιν και τον βασανίζουν. Τον καίνε, του ξεριζώνουν τα νύχια, τον τυφλώνουν, του σπάνε τα κόκαλα κι ύστερατον στήνουν στον τοίχο και προστάζουν : Πυρ! Τα τουφέκια σημαδεύουν τις καρδιές κι οι καρδιές δεν πεθαίνουν. Εξακολουθούν να χτυπάνε, να χτυπάνε. Χιλιάδες καμπάνες που σκιάζουνε τον ανήσυχο ύπνο του Αδόλφου Χίτλερ. Τον πιάνει υστερία, αφρίζει , ουρλιάζει: Σκοτώστε τους όλους. Ούτε ένας ορθός!" Κι οι δούλοι, ανήμερα θεριά, ξαμολιούνται μέσα στη νύχτα και ψάχνουν, ψάχνουν να βρούνε σάρκες να μπήξουνε ξανά και ξανά τα γαμψόνυχά τους. να συνθλίψουν μια για πάντα, κάτω από τη μολυβένια μπότα τους, το νου και την καρδιά του Έλληνα. Η πάλη όμως είναι άνιση. Τι να σου κάνει ένα ελατήριο κι ας είναι καλοκουρντισμένο; Ολάκερη η  χώρα έγινε μια παγίδα για το σιδερένιο στρατιώτη. Κυνήγι στο κυνήγι.

        Οι αγωνιστές παράτησαν τα κρεβάτια τους. Κρύβονται από σπίτι σε σπίτι. Αλλάζουν όνομα, αφήνουνε μουστάκι, σαστίζουν τους χαφιέδες, μπαίνουν από τη μια πόρτα και βγαίνουν από την άλλη. Κάτω από στέγες φιλόξενες και προστατευτικές συνωμοτούν. Μέσα σε ανήλιαγα υπόγεια, αθόρυβα, τυπώνουν εφημερίδες, προκηρύξεις. Μαζεύουν χρήματα , όπλα, φτιάχνουν πομπούς, στέλνουν μηνύματα, συνεδριάζουν, αποφασίζουν, δίνουν το σύνθημα και ξάφνου ένα πρωί ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης, χιλιάδες (πόσες χιλιάδες; Το χτεσινό ποτάμι έγινε ρυάκι ορμητικό) τετρακόσιες χιλιάδες, νέοι, νιες , εργάτες, σπουδαστές, μεσόκοποι, νοικοκυραίοι, ανάπηροι, νοσοκόμες, παιδιά με κοντά παντελόνια, κορίτσια με τη σχολική ποδιά, γέροι, γριές, δάσκαλοι, ηθοποιοί, ποιητές, επιστήμονες, βαστάνε σημαίες, υψώνουνν πλακάτ, φωνάζουν: " Έξω οι Βούλγαροι, έξω οι Γερμανοί. Θάνατος στο φασισμό!" Τραγουδάνε: " Χαίρε , ω χαίρε Λευτεριά!" Ποιο θωρακισμένο να σταματήσει τούτον το χείμαρρο; Τα σγουρά κεφάλια φοβερίζουν τα σιδερένια κράνη και η εικοσάχρονη κοπέλα ανοίγει τα στήθια της μπροστά στο τανκ που έρχεται καταπάνω της. Η πάλη είναι άνιση. Ο σιδερένιος στρατιώτης είναι ανήμπορος να σταματήσει το νου και την καρδιά του Έλληνα.

        Κι όταν έρχεται η νύχτα, σύντροφος ακριβός του αγωνιστή, μια φωνή ζώνει τις γειτονιές. Ένα χωνί, φτιαγμένο πρόχειρα από χαρτόνι, μιλάει, μιλάει. Τι το θέλουμε το Λονδίνο; Ανοίγουμε τα παράθυρα, ανοίγουμε τις καρδιές μας ν' ακούσουμε την ελπίδα: 
" Έλληνες, έρχεται η χιλιάκριβη Λευτεριά! Βαράτε τον καταχτητή!" Κι ο καταχτητής τρέμει τη φωνή και πρυροβολέι το σκοτάδι. Αχ, πόσο το φοβάται το σκοτάδι ο σιδερένιος στρατιώτης! Εφιάλτης η Ελλάδα τον πλακώνει. Να ξεφύγει, να εξοντώσει τον Έλληνα. Κάνει σχέδια στρατηγικά, στήνει δίχτυα και παραδίχτυα κι ο αγωνιστής του ξεγλιστράει. Η χώρα ολόκληρη τον παγιδεύει. Τα βουνά γέμισαν αντάρτες. βαστάνε τουφέκια, ξεπετάγονται μέσα απ' τα σκοτάδια, ανατινάζουν γέφυρες, ανατινάζουν τρένα που πάνε για τα μέτωπα, ξεσηκώνουν τους χωρικούς, σταματάνε τα φορτωμένα καμιόνια, αρπάζουν όπλα, τρόφιμα, τ' ανεβάζουν στα λημέρια τους. Ανάβουν φωτιές που σκιάζουν το σιδερένιο στρατιώτη. Τι θ' απογίνει; Η λύσσα του αδύνατου σαν παλεύει με το δυνατό ξεσπάει ακόμη πιο άγρια. Σκοτώνει μωρά, ξεκοιλιάζει τις μάνες, καίει τα χωριά , τουφεκίζει τους γέρους, γκρεμίζει τα σπίτια, δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Βγάζει από τις φυλακές κι απ' τα στρατόπεδα αγωνιστές και τους τουφεκίζει. Τους κρεμάει απ' τα κλαδιά των δέντρων. Και οι αγωνιστές δεν πεθαίνουν. Οι καρδιές τους χτυπάνε σαν πασχαλινές καμπάνες κι ο Αδόλφος Χίτλερ μένει άγρυπνος, τρελός από την τρομάρα...."

Ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή , Όταν ο ήλιος..., Πατάκης , 1994 
( έβδομη έκδοση) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων