Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Έχει δίκιο η Χρυσηίδα Δημουλίδου!

του Νικου Σαραντακου...
Η συγγραφέας στην εκπομπή της Μενεγάκη (όλο το βιντεάκι, εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=pi92RbEuSXU)
Η κυρία Χρυσηίδα (τέως Χρύσα) Δημουλίδου, συγγραφέας εμπορικά επιτυχημένων βιβλίων (απ’ αυτά που τα λένε ευπώλητα) έγραψε χτες μια θυμωμένη ανοιχτή επιστολή στη σελίδα της στο Φέισμπουκ, στην οποία απευθύνεται σε όλους εκείνους που διαβάζουν τα βιβλία της χωρίς να τα αγοράζουν, δηλαδή εκείνους που τα δανείζονται από φίλους τους ή από δανειστικές βιβλιοθήκες. Αλλά ας αναδημοσιεύσω όλο το γράμμα, διατηρώντας την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτοτύπου.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να συνειδητοποιήσετε μερικά πράγματα και επειδή το κακό παράγινε, θα το κάνω θέμα. Πρέπει λοιπόν να μάθετε πως η συγγραφή, τουλάχιστον από την πλευρά μου, είναι επάγγελμα και όχι χόμπι. Επομένως αφού είναι επάγγελμα και ο άλλος μοχθεί για αναπαράγει έργο, θα πρέπει και να αμείβεται γι αυτό. Κάποιοι λοιπόν αναγνώστες, μου δηλώνουν με ιδιαίτερη μάλιστα υπερηφάνεια ότι δανείζονται όλα τα βιβλία μου απο δανειστικές βιβλιοθήκες ή τα ανταλλάσουν γιατί δεν έχουν χρήματα λόγω της οικονομικής κρίσης. Όμως αυτό δεν είναι τωρινό, γινόταν πάντα από τότε που άρχισα να πρωτογράφω. Ως ένα σημείο το καταλαβαίνω, όμως δεν καταλαβαίνω, πως είναι δυνατόν ένα βιβλίο να βρίσκεται στις προθήκες δανειστικών βιβλιοθηκών μια εβδομάδα μετά την έκδοσή του και μάλιστα χωρίς την άδεια του συγγραφέα;  Ένα βιβλίο για να μπει στις βιβλιοθήκες πρέπει να εχει κάνει τον κύκλο του που είναι 5 με 10 χρόνια, ή να βρίσκεται στα αζήτητα. π.χ ένας Καζαντζάκης, ένας Ντοστογιέφσκι, μια Λιλίκα Ζωγράφου κλπ που τα βιβλία τους έχουν εκδοθεί εδώ και πολλά χρόνια. Επίσης σχολεία και αναγνώστες μου ζητούν να τους χαρίσω βιβλία. Δηλαδή να πληρώσω για να τα αγοράσω, και μετά να χρεωθώ τα έξοδα αποστολής και να τους τα στείλω. Χώρια το πήγαινε έλα. Τόσο θράσος.
Αγαπητοί αναγνώστες θα πρέπει να μάθετε να σέβεστε τον μόχθο ενός δημιουργού. Ο συγγραφέας εργάζεται σκληρά και πληρώνει ένα απίστευτο τίμημα μοναξιάς και σωματικής υγείας γιατί καταπονείται όχι μόνο το σώμα του , αλλά και ο εγκέφαλος του. Και ενώ παράγει κοινωνικό και επιμορφωτικό έργο, αμείβεται στο κάθε βιβλίο του από 0.20 λεπτά έως 1 ευρώ [καθαρά], δηλαδή ψίχουλα. Τα άλλα πάνε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Επομένως το να ζητάτε εσείς να σας δίνει δωρεάν αυτή την σταγόνα μόχθου του, όχι μόνο τον υποβιβάζει σαν επαγγελματία, αλλά και τον πλήττει οικονομικά. Το ίδιο γίνεται και με τα λαθραία cd και ταινίες , αλλά εκεί τουλάχιστον πληρώνετε ένα ποσό. Στην περίπτωσή μας όχι μόνο δεν δίνετε δεκάρα τσακιστή, αλλά ζητάτε να πληρώσει επιπρόσθετα ο δημιουργός για να έχετε εσείς το έργο του. Μάλιστα κάποιοι αναγνώστες είχαν το θράσος να με βρίσουν και να με στολίσουν με χείριστα κοσμητικά επίθετα επειδή αρνήθηκα να τους χαρίσω βιβλία μου. Οι δε δανειστικές βιβλιοθήκες έμειναν κατάπληκτες που δεν ήθελα να μοιράζω στους Έλληνες τα πνευματικά μου έργα δωρεάν, με πρόσβαλλαν επίσης με τα λεγόμενά τους λες κι εγώ βρίσκω τα προς το ζείν στον δρόμο κι αν αύριο μείνω κουλή η στραβή ή πάθω κάτι σοβαρό και δεν μπορώ να γράψω, αυτοί θα με ταΐσουν. Αν είναι έτσι, τότε να υπάρχει και δανειστική ταινιοθήκη και δανειστική ιματιοθήκη, πινακοθήκη, φαγοποτοθήκη κλπ.

Οι δανειστικές βιβλιοθήκες δημιουργήθηκαν με σκοπό να δανείζουν βιβλία που έκαναν το κύκλο τους και πλέον μένουν στα αζήτητα. Ήδη η δικηγόρος μου που είναι η καλύτερη στα πνευματικά δικαιώματα, ανέλαβε να το ψάξει. Βιβλία μου χαρίζω εκεί που κρίνω εγώ ότι πρέπει να δώσω και το κάνω με όλη μου την καρδιά. Οι υπόλοιποι καλό θα είναι να το σκεφτούν καλύτερα. Ποτέ στην ζωή μου, ακόμη κι όταν σπούδαζα και δεν είχα μια, δεν δανείστηκα βιβλίο. Έκανα οικονομίες και αγόραζα. Απλά ήμουν πολύ επιλεκτική. Πως στο καλό τα κατάφερνα να έχω πάντα βιβλία σπίτι μου;
Οι οικονομικές απώλειες που έχει ένας συγγραφέας είναι ανυπολόγιστες. Μη τον συγκρίνετε με τους εκδότες ή τους βιβλιοπώλες, εκείνοι είναι επιχειρηματίες θα βρουν την άκρη. Ο συγγραφέας στην Ελλάδα είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Εσείς οι ίδιοι αν αγαπάτε πραγματικά το βιβλίο και δεν είστε οι αναγνώστες αλεξιπτωτιστές , θα έπρεπε να συνδράμετε σ αυτή την προσπάθεια. Διαφορετικά καλύτερα να σταματήσουμε να γράφουμε και να αφιερώσουμε τον χρόνο μας στον εαυτό μας.
Η παρούσα επιστολή εγράφη μετά από συζητήσεις με πολλούς συγγραφείς που εξέφρασαν έντονα αυτό το παράπονο. Σας ευχαριστώ πολύ , αν κατανοήσετε αυτή την επιστολή μου.
Χρυσηίδα Δημουλίδου.
Να διευκρινίσω ότι το απόσπασμα που είναι με έντονους χαρακτήρες δεν εμφανίζεται πια, επειδή η κ. Δημουλίδου το έσβησε, κρίνοντας προφανώς ότι την εκθέτει (έγινε άλλωστε στόχος άφθονων δηκτικών σχολίων), και το αντικατέστησε από το: Ένα βιβλίο για να μπει στις βιβλιοθήκες πρέπει να εχει κάνει τον κύκλο του που είναι 5 με 10 χρόνια, όχι όμως βιβλία που μόλις κυκλοφόρησαν.
Όπως είπα, η επιστολή της κ. Δημουλίδου προκάλεσε πολλά αρνητικά σχόλια, δηκτικά, σαρκαστικά ή οργισμένα, αν και βέβαια πολλοί πιστοί αναγνώστες της πήραν το μέρος της. Η συγγραφέας απάντησε λίγο αργότερα με το εξής μεγαλογράμματο σχόλιο (το παίρνω από σχόλιο του Σάκη Σεραφείμ στη συζήτηση που έγινε στο φόρουμ της Λεξιλογίας): ΜΕΤΑ ΛΥΠΗΣ ΜΟΥ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΩ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΣΑΝ ΤΙ ΕΓΡΑΨΑ ΚΑΙ ΠΙΟ (sic) ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΚΑΝ ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΑΠΟΒΛΕΠΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΕ ΜΕΙΩΣΟΥΝ. ΟΧΙ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΩ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΗΣΩ. ΔΕΝ ΜΙΛΑΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΓΛΩΣΣΑ. ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΤΤΟ. ΑΠΛΑ ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΩ ΤΑ ΚΩΝΕΙΟΦΟΡΑ (sic) ΣΧΟΛΕΙΑ (sic) ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΑΜΑΙ ΜΗΠΩΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΤΟΥΜΕ ΕΔΩ ΜΕΣΑ…ΕΠΙΣΗΣ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΦΙΛ ΕΙΝΑΙ ΨΕΥΤΙΚΑ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΟΥΤΕ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΝ ΟΠΩΣ ΕΓΩ. Σημειώνω ότι η λέξη “κωνειοφόρα” είναι νεολογισμός της κ. Δημουλίδου, προσφορά της στον αγώνα για εμπλουτισμό της ελληνικής γλώσσας: κωνειοφόρος, από το κώνειο και το φέρω, παναπεί δηλητηριώδης, φαρμακερός, ιοβόλος, πικρόχολος, δηκτικός, δριμύς, οξύς,  που θα έλεγε κι ένας κοινός θνητός.
Πρέπει να πω ότι δεν έχω διαβάσει κανένα βιβλίο της κυρίας Δημουλίδου, κι έτσι δεν «ξέρω το έργο της», όπως λέει. Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν ξέρω και κανέναν που να έχει διαβάσει βιβλίο της. Ίσως μάλιστα να είμαι και αρνητικά προδιατεθειμένος απέναντι σε αυτό το είδος λογοτεχνίας (εδώ ίσως πρέπει να μπουν εισαγωγικά) που φαίνεται να συγκινεί κυρίως τις γυναίκες, αφού από γυναίκες ως επί το πλείστον γράφεται και διαβάζεται, όσο κι αν η κυρία Δημουλίδου δεν περιορίζεται σε ένα λογοτεχνικό είδος, όπως η Πασχαλία Τραυλού (άλλη επιφανής μπεστσελερού, που μάλιστα ζήτησε να γίνει και μέλος στην Εταιρεία Συγγραφέων) η οποία υπηρετεί κατά δήλωσή της το «κοινωνικό ερωτικό μυθιστόρημα». Ομολογώ βέβαια ότι μου γεννήθηκε η (νοσηρή;) περιέργεια να διαβάσω μερικές σελίδες της κυρίας Δημουλίδου, αλλά μάλλον με την περιέργεια θα μείνω γιατί στην ηλικία μου δεν μου πάει να κλέβω βιβλία, δεν ξέρω κανέναν που να έχει στη βιβλιοθήκη του και να το ομολογεί, και βέβαια ύστερα από το παραπάνω γράμμα αποκλείεται να αγοράσω βιβλίο της. Κι έτσι δεν θα κρίνω το έργο της ή την αξία της, αλλά θα σχολιάσω μερικά σημεία στην επιστολή της.
Το ένα είναι ότι η κυρία Δημουλίδου πιθανόν να έχει δίκιο σε σχέση με τις δανειστικές βιβλιοθήκες. Βάσει του νόμου, που τον συνοψίζει εύληπτα ένα σχόλιο στη Λεξιλογία, στην Ελλάδα οι βιβλιοθήκες που δανείζουν βιβλία στο κοινό πρέπει προηγουμένως να ζητήσουν την άδεια από τους δικαιούχους (συνήθως τον εκδότη και τον συγγραφέα), και τούτο ανεξάρτητα από τον χρόνο έκδοσης του βιβλίου. Δηλαδή, ενώ πράγματι η κυρία Δημουλίδου έχει δίκιο να διαμαρτύρεται αν οι δανειστικές βιβλιοθήκες διαθέτουν βιβλία της χωρίς άδεια από τον εκδότη, η διάκριση που κάνει ανάμεσα σε βιβλία «που έχουν κάνει τον κύκλο τους» και σε νέες εκδόσεις δεν έχει αντίκρισμα στον νόμο αλλά μόνο στην κοινή λογική.
Και η κοινή λογική είναι με το μέρος της κυρίας Δημουλίδου σ’ αυτό το σημείο, με την έννοια ότι ένα βιβλίο που μόλις εκδόθηκε το λογικό και το αναμενόμενο είναι να διατεθεί στα βιβλιοπωλεία, όχι από τις δανειστικές βιβλιοθήκες. Με την ίδια λογική, παλιότερα, που υπήρχε το βίντεο, μια κινηματογραφική ταινία δεν έβγαινε σε βιντεοταινία αν δεν περνούσε ένας χρόνος ή και παραπάνω από την κυκλοφορία της στις αίθουσες. Πάντως, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, απ’ όσο ξέρω, τα καινούργια βιβλία δεν διατίθενται στο κοινό, ενώ οι βιβλιοθηκάριοι δεν σε αφήνουν να φωτογραφίσεις ολόκληρα βιβλία παρά μόνο ένα μικρό ποσοστό των σελίδων (βέβαια, δεν κάθονται κι από πάνω σου). Βέβαια, ένας συγγραφέας που έχει γράψει δεκάδες βιβλία, όπως η κ. Χρυσηίδα, μπορεί και να ωφεληθεί εμπορικά από τη διάθεση βιβλίων της σε δανειστικές βιβλιοθήκες, αφού περισσότεροι αναγνώστες θα τη μάθουν και, αν βρουν ότι αξίζει, τίποτα δεν αποκλείει να αγοράσουν κάποιο άλλο βιβλίο της.
Από την άλλη, βρίσκω εντελώς άτοπο και άκομψο να διαμαρτύρεται η κ. Δημουλίδου, μια συγγραφέας που έχει πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα,  επειδή οι αναγνώστες της ανταλλάσσουν τα βιβλία της ο ένας με τον άλλο, αντί να αγοράζει ο καθένας το δικό του αντίτυπο. Ο δανεισμός ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς είναι βασική κοινωνική αξία ανέκαθεν, πολύ δε περισσότερο σήμερα, που πάρα πολλοί στην πατρίδα μας μετράνε και το ευρώ. Βέβαια, η κ. Δημουλίδου λέει ότι η ίδια ποτέ δεν δανείστηκε βιβλίο, και την πιστεύω, αλλά αναρωτιέμαι, δεν της έχει τύχει ποτέ να δανειστεί κάποιο σκεύος για την κουζίνα, ένα πανωφόρι, μια ομπρέλα, το αυτοκίνητο ενός φίλου; Ή η «απαγόρευση δανεισμού» ισχύει μόνο για τα βιβλία; Εκτός αυτού, υπάρχει ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, ο ΟΣΔΕΛ, ο οποίος καταβάλλει κάθε χρόνο σε όλους τους συγγραφείς ένα (μικρό) ποσό ως «αποζημίωση λόγω της επιτρεπόμενης ιδιωτικής αναπαραγωγής, η οποία δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί». Φαντάζομαι ότι η κ. Δημουλίδου, ως επαγγελματίας, θα το ξέρει.
Η διαμαρτυρία για το δανεισμό των βιβλίων μεταξύ φίλων, μού θύμισε έναν γνωστό μου ταξιτζή, ο οποίος μου έλεγε ότι τώρα με την κρίση έχουν αυξηθεί πολύ οι ιδιώτες που πηγαίνουν με το αυτοκίνητό τους στο αεροδρόμιο για να παραλάβουν συγγενείς και φίλους τους, με αποτέλεσμα να έχουν λιγοστέψει οι δικοί του πελάτες. Βρίσκω ότι ο γνωστός μου έχει περισσότερο δίκιο να θυμώνει απ’ ό,τι η κυρία Δημουλίδου, διότι εκείνος πράγματι χάνει πελάτες (όσοι φτάνουν στο αεροδρόμιο πρέπει με κάποιον τρόπο να πάνε σπίτια τους), ενώ η κυρία Δημουλίδου δεν είναι σίγουρο ότι χάνει πωλήσεις εξαιτίας του δανεισμού. Θέλω να πώ, είναι πλάνη να πιστεύει η κ. Χρυσηίδα ότι ο δυνητικός αναγνώστης θα αγόραζε σίγουρα το βιβλίο της αν δεν το έβρισκε δανεικό. Κάποιοι θα το αγόραζαν, κάποιοι άλλοι θα σκέφτονταν το εικοσάρικο και θα έλεγαν ‘όχι’. Την ίδια πλάνη καλλιεργούν και οι μεγάλες δισκογραφικές και κινηματογραφικές εταιρείες, που ισχυρίζονται ότι κάθε δίσκος/ταινία που πουλιέται ή λαμβάνεται πειρατικά αποτελεί διαφυγόν κέρδος· στην πραγματικότητα, το αληθινό διαφυγόν κέρδος είναι αρκετά μικρότερο γιατί δεν θα αγόραζαν όλοι τον δίσκο/ταινία αν δεν τον έβρισκαν δωρεάν ή έστω πάμφθηνα.
Αυτό που σίγουρα συμβαίνει είναι ότι εξαιτίας της κρίσης η αγορά του βιβλίου έχει υποστεί καθίζηση. Βλέπετε, το βιβλίο δεν ανήκει στα είδη πρώτης ανάγκης κι έτσι είναι από τα πρώτα που κόβονται όταν δεν βγαίνει ο οικογενειακός ή ατομικός προϋπολογισμός. Εικάζω λοιπόν ότι οι πωλήσεις των βιβλίων της κ. Δημουλίδου πρέπει να έχουν πέσει πολύ, πράγμα που την έσπρωξε να γράψει το απονενοημένο αυτό γράμμα -άρα δεν είναι μόνο τα «δυσπώλητα» βιβλία που πλήττονται από την κρίση. Αν μάλιστα αληθεύει αυτό που λέει, ότι έχει προηγουμένως συζητήσει το θέμα με πολλούς συγγραφείς (υποθέτω του ίδιου λογοτεχνικού προσανατολισμού), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι γενικά οι πωλήσεις των παραλογοτεχνικών βιβλίων έχουν μειωθεί αισθητά.
Βέβαια, η κ. Δημουλίδου, έχοντας στο ενεργητικό της σχεδόν είκοσι τίτλους είναι σε προνομιακή θέση για να αντιμετωπίσει τη μπόρα, αφού εξακολουθεί να εισπράττει όχι ευκαταφρόνητα συγγραφικά δικαιώματα· κι επειδή τυχαίνει να γράφω κι εγώ βιβλία και να πληρώνομαι συγγραφικά δικαιώματα, έχω να σχολιάσω ότι το ποσό που αναφέρει ότι εισπράττει η κ. Δημουλίδου (0,2 έως 1 ευρώ, από βιβλία που πουλιούνται πάνω από 15 ευρώ) μου φαίνεται πολύ μικρό: ή θυμάται λάθος ή την έχουν πιάσει κορόιδο, όπως έγραψε στη Lifo ο Άρης Δημοκίδης. (Η φίλη μου η Σοφία βρήκε μια ευτράπελη εξήγηση: αν κρίνουμε από το ανοιχτό της γράμμα και τα σχόλιά της, η κ. Δημουλίδου εισπράττει λίγα, επειδή τα υπόλοιπα πηγαίνουν στους διορθωτές!).
Να σημειωθεί επίσης ότι η κυρία Δημουλίδου δεν αναφέρεται καθόλου σε απώλειες εσόδων της που οφείλονται στη νέα τεχνολογία (π.χ. λαθραία pdf των βιβλίων της, που μάλλον δεν κυκλοφορούν), αν και θίγει παρεμπιπτόντως τα λαθραία σιντί και ντιβιντί (χωρίς ωστόσο να έχει αντιληφθεί ότι κάποιοι τα κατεβάζουν από το Διαδίκτυο, άρα δεν πληρώνουν τίποτε). Έτσι, το παράπονό της δεν αφορά το πολύ ευρύτερο θέμα, του πώς μπορεί ένας δημιουργός να βγάζει το ψωμί του αξιοπρεπώς στην ψηφιακή εποχή, ειδικά ένας συγγραφέας που δεν μπορεί να δίνει παραστάσεις όπως ο μουσικός.
Συνολικά πάντως βρίσκω πολύ άστοχη ενέργεια αυτό το γράμμα. Χωρίς να λύνει κανένα πρακτικό ζήτημα (ο εκδοτικός οίκος, ένας από τους μεγαλύτερους της Ελλάδας, σίγουρα θα μπορούσε να χειριστεί τις επαφές με τις δανειστικές βιβλιοθήκες, αν όντως υπάρχει τέτοιο θέμα), το διάγγελμά της δίνει μια πολύ κακή εικόνα για τη συγγραφέα, την εικόνα ενός ανθρώπου χωρίς παιδεία, που, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο για επαγγελματία συγγραφέα, δεν αγαπάει ούτε τη λογοτεχνία ούτε το βιβλίο. Μπορεί να είναι λαθεμένη η εντύπωση, αλλά αυτήν αποκόμισα. Και βέβαια τη χειρότερη εντύπωση την προκαλεί η παράγραφος που σβήστηκε, όπου η συγγραφέας, άσχετα με το τι εννοεί, εμφανίζεται να βάζει τον Καζαντζάκη και τον Ντοστογιέφσκι στα αζήτητα και να μην ξέρει ότι άλλη ήταν η Λιλίκα Νάκου και άλλη η Λιλή Ζωγράφου. Εδώ, ξεπερνάει τα όρια του γκροτέσκου.
Αποκρουστικός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στους ανάπηρους, που δείχνει βέβαια και παντελή έλλειψη παιδείας. Όπως επισήμανε η φίλη συγγραφέας Σοφία Κολοτούρου, η κυρία Δημουλίδου θεωρεί ότι ένας τυφλός (στραβός επί το λογοτεχνικότερο) δεν είναι ικανός να γράφει βιβλία, ξεχνώντας ή μάλλον αγνοώντας ότι «στραβοί» ήταν ο Όμηρος και ο Μπόρχες και «κουλός» ο Θερβάντες. Αλλά βέβαια τι αξίζει ο Δον Κιχώτης μπροστά στο Κεράτωσε τον άντρα σου και μάγια μην του κάνεις.
Κλείνοντας όμως, θα συμφωνήσω ανεπιφύλακτα με την Χρυσηίδα Δημουλίδου σε ένα πράγμα: ότι κακώς, κάκιστα, υπάρχουν βιβλία της (αν υπάρχουν) σε δανειστικές βιβλιοθήκες. Εδώ η συγγραφέας έχει απόλυτο δίκιο. Οι δανειστικές βιβλιοθήκες, τις οποίες αφειδώς χρησιμοποιούσα όταν ήμουν έφηβος, βοηθούν τον αναγνώστη να διαπλάσει το γούστο του, να εξερευνήσει μη οικεία είδη γραφής, να ανακαλύψει ελάχιστα γνωστούς συγγραφείς, να αγαπήσει το διάβασμα. Το βρίσκω λοιπόν απαράδεκτο να έχουν οι δανειστικές βιβλιοθήκες τα έργα της κ. Δημουλίδου, ιδίως οι σχολικές βιβλιοθήκες.
ΥΓ
Είπα παραπάνω ότι δεν έχω διαβάσει τίποτε δικό της, παρόλο που έχω τη νοσηρή περιέργεια, αλλά στο μεταξύ βρήκα το απόσπασμα από ένα ποίημά της (ναι, γράφει και ποιήματα) και σκέφτηκα πως θα ήταν εγωιστικό να το κρατήσω για τον εαυτό μου. Είναι οι τέσσερις πρώτες στροφές από τις 20 του ποιήματος, αλλά αρκούν θαρρώ:
Με το Θεό κι απόψε μίλησα
του ζήτησα βοήθεια
κι εκείνος δε μ’ αρνήθηκε
όπως πολλοί το ‘κάναν
γιατί πιστέψαν στ’ άδικο
πιστέψαν στην κατάρα
που ‘χει καθίσει πάνω τους
σαν σύννεφο που βρέχει.

Βρέχει κατάρες και οργή,
βρέχει θυμό και λάβα,
μίσος, κατάντια και βροχή,
βροχή που σε ματώνει,
τον πόνο μεγαλώνει…

Και ο Θεός με χάιδεψε
μ’Αγάπη και Σοφία.

“Μην τους μισείς όλους αυτούς
και μην τους εκδικείσαι
κι εσένα αν αρνήθηκαν
εμένα με μισούνε,
όμως εγώ τους αγαπώ
και τους καλώ σιμά μου,
κάθε στιγμή, κάθε λεπτό,
μα εκείνοι δε με βλέπουν
δε με θωρούν στο διαβα τους και ούτε με ακούνε…”
Κοινώς, Θεέ μου φύλαγε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων