Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Η αγωνία ενός λαού...

του Δημητρη Γληνου...
Απέναντι σ’ αυτή τη φοβερή συμφορά, την άγρια μπόρα που ξέσπασε πάνω στη χώρα μας και καταβασανίζει το λαό μας, ποια είναι η στάση του λαού; Πώς αντιμετωπίζει ο λαός τα χτυπήματα που αναταράζουν όλη του τη ζωή; Από τη μια μεριά τα χτυπήματα της τυραννίας των ξένων καταχτητών, την αρπαγή του ψωμιού του, την ολόπλευρη στέρηση των μέσων της ζωής του, την αβεβαιότητα, την μαύρη έγνοια που τον κατατρώγει την πάσαν ημέρα, το θάνατο που τον τριγυρίζει με χίλιες μορφές την κάθε στιγμή; Και από την άλλη μεριά τα χτυπήματα της προδοσίας, την άγρια και αχόρταγη μανία της κερδοσκοπίας, την αισχρή συνωμοσία των εκμεταλλευτών της δυστυχίας του;


Από τη μια στιμή στην άλλη, όλα τα στρώματα του λαού μας είδανε να αναποδογυρίζεται και να γκρεμίζεται γύρω τους το οικοδόμημα της ζωής τους. Ο εργάτης έχασε τη δουλειά του, βρέθηκε στο δρόμο απένταρος. Μα και όποιος είχε δουλειά, το μεροκάματό του έγινε με μιας μηδενικό των μηδενικών. Ο,τι κέρδιζε όλο το μήνα δεν του έφτανε πια για να ζήσει ούτε μιαν ημέρα. Αν, πρωτήτερα, μπορούσε να τρώει αυτός και τα παιδιά του ένα κομμάτι ψωμί, λίγες ελιές, λίγα χορταρικά, τώρα χάθηκε και το ψωμί και η ελιά και το χόρτο. Το σκληρό μονοπάτι που βάδιζε πάντα, έγινε τώρα ο δρόμος του μαρτυρίου, που ωδηγούσε κι αυτόν και τη γυναίκα του και τα παιδιά του κατευθείαν στο νεκροταφείο. Στην ίδια θέση βρέθηκαν όλοι οι μισθωτοί. Ο ιδιωτικός και δημόσιος υπάλληλος, ο τραγικός αυτός αιώνιος ακροβάτης ανάμεσα στην πείνα και στην κοινωνική αξιοπρέπεια, έχασε κάθε ισορροπία. Το κρυφό μαρτύριό του έγινε τώρα πια φανερό. Σιγά - σιγά αποσκελετώθηκε αυτός και η φαμελιά του. Τα ρούχα του κυλάν από πάνω του, το πρόσωπό του εσούρωσε. Ολοι γέρασαν με μιας και στα μάτια τους ζωγραφίστηκε η μαύρη έγνοια και η αγωνία η θανάσιμη. Η διάσταση ανάμεσα στο εισόδημα και στα πιο απαραίτητα έξοδα της ζωής έγινε τρομαχτική. Ολος ο μισθός δε φτάνει για να αγοράσει τα τρόφιμα δέκα ημερών, πέντε ημερών, τριών ημερών, μιας ημέρας. Ολος ο μισθός ενός μηνός δε φτάνει για να περάσει ένα ζευγάρι σόλες στα τρύπια παπούτσια του! Και για το μισθωτό, λοιπόν, άνοιξε πλατύς ο δρόμος του νεκροταφείου, η μαύρη πύλη του θανάτου από μαρασμό, που καταπίνει τα παιδιά του, τους γονιούς του, τη γυναίκα του και αυτόν τον ίδιον. Οι συνταξιούχοι πολιτικοί και στρατιωτικοί και τα θύματα των πολέμων έπαθαν χειρότερα. Οι μικροί και μεσαίοι εισοδηματίες και πολλοί γλυκά αποκοιμισμένοι απάνω στο μαλακό προσκέφαλο της εξασφαλισμένης ζωής, ξύπνησαν τραγικά μπροστά στο τρομαχτικό φάσμα της πείνας.

Και όλοι αυτοί, εργάτες, υπάλληλοι, επαγγελματίες, βιοτέχνες, εισοδηματίες, που άνοιξε με μιας βαθύς ο λάκκος μπροστά τους, άρχισαν να ξεπουλάνε ό,τι βρισκότανε σπίτι τους. Δαχτυλίδια, βέρες, ρολόγια, έπιπλα, χαλιά, τεντζερέδια, πιατικά, παπλώματα, κουβέρτες, ρουχισμός, πήρανε το δρόμο της αγοράς. Κάθε μικροοικονομία εξανεμίστηκε. Ο,τι κρυβότανε για στήριγμα των γηρατειών, η προίκα των κοριτισιών, το κεντητό προσκέφαλο, τα νυφικά σεντόνια, όλα πήρανε το δρόμο της αγοράς. Τα καταπίνει κάθε μέρα ο σκοτεινός λάκκος και όμως το τρομαχτικό φάσμα της πείνας είναι εκεί μπροστά τους. Ε! Η ζωή είναι αβάσταχτη. Η σκλαβιά έγινε αβάσταχτη. Ο θάνατος είναι μπροστά μας. Λοιπόν τι περιμένουμε;

Τα ίδια και χειρότερα γίνονται στα χωριά, μ’ όλη τη φαινομενική υπερτίμηση των αγροτικών προϊόντων και το φαινομενικό πλούτο που συσσωρεύεται στις κασσέλες μερικών αγροτών. Εδώ βέβαια φάνηκε στην αρχή σα να ήρθε αναπάντεχα ο χρυσός αιώνας. Οι χωριάτες είδανε με μιας να τρέχουνε τα χιλιάρικα μέσα στο σπιτικό τους, να μπαίνουν από τις πόρτες και τα παράθυρα τα λεφτά, και να χρυσοπουλιέται το σιτάρι τους, τα καλαμπόκι τους, το λαχανικό τους, η πατάτα τους, η ελιά τους, το κρασί τους, το τυρί τους, το γάλα τους. Πίστεψαν πως τώρα μπορούνε κι αυτοί να ξεχρεώσουνε τα χτυπήματά τους, ν’ αγοράσουνε κι άλλα χτήματα, ν’ αγοράσουνε σπίτια στις πολιτείες, ν’ αγοράσουνε χρυσαφικά και διαμαντικά, μεταξωτές κάλτσες στις τσούπρες τους, ακόμα και πιάνα να κουβαλούνε στο χωριό. Σιγά - σιγά όμως άρχισαν να βλέπουν να λυώνει μπροστά στα μάτια τους ο θησαυρός. Για ένα ζευγάρι άρβυλα ή τσαρούχια, χρειάζουνταν τώρα σωρό τα χιλιάρικα, τα ζώα τους άρχισαν να ψοφάνε μη έχοντας τροφή, τους άρπαξαν οι ξένοι σταυρωτήδες τα πουλερικά τους και τα πρόβάτα τους. Δεν έχουνε γάλα, δεν έχουνε αυγό να φάνε. Και ήρθε το κράτος να τους πάρει και τα γεννήματα με τη βοήθεια των καραμπινιέρων. Στο τέλος στερήθηκαν και το ψωμί. Δεκάδες πεθαίνουν οι φτωχοί χωριάτες από πείνα, γυμνοί και ξυπόλητοι περπατάνε. Και στο τέλος τέλος, και κείνοι που έχουν σωριασμένα τα χιλιάρικα στις κασσέλες τους θα ιδούνε πως δε θα μπορούνε ούτε στον τοίχο να τα κολλήσουνε για ταπετσαρία γιατί θα τους λείπει η κόλλα. Είναι κοινή η συμφορά για όλους κι ας μη μας ξεγελάει ο Νιαγάρας του χαρτιού. Τα πραγματικά αγαθά, τα προϊόντα μας, ό,τι έχουμε υλικό αγαθό, αυτό εξατμίζεται, φεύγει, πάει στα ξένα χέρια και σε ξένες κοιλιές. Φτωχοί, πάμφτωχοι πρόκειται να γίνουμε όλοι, γιατί και τα σπίτια μας και στις πολιτείες και στα χωριά, και τα χωράφια μας, κι οι πέτρες ακόμα πρόκειται σε λίγο να βρεθούν σε ξένα χέρια. Ξένοι αφεντάδες πρόκειται να πάρουν όλα τα αγαθά μας, και μεις, σκλάβοι αλευτέρωτοι, είλωτες, δούλοι, γυμνοί και ξυπόλητοι και κουρελήδες και πεινασμένοι πρόκειται να χύνουμε τον ιδρώτα μας πάνω σε τούτη τη γη, για να παχαίνουμε τους ξένους αφεντάδες και να πεθαίνουμε χίλιους θανάτους κάθε μέρα. Η μοίρα που φυλάνε για μας οι ξένοι καταχτητές είναι η μοίρα των μαύρων της Αφρικής, των κούληδων και των Κινέζων κουρελήδων που ψοφάνε σαν τις μύγες στις πολιτείες και στα χωριά.

Και κανένας μας αληθινά δεν ξεγελιέται. Απέναντι σ’ αυτή τη μαύρη δυστυχία, που μας έρριξαν, και που ο μόνος σκοπός τους είναι να την μονιμοποιήσουν, μια και μόνη είναι η ψυχική στάση του λαού μας απ’ άκρη σ’ άκρη, εξόν από τους προδότες και τα τσακάλια. Μίσος άγριο κι άρνηση απόλυτη!

Οι ξένοι καταχτητές και οι ντόπιοι αιματορουφηχτάδες ένα σκοπό έχουνε: Να μας λυγίσουνε τις ψυχές κάτω από τα χτυπήματα της συμφοράς, να σπάσουνε τα ζωτικά νεύρα της ζωής μας, να τσακίσουνε την ψυχική μας αντίσταση, να μας κάνουνε να δεχτούμε τη μαύρη μοίρα που μας ετοιμάζουνε, να μας ρίξουνε στην απελπισία και στη μοιραλατρεία.

Μα ο λαός αυτός με την τρισχιλιόχρονη ιστορία, που πέρασε μέσα σε τόσες συμφορές χωρίς να χάσει ποτέ την ελπίδα και τη δύναμη της άρνησης απέναντι σε κάθε καταχτητή, δε θα λυγίσει και τώρα και δεν θα απελπιστεί. Και τώρα ολόψυχα ενωμένος θα ριζώσει στο χώμα το ελληνικό και στην ιστορία την ελληνική και με ατσαλωμένη την ψυχή θα αντιτάξει στους τυράννους το “όχι”, το “όχι” το οριστικό και αμετάκλητο. Και αυτό πραγματικά κάνει.

Δεν τον ελύγισεν η συμφορά και η παραζάλη, και τώρα συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για να το πει το “όχι” αυτό το μεγαλόφωνο και να το στηρίξει με όλα τα κορμιά και όλες τις αδάμαστες ψυχές. Αληθινά ο φριχτότερος εχθρός μας τούτη τη στιγμή θα ήταν η παθητική αποδοχή της μοίρας μας, θα ήταν η αποκαρδίωση, η απελπισία και η μοιρολατρεία.

Η μοιρολατρεία με τις δυό τις μορφές. Τη μια που λέει: “Ο,τι έγινε, έγινε. Είμαστε πολύ αδύνατοι, δεν μπορούμε να αντισταθούμε στα θεριά που μας κατασπαράζουνε. Ας σκύψουμε το κεφάλι, ας συμβιβαστούμε με τη μοίρα μας κι έχει ο Θεός! Ας παραδοθούμε στη μεγαλοψυχία των τυράννων μας”. Είναι η φωνή της προδοσίας που τα λέει αυτά. Η φωνή του Τσολάκογλου και των καθαρμάτων σαν κι αυτόν. Κάθε συμβιβασμός, κάθε αποδοχή του μοιραίου είναι προδοσία. Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρτερη βία για μια στιγμή, δεν είναι ακόμα σκλάβος. Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. Κι αυτό κοιτάζουνε να πετύχουν οι εχθροί μας με τη φωνή των προδοτών. Και η άλλη μορφή της μοιρολατρείας είναι το ίδιο ολέθρια όταν λέει: “Ας σταυρώσουμε τα χέρια κι ας περιμένουμε να μας ελευθερώσουν άλλοι”! Γιατί και τούτη η μορφή της μοιρολατρείας είναι αποδοχή της σκλαβιάς. Οποιος δέχεται να του χαρίσουν άλλοι τη λευτεριά του, αυτός ομολογεί κιόλας πως είναι σκλάβος και το πολύ - πολύ πρόκειται ν’ αλλάξει αφέντη. Οχι! Κανένα είδος συμβιβασμό, κανένα είδος μοιρολατρεία δεν αποδέχεται ο λαός ο ελληνικός. Και το έδειξε κιόλας και το δείχνει με τη διαγωγή του. Στις πολιτείες και στα χωριά μας, εξόν από τους λίγους προδότες και τους εκμεταλλευτές, δεν υπάρχει καμμιά σκλαβωμένη ψυχή. Αγωνίζονται οι εργάτες και οι μισθωτοί στς πολιτείες, αγωνίζεται ο αγρότης. Στα βουνά της Ελλάδος αντηχεί κιόλας η γνώριμη φωνή της λευτεριάς. Η φωνή των καριοφιλιών του ‘21, η φωνή του μάνλιχερ του ‘42.

Οχι! Δεν υπάρχει συμβιβασμός και μοιρολατρική αποδοχή της σκλαβιάς. Ενας και μόνο δρόμος ανοίγεται μπροστά μας. Ο δρόμος της ενεργητικής αντίστασης, ο δρόμος του εθνικοαπελεθερωτικού αγώνα. Αντίσταση ενεργητική. Παλλαϊκός αγώνας για την κατάχτηση την οριστική και την κατοχύρωση την οριστική της λευτεριάς. Αυτή είναι η ηρωική διάθεση του ελλληνικού λαού μέσα στην αγωνία του. Η αγωνία του ελληνικού λαού, είναι η αγωνία λαού που θέλει να ζήσει και θα ζήσει. Που θα παλαίψει όλος μαζί ενωμένος, που θα παλαίψει και θα νικήσει.

Γιατί τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, νοιώθουμε όλοι ζωντανοί μέσα μας την εγερτήρια κραυγή του Ρήγα του Φεραίου, που εμψύχωσε τους προγόνους μας του ‘21.

“Καλλίτερα μιας ώρας ελεύτερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!”

το παρπανω κειμενο ειναι ενα απο τα κεφαλαια του βιβλιου του Γληνου "Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο"
Δειτε ολοκληρο το βιλβλιο σε scribd
Δημήτρης Γληνός - Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ΕΑΜ [Ρήγας 1944]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων