Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Γράμμα στην κυρία Ζώρζ Σαρή...

η Λέσχη...

του Παντελή Προμπονά
 
Ο «Πορτοκαλής Ήλιος» ξεμάκραινε από το λιμάνι του Πειραιά οχτώ το πρωί κι η ζέστη κιόλας ίδρωνε το κορμί, κολλούσε πάνω στο δέρμα. Η θάλασσα ασάλευτη θα ’μοιαζε αληθινό γυαλί, αν δεν ήταν οι άσπροι αφροί που ξεσήκωνε το καράβι χαράζοντάς την.
           Κόσμος πολύς, περισσότερες γυναίκες με παιδιά, που ξεκινούσαν για κάποιο νησί του Σαρωνικού, την Αίγινα, τον Πόρο, την Ύδρα ή τις Σπέτσες. Τα σχολεία είχαν κλείσει κι οι μητέρες είχαν ετοιμάσει τις καλοκαιριάτικες αποσκευές: βατραχοπέδιλα, μάσκες, σαγιονάρες, ψάθινα ή πάνινα καπέλα.
Στο κατάστρωμα οι πολυθρόνες ήταν όλες πιασμένες κι ούτε ένα σκαμνί αδειανό. Στα σαλόνια έκανε τόση ζέστη, που όλοι οι επιβάτες προσπαθούσαν να βολευτούν έξω, με την ελπίδα να δροσιστούν από τον αέρα της θάλασσας.
Σε μια άκρη της κουπαστής, δύο αγόρια, θα ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, κοιτούσαν στ’ ανοιχτά και συζητούσαν.
[Ζ. Σαρή, ο θησαυρός της Βαγίας]

Ο πορτοκαλής ήλιος, στιγμή από τη πρώτη σου ανάσα στα γράμματα. Περιγράφεις μια μέρα σαν και αυτή που διάλεξες να ξεκινήσεις το στερνό σου ταξίδι. Θα σου μιλήσω στο πρώτο ενικό, όχι γιατί μπορώ να γράψω μερικές αράδες για το έργο σου ή γιατί γνωρίζω τίποτα περισπούδαστο ή κάποιο φιλολογικό ανέκδοτο για τη ζωή σου, αλλά γιατί θα γράψω στη συντρόφισσα των παιδικών μου εικόνων και των εφηβικών μου αναζητήσεων… Θα μιλήσω στη μαμά της Άννας που η ζωή της αναστατώθηκε από τις ερπύστριες των τανκ, στη μαμά της Χριστίνας που είχε τους λόγους της να λέει ψέματα, στη μαμά της Ζωής και του Παναγιώτη που θέλουν να ερωτευτούν και να ζήσουν ανέμελα, στη μαμά του Αλέξη, του Τάσου, του Κλού…
Εσύ και η Άλκη γνωρίζατε σαν από πάντα να βάζετε λέξεις στη σειρά και με ένα τρόπο μαγικό να μιλάτε για τα μεγάλα και τα σπουδαία ενός ταραγμένου αιώνα με ένα τρόπο νοσταλγικά διδακτικό, ένα τρόπο που παίδεψε χιλιάδες αναγνώστες στην ηθική. Με τα μάτια των παιδιών και των νέων, της νιότης του κόσμου, κάνατε τα μεγάλα, σύνθετα και σπουδαία να μοιάζουν απλά, παιδικά, εύκολα… Εύκολα, όχι εύπεπτα.
Οι δρόμοι της Ζωής σου σε ταξίδεψαν σε δύσκολα μονοπάτια… Παραμονές του εμφυλίου, το θεατρικό σανίδι στο Παρίσι… ο Ροντήρης… και έπειτα… η ΕΠΟΝ… η  Χούντα… ο  Λαμπράκης… η Δημοκρατία… Μια κοσμοπολίτισσα σε καιρούς ταραγμένους κατάφερες με τη γραφή σου και τη δημόσια παρουσία σου να εμπνέεις. Εικόνα, μνήμη, βίωμα όσα λείπουν από τις μεγάλες αφηγήσεις των εγχειριδίων της ιστορίας τα ανακαλύπτει κανείς στις δικές σου ιστορίες, πίσω από κάποιο βράχο, σε ένα ερειπωμένο σπίτι, μέσα σε ένα μπαούλο, χωμένα σε ένα υπόγειο, σκονισμένα σε μια σοφίτα.
Σε μια συνέντευξη σου στα Νέα μίλησες για τα χρόνια της ΕΠΟΝ: «Ήταν χρόνια χαράς και ελευθερίας από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Γιατί διαλέξαμε τον δρόμο της ζωής και ας υπήρχε ο θάνατος μέσα. Δεν φοβόμασταν. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση». Και με τη ζωή και με τον θάνατο σου αυτό που μας δίδαξες είναι οι επιλογές… Επιλογές στους φίλους, και την πολιτική, και το γούστο, και το ύφος… Ακριβή κληρονομιά για καιρούς ύποπτους και ανασφαλείς…
Κατάφερες με τα λόγια των παιδιών να περιγράψεις τη μεγαλύτερη ουτοπία της εποχής μας… Με το δικό σου γαϊτανάκι…:
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιαναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ- πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Και ξέρεις τι λένε οι φιλόσοφοι για τις ουτοπίες ε;…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων